Η δίκη του Ζακ αρχίζει αλλά δεν θα τελειώσει ποτέ με δίκαιη ή άδικη απόφαση. Μόνιμη εκκρεμότητα-πρόκληση να στραφούμε εις τα έσω και να σκεφτούμε πως όλοι μας συνήθως με βεβαιότητες και δογματισμούς δικάζουμε, αποδικάζουμε και καταδικάζουμε.

Πρέπει να απαντήσουμε στα ερωτήματα: Πώς θα αντιδρούσαμε, αν ήμασταν αυτόπτες μάρτυρες της δολοφονίας; Θα αναγνωρίζαμε τον Ζακ στην προσπάθεια του να απεγκλωβιστεί από το κοσμηματοπωλείο; Κι, αν ναι, πώς θα αντιμετωπίζαμε τους μαινόμενους δολοφόνους; Θα ερχόμασταν σε συμπλοκή μαζί τους, θα διακινδυνεύαμε την σωματική μας ακεραιότητα;

Η βιαιοπραγία στον δημόσιο χώρο, πώς αντιμετωπίζεται; ‘Οταν ο πορνοβοσκός χτυπάει την εξαθλιωμένη πόρνη της πλατείας Ομονοίας και βλέπετε η πράξη να γίνεται μπροστά στα μάτια σας, τι θα επιλέγατε για να την αντιμετωπίσετε; Θα σηκώνατε το κινητό σας και θα ανεβάζατε την σκηνή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης; Θα καλούσατε την αστυνομία; Θα δημιουργούσατε ανθρώπινο τείχος μεταξύ των συμπλεκομένων;

Η Ομόνοια-Πέρασμα έχει τους δικούς της συμβολισμούς και τους δικούς της κώδικες, είναι μία κλειστή κοινότητα που αυτορρυθμίζεται, γι’ αυτό, όσο κι αν άλλαξε ή μεταμορφώθηκε από τα χρόνια του συγγραφέα Γιώργου Ιωάννου και του φωτογράφου Ανδρέα Μπέλια που συνεπέγραψαν το λεύκωμα «Ομόνοια 1980» (εκδόσεις Οδυσσέας), παραμένει λοξή, παραβατική, αιχμηρή, μοχθηρή, τετελεσμένη, φιλοχρήματη-πάντα για τους φτωχούς και τους εξαθλιωμένους.

Δείτε εδώ το δημοσίευμα για το λεύκωμα «Ομόνοια»

Οι περισσότεροι επιχειρηματίες και υπάλληλοι ανήκουν στην κατηγορία εκείνη της επιχειρηματικότητας και της υπαλληλικής σχέσης, που έλκουν την καταγωγή τους από τα σκοτεινά χρόνια του μεταπολεμικού κράτους: διακίνηση παράνομου χρήματος, πορνών, αρσενικών και θηλυκών, φτηνού εργατικού δυναμικού.

Για να ξαναγυρίσουμε στον Ζακ, η σεξουαλική επιλογή, όταν υπερβαίνει την κανονιστική ηθική, με την οποία είναι συνήθως εκπαιδευμένοι πολίτες και αστυνομικοί, αποτελεί ένα φάντασμα, στο οποίο καθένας δίνει το δικό του νόημα και την δική σου σημασία ή ερμηνεία αν προτιμάτε.

Η περίπτωση του από άλλη διαδρομή κι απ’ άλλα συμφραζόμενα συναντά την δολοφονία του Παύλου Φύσσα στο σημείο του κοινού τους αντιφασιστικού τους μηνύματος. Ήταν και οι δύο νέοι κι αν δεν αυθαιρετώ, γνώριζαν από καιρό ότι θα πεθάνουν νέοι. Η κάθε γενιά έχει ανθρώπους που την κακιά ώρα την έχουν μέσα τους, για να παραπέμψουμε στον Κώστα Καρυωτάκη, κάπως παραλλάσσοντας το μότο του ποιήματος του «Θάνατοι».

Και οι δυο τους ηθελημένα ή αθέλητα, έστω και με το κομμάτι του εαυτού που βλέπει τα επιγενόμενα ως τετελεσμένη πράξη, είχαν προείδει ότι αυτή η ζωή που τους δόθηκε, έτσι όπως τους δόθηκε, μέσα στον κόσμο που κλήθηκαν για να ζήσουν, η δικαίωση του προσωπικού μέσα στο συλλογικό ως καθαρτήρια και λυτρωτική κίνηση, ίσως δεν θα επερχόταν ποτέ. Έφυγαν στην καλύτερη τους ώρα, προτού ασπρίσουν, προτού γεράσουν, μέσα τους και έξω τους.

Δεν θα κρίνω, αν έπεσαν σαν ήρωες, πάντως η κοινωνία του θεάματος πάντα περίμενε έξω από τις δικαστικές αίθουσες για να τους θανατώσει ξανά. Ανάμεσα στο πλήθος και πολίτες με τις καλύτερες προθέσεις. «Καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δεν θ’ αλλάξει ποτέ». Δικό σας είναι το τραγούδι του Μάνου και του Νίκου, για σας γράφτηκε.