Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη 

**** ½ – Υπέροχες μέρες 

Perfect Days. Ιαπωνία/Γερμανία, 2023. Σκηνοθεσία: Βιμ Βέντερς. Σενάριο: Βιμ Βέντερς. Τακούμα, Τακασάκι. Ηθοποιοί: Κότζι Γιακούσο, Τόκιο Εμότο, Μπούμελ Χαράτα. 123´

Ο Βιμ Βέντερς, ένας από τους πιο σημαντικούς σκηνοθέτες του σύγχρονου ευρωπαϊκού (και όχι μόνο) κινηματογράφου, επιστρέφει, με μια εξαιρετική, δοσμένη με ανθρωπιά, με ξεχωριστή ζεστασιά και ειλικρίνεια ταινία, τις «Υπέροχες μέρες», που πρωτοείδαμε στο φεστιβάλ των Καννών, όπου κέρδισε το βραβείο ερμηνείας για τον πρωταγωνιστή της καθώς και το Οικουμενικό Βραβείο των Κριτικών.

Στις «Υπεροχες μέρες», ο Βέντερς («Παρίσι, Τέξας», «Τα φτερά του έρωτα», «Ένας Αμερικανός φίλος», «Η Αλίκη στις πόλεις», «Στο πέρασμα του χρόνου») παρακολουθεί ένα καθαριστή δημοσίων τουαλετών του Τόκιο στην καθημερινή ζωή του. Ο Χιραγιάμα (αναφορά στον πρωταγωνιστή της τελευταίας ταινίας, «Φθινοπωρινό απόγευμα», που γύρισε ο Γιασουτζίρο Όζου, 60 ακριβώς χρόνια πριν) είναι ένας ήσυχος, ευγενικός, σιωπηλός, τέλεια οργανωμένος υπάλληλος του Δήμου, ιδιαίτερα αγαπητός στην περιοχή, που καθαρίζει διάφορες δημόσιες τουαλέτες της ιαπωνικής πρωτεύουσας.

Τη διαδικασία της καθημερινής αυτής δουλειάς του, την παρακολουθουμε με την κάθε της λεπτομέρεια, στα πρώτα πλάνα της ταινίας: να τον παρακολουθούμε το πρωί όταν ξυπνά και ετοιμάζεται για τη δουλειά του, να μαζεύει τα αναγκαία σύνεργα, να φτάνει με το αυτοκίνητο του στην πρώτη τουαλέτα, να βγάζει τα σύνεργα από το αυτοκίνητο και να επιδίδεται στον λεπτομερή καθαρισμό των τουαλετών.

Για τον Βέντερς μια ιστορία με φόντο τις δημόσιες τουαλέτες είναι οι πως αυτές οι τουαλέτες είναι για την Ιαπωνία κάτι το ξεχωριστό, γιατί, όπως ανάφερε ο ίδιος, «αυτές από τη μια είναι η αίσθηση της «εξυπηρέτησης» και του «κοινού καλού», και από την άλλη, η αρχιτεκτονική ομορφιά των δημοσίων αυτών χώρων υγιεινής. Μου έκανε έκπληξη το πόσο οι «τουαλέτες» αυτές μπορούν να αποτελούν τμήμα της καθημερινής κουλτούρας και όχι απλά μια σχεδόν ντροπιαστική αναγκαιότητα».

Την καθημερινή δουλειά του στις τουαλέτες την ακολουθεί με διάλειμμα σε ένα κοντινό πάρκο, όπου ο Χιραγιάμα  φωτογραφίζει συνεχώς ένα συγκεκριμένο, όπως θα ανακαλύψουμε στη συνέχεια, δέντρο, με μια παλιά κάμερα, φωτογραφίες που αρχειοθετεί σε μεγάλα κουτιά που φυλάει σε μια ντουλάπα. Παράλληλα με τη δουλειά του, αρχίζουμε να παρακολουθούμε και τη σχέση του με ένα νεότερο συνάδελφο, καθώς, αργότερα, και με την ανιψιά του, που έχει τσακωθεί με τη μητέρα της κι έρχεται να επισκεφτεί για λίγο το θείο της.

Η ιστορία του είναι στην πραγματικότητα πολυ απλή. Μέσα όμως από αυτήν βγαίνει ένας εξαιρετικός ανθρώπινος χαρακτήρας. Χαρακτήρας που ανακαλύπτουμε σταδιακά μέσα από την καθημερινή πορεία (ένα μικρό, όμορφο οδοιπορικό) του βασικού αυτού αντί-ήρωα. Πρόσωπο, όπως ανακαλύπτουμε, ιδιαίτερα μορφωμένο, που οδηγεί κάθε μέρα το αυτοκίνητο του, ακούγοντας εξαίρετη μουσική τζαζ από μαγνητοφωνημένες ταινίες (μαγνητοφωνημένες, που όπως ανακαλύπτει, σήμερα είναι σπάνιες και έχουν αποκτήσει μεγάλη αξία), ενώ το βράδυ όταν ξαπλώνει διαβάζει σοβαρή λογοτεχνία (από Φόκνερ και Πατρίσια  Χάισμιθ μέχρι δοκίμια της διάσημης Ιαπωνέζας συγγραφέα Άγια Κόντα).

Αυτό που ο Βέντερς αφήνει να διαφανεί μέσα από την καθημερινή πορεία του Χιραγιάμα είναι πως πρόκειται για ένα ξεχωριστό άτομο που, για λόγους που ποτέ δεν μαθαίνουμε, έχει εγκαταλείψει την προηγούμενη πολύπλοκη, μάλλον μπερδεμένη όπως αφήνεται να διαφανεί, ζωή του. Κάποια στιγμή, προς το φινάλε, θα εμφανιστεί η πλουσια μητέρα της ανεψιάς του, για να την πάρει πίσω, αφήνοντας την υποψία πως ο Χιραγιάμα ήταν κάποτε σημαντικό πρόσωπο, που τώρα αποφάσισε να ζήσει μιαν άλλη πιο απλή ζωή.

Μια ζωή όμως που φαίνεται να του χαρίζει τις μικρές ομορφιές και απολαύσεις της ζωής που του έλειπαν από την πλούσια, ελεγχόμενη από μια απαιτητική, καταπιεστική αστική κοινωνία, προηγούμενη ζωή του. Για να ζήσει μια ζωή πιο απλή και ανθρώπινη, μια ζωη πιο ζωντανή, που ο Βέντερς καταγράφει με ωραίες, ποιητικές συχνά, εικόνες, θυμίζοντας το στιλ των ταινιών του Όζου (σκηνοθέτη που ο Βέντερς όχι μόνο θαυμάζει αλλά κάποτε είχε γυρίσει και ταινία γι’ αυτόν, το ντοκιμαντέρ  «Tokyo-Ga») σε μια ταινία γοητευτική, ύμνο στη ζωή που σταδιακά σε παρασύρει με την απλότητα και την αμεσότητα της. Μια εξαιρετική ταινία, σίγουρα από τις καλύτερες που θα δούμε μέσα στη χρονιά αυτή!

*** Εκεί που το κακό παραμονεύει 

When Evil Lurks. Αργεντινή/ΗΠΑ, 2023. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ντεμιάν Ρούγκνα. Ηθοποιοί: Εζεκίελ Ροντρίγκεζ,  Ντεμιάν Σαλομόν, Σιλβίνα Σαμπάτερ, Λουίζ Σιμπρόφσκι. 99´

Το κακό δεν παραμονεύει απλά αλλά χτυπάει με τρόπο φρικιαστικό και με ένα αμείλικτο ρυθμό που σου παγώνει το αίμα, στην αργεντίνικη αυτή ταινία τρόμου του Ντεμιάν Ρούγκνα, γνωστού μας από τη βραβευμένη στο φεστιβάλ φαντασίας της Φαγκόρια ταινίας τρόμου «Οι τρομοκρατημένοι» (2017).

Δυο αδέρφια, σ’ ένα απομονωμένο χωριό της Αργεντινής (όπου οι άνθρωποι έχουν πάψει να εμπιστεύονται ο ένας τον άλλο) ανακαλύπτουν ένα δαιμονισμένο άντρα που έχει μετατραπεί σε ένα σάπιο, τρομερά παχύσαρκο τέρας, έτοιμο να σπείρει το κακό παντού. Θα καταφέρουν να τον ξεφορτωθούν, το κακό όμως έχει αρχίζει να μετατρέπεται σε ένα είδος μόλυνσης, μετατρέποντας τους κατοίκους σε αιμοδιψή δαίμονες. Ένα τρομερό, φοβιστικό, αηδιαστικό μίασμα, που δεν δείχνει να ενδιαφέρει τις τοπικές αρχές και που αναγκάζει τα δυο αδέρφια, τον Πέδρο και τον Τζίμι, και τις οικογένειές τους, να τραπούν σε φυγή. Μέχρι την εμφάνιση μιας ηλικιωμένης γυναίκας, που τους αποκαλύπτει πως έχει ένα δικό της τρόπο για να εξοντώσει τα τέρατα…

Εκείνο που κάνει την ταινία να ξεχωρίζει από τις συνηθισμένες ταινίες του είδους, είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Ντεμιάν Ρούγκνα αντιμετωπίζει την ιστορία του. Με σκηνές φαινομενικής ηρεμίας, που του δίνει την ευκαιρία να αναπτύξει το θέμα αλλά και να δημιουργήσει το σασπένς, που τις ακολουθεί με ενδιάμεσα πολύ βίαια, φρικτά και απρόσμενα, βασανιστικά, δοσμένα τρόπο ψυχρό (εντείνοντας το σασπένς), ξεσπάσματα, που κυριολεκτικά σου κόβουν την ανάσα. Φτάνει να θυμίσω τη φρικιαστική σκηνή στο τραπέζι στη διάρκεια του δείπνου, ή εκείνη με τον σκύλο, η ακόμη τη σκηνή με τη γυναίκα που μεταφέρει ένα περίεργο, τρομερό όπως αποκαλύπτεται στη συνέχεια, φορτίο, σκηνές που δείχνουν την έμπνευση, την εκπληκτική δεξιοτεχνία αλλά και τον έλεγχο που έχει στο υλικό του, ο σκηνοθέτης.