Του Βασίλη Κ. Καλαμαρά [vasillis.kalamaras@gmail.com]

Τώρα που ο Τάκης Β. Λαμπρόπουλος, αυτός ο λαμπρός ιδιοκτήτης και παραγωγός έχει περάσει στην Ιστορία, αφού απεδήμησε πλήρης ημερών στα 91 του, θα ανατρέξουμε στο παρελθόν όχι για να βάλουμε στο κάδρο άλλο ένα μουσείο. Γιατί, πρωτίστως η φωνογραφική εταιρεία «Κολούμπια» ήταν ένα ζωντανό εργαλείο των καιρών του.

Δεν είχε πνεύμα και ψυχή. ‘Ομως, διέθετε κτίρια, μηχανήματα, χρήματα. ‘Ηταν ένα εργαλείο, το οποίο χρησιμοποιήθηκε για να αποτυπωθεί και να γραφεί η ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Στην καλύτερη του ώρα. Το πνεύμα και η ψυχή αυτού του επιτεύγματος, βάζοντας γερά το χέρι στην τσέπη, ήταν ο Τάκης Β. Λαμπρόπουλος. Είχε αναλάβει τη δισκογραφική εταιρεία από τον θείο του Θεμιστοκλή, σε ηλικία μόλις 28 ετών, το 1958.

Πώς όμως άρχισαν όλα; Ο υπουργός Οικονομικών Π. Βουλούρμης, επί πρωθυπουργίας Ελευθερίου Βενιζέλου, έδωσε την άδεια σύστασης εταιρικού καταστατικού.’ Ηταν Παρασκευή της 19ης Φεβρουαρίου του 1930, όταν η επωνυμία της εταιρείας ορίζεται ως Ανώνυμος Ελληνική Φωνογραφική Εταιρεία Κολούμπια.

‘Ηταν μία επιχειρηματική πρωτοβουλία της μητέρας εν Μ. Βρετανία, η οποία διαβλέποντας την αναπτυσσόμενη αγορά των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής, αποφασίζει να ιδρύσει και να οργανώσει ένα καθετοποιημένο εργοστάσιο παραγωγής και εμπορίας γραμμοφώνων, ραδιοφώνων, φωνογραφικών δίσκων, διαφραγμάτων, μεγαφώνων και παντός είδους φωνοληπτικών και ηχητικών οργάνων. Το μετοχικό κεφάλαιο ανέρχεται σε 1.875.000 δρχ., διαιρούμενο σε 18.750 μετοχές. Τις χίλιες απ’  αυτές κατέχει ο Θεμιστολής Παναγιώτου Λαμπρόπουλος, έμπορος.

Είκοσι οκτώ χρόνια αργότερα, ο Τάκης θα αναλάβει τα ηνία της «Κολούμπια» και θα δείξει ότι διαθέτει προσωπικότητα στις επιλογές και στις αποφάσεις του. Μέσα στο κεφάλι είχε μία πυρηνική βόμβα και άξιους βοηθούς του, τους παραγωγούς Νίκανδρο και Διονύση Μηλιόπουλο, πατέρα και γιό. Σκέφτηκε, λοιπόν, ότι η ποίηση μπορούσε να μελοποιηθεί και να περάσει στο ευρύ κοινό. Έτσι ο Ελύτης, ο Σεφέρης, ο Ρίτσος, ο Γκάτσιο, ο Αναγνωστάκης συνάντησαν τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Σταύρο Ξαρχάκο.  Όλοι τους νέοι, γεμάτοι ιδέες, βρήκαν στέγη κατά τη δεκαετία του ’60, όταν η δημιουργία  από το επίσημο ελληνικό κράτος ήταν εξορισμένη και κυνηγημένη.

Κυνηγός ταλέντων, με ισχυρή μύτη να οσφρίζεται προσέλαβε τον Μανώλη Χιώτη, συντονιστή και διευθυντή των ηχογραφήσεων και ανακάλυψε νέες φωνές όπως των Μοσχολιού, Αγγελόπουλου, Διονυσίου, Λύδια, Φαραντούρη, Γαλάνη, Ξυλούρη. Οι ηθοποιοί δεν έλειψαν από τις επιλογές του, αφού ο κινηματογράφος λειτουργούσε ως πεδίο καθιέρωσης τραγουδιών, με τις φωνές των Αλίκης Βουγιουκλάκη, Έλλης Λαμπέτη, Δημήτρη Χορν, Μελίνας Μερκούρη. Κατάλαβε ότι το εξώφυλλο του δίσκου δεν είναι μία άψυχη εμπορική συσκευασία, γιαυτό κάλεσε ζωγράφους να το υποστηρίζουν με έργα τους  οι Τσαρούχης, Μόραλης, Εγγονόπουλος, Μποστ, Αργυράκης.

Καθιέρωσε τα ημίωρα των δισκογραφικών εταιρειών στο ραδιόφωνο και επέβαλε ως σήμα της «Κολούμπια» την εισαγωγή της «Συννεφιασμένης Κυριακής» του Βασίλη Τσιτσάνη. Τίμησε τις πρώτες εκτελέσεις των συνθετών, διαφυλάσσοντας το κύρος τους, ενώ επανέφερε στο προσκήνιο το μεταρεμπέτικο τραγούδι, με τους Μπιθικώτση, Πόλυ Πάνου, Γαβαλά, Γιώτα Λύδια.

Ως πολιτικό πρόσωπο, στήριξε τους δημιουργούς έναντι του αισθητικού συντηρητισμού της τότε Ραδιοφωνίας και της λογοκρισίας των συνταγματαρχών. Αναμφισβήτητα, ο ρόλος ήταν επιδραστικός στην ανανέωση του λαϊκού τραγουδιού και στην άνθιση του λεγόμενου έντεχνου. Ο Τάκης άφησε πίσω του έργο που θα μελετάται ως ζωντανή μνήμη του ελληνικού τραγουδιού, ως ένα κομμάτι της μεσογειακής μουσικής διαδραστικότητας.