ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Ιαπωνική πρωτοπορία και λατινοαμερικανικό κοινωνικό δράμα

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

**** Η πένθιμη παρέλαση των ρόδων

The Funeral Parade of Roses/Bara no soretsu. Ιαπωνία, 1969. Σκηνοθεσία-σενάριο: Τοσίο Ματσουμότο. Ηθοποιοί: Πιτά, Οσάμου Ογκασαβάρα, Γιοσίμι Τζο.

Επιτέλους προβάλλεται για πρώτη φορά, μετά από 50 χρόνια, μια από τις σημαντικές ταινίες του ιαπωνικού νέου κύματος, αυτού που αναπτύχθηκε στη δεκαετία του ’60, επηρεασμένου από τη γαλλική νουβέλ βαγκ και με σκηνοθέτες όπως οι Ναγκίσα Οσίμα, Μασαχίρο Σινόντα, Χιρόσι Τεσιγκαχάρα, Τερεγιάμα Σούτζι, Γιοσισίγκε Γιοσίντα, και μερικοί άλλοι.

Στη δική του ταινία, ο Ματσουμότο κάνει μια ελεύθερη διασκευή του Οιδίποδα για να μας αφηγηθεί το δράμα (ή την τραγωδία, αν θέλετε) ενός τραβεστί, του Έντι, ερωτευμένου με το αφεντικό ενός μπαρ που ονομάζεται Ζενέ (αναφορά στον Ζαν Ζενέ), με τον οποίο είναι ερωτευμένη και μια γυναίκα, η Λήδα, με παρούσα πάντα τη μητέρα του Έντι να κινείται σ’ ένα φανταστικό φόντο. Κάποτε το παράξενο αυτό τρίγωνο θα οδηγηθεί στη σύγκρουση με μια βίαιη, βουτηγμένη στο αίμα, λύση.

Ο Ματσουμότο χρησιμοποιεί αβάν-γκαρντ στοιχεία (τόσο στα φλας-μπακ κα στο μοντάζ όσο και στη χρήση συνεντεύξεων αλλά και αναφορές στο γύρισμα της ίδιας της ταινίας), που θυμίζουν όχι μόνο τον Γκοντάρ και τον Αλέν Ρενέ αλλά και Γουόρχολ και τον Κιούμπρικ (εκείνο του «Κουρδιστού πορτοκαλιού»), συνδυάζοντας το χιούμορ με την ειρωνεία και το σουρεαλισμό, για να καταγράψει την υποκουλτούρα στην Ιαπωνία της δεκαετίας του ’60 αλλά και να μας δώσει μια γεύση των θεμάτων και της στιλιστικής γραφής ενός παραγνωρισμένου στις πιο πολλές χώρες της Δύσης κινηματογράφου. Αν σας αρέσει ο πρωτοποριακός κινηματογράφος, αυτή η ταινία θα σας ενθουσιάσει.

*** Το ένστικτο της ζωής

Animal. Αργεντινή/Ισπανία, 2018. Σκηνοθεσία-σενάριο: Αρμάντο Μπο. Ηθοποιοί: Γκιγιέρμο Φρανσέλα, Κάρλα Πέτερσον, Γκλόρια Καρά, Μαρσέλο Σουμπιότο. 112´

Η ανάγκη επιβίωσης σε μια αστική, ελεγχόμενη από το κεφάλαιο, κοινωνία, δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στην καταστροφή κάθε έννοιας πολιτισμού και στην επικράτηση των πιο ζωώδικων ενστίκτων, μας λέει πολύ σωστά στη δεύτερη αυτή σκηνοθεσία του ο Αρμάντο Μπο, γνωστός σεναριογράφος από τις σκηνοθετημένες από τον Ιναρίτο ταινίες «Biutiful» και «Birdman».

Ο πρωταγωνιστής του, Αντόνιο, στέλεχος σε εταιρία κρεάτων, ένας φιλήσυχος, τακτοποιημένος οικογενειάρχης, που έχει διαγνωστεί με νεφρική ανεπάρκεια, κι αφού περίμενε δυο χρόνια για μεταμόσχευση νεφρού, χωρίς κανένα αποτέλεσμα, στρέφεται στη μαύρη αγορά για να το εξασφαλίσει. Ακόμη όμως εκεί τα πράγματα δεν είναι τόσο εύκολα όπως θα ανακαλύψει με την επαφή του με ένα νεαρό ζευγάρι περιθωριακών που μοναδικός τους στόχος είναι να τον ξεζουμίσουν. Με το φόβο ενός επικείμενου θανάτου, σε μια κοινωνία αποξένωσης και εκμετάλλευσης, ένας έντρομος Αντόνιο θα αποβάλει κάθε μορφή ευγένειας και πολιτισμού και θα καταφύγει στις πιο ακραίες και βάρβαρες λύσεις, αποκαλύπτοντας μας τα πιο ζωώδικά του ένστικτα.

Με όπλα την ειρωνεία και το μαύρο χιούμορ, και χρησιμοποιώντας μια νευρώδη (ίσως περισσότερο από όσο χρειαζόταν) σκηνοθεσία, ο Αρμάντο Μπο έφτιαξε μια ταινία καταπέλτη ενάντια σε μια αδηφάγο, υποκριτική, καπιταλιστική, αρρωστημένη τελικά κοινωνία, που οδηγείται αργά αλλά σίγουρα προς την καταστροφή της.

** ½ – Οι αόρατες

Les invisibles. Γαλλία, 2018. Σκηνοθεσία: Λουί-Ζιλιέν Πετί. Σενάριο: Μαριόν Ντουσό, Κλερ Λαζενί, Λουί-Ζιλιέν Πετι. Ηθοποιοί: Πατρίτσια Μουσόν, Κούκα Μπούκερμπάκε, Μπερενζέ Ντουράλ, Ναομί Λβόβσκι. 102´

Οι άστεγες, χωρίς δουλειά, γυναίκες που αγωνίζονται να ενταχθούν στην κοινωνία είαι ένα θέμα της ταινίας του Γάλλου Λουί-Ζιλιέν Πετί, που, αναπόφευκτα, φέρνει στο νου τον κινηματογράφο του Κεν Λόουτς. Ο Λουί-Ζιλιέν Πετί στήριξε την ταινία του, εμπνευσμένη από ένα ντοκιμαντέρ/βιβλίο της Κλερ Λαζενί από ένα κέντρο υποδοχής άστεγων γυναικών. Κέντρο που κάποια στιγμή αποφασίζεται η κατάργησή του και που δίνει την ευκαιρία στον σκηνοθέτη να καταγράψει τόσο τη δουλειά των γυναικών κοινωνικών λειτουργών όσο και των ίδιων των γυναικών που προσπαθούν με διάφορους τρόπους να επανενταχθούν στην κοινωνία.

Επιλέγοντας το στιλ της κωμωδίας, και με ηθοποιούς τόσο επαγγελματίες (στους ρόλους των κοινωνικών λειτουργών) όσο και ερασιτέχνες (πραγματικές άστεγες γυναίκες που ερμηνεύουν τους ρόλους τους – όλες πρέπει να πω εξαίρετες), ο Πετί έφτιαξε μια ταινία που συγκινεί τόσο με την αυθεντικότητά της (στην ανάπτυξη των καταστάσεων και στους διαλόγους) όσο και με την επιμονή στη διείσδυση στους χαρακτήρες των κάθε άλλο παρά «αόρατων» πια γυναικών καθώς και στα καθημερινά τους προβλήματα.

ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΕΙΣ

**** Η πισίνα

La piscine. Γαλλία, 1969. Σκηνοθεσία: Ζακ Ντερέ. Ζαν-Κλοντ Καριέρ, Ζακ Ντερέ. Ηθοποιοί: Αλέν Ντελόν, Ρόμι Σνάιντερ, Μορίς Ρονέ, Τζέιν Μπέρκιν. 122΄

Το ερωτικό δράμα με το ψυχολογικό θρίλερ συνδυάζει με δεξιοτεχνία ο Ζακ Ντερέ στην αποκαταστημένη ταινία του «Η πισίνα» για να μας μιλήσει για το πάθος και τη ζήλεια, με την πισίνα να μετατρέπεται σε ένα είδος μεταφοράς αυτών που βλέπουμε στην επιφάνεια και όσων (σκοτεινών και επικίνδυνων) κρύβονται κάτω από αυτήν.

Η ιστορία αρχίζει ήρεμα, με την κάμερα να καταγράφει το ειδύλλιο των δυο εραστών, σε μια βίλα κοντά στο Σεν-Τροπέζ, του Ζαν-Πολ και της Μαριάν (Ντελόν και Σνάιντερ, παλιών εραστών και στη ζωή), ώσπου η παραδεισένια, όλο πάθος και σεξ ευτυχία τους, ανατρέπεται με την εμφάνιση του πρώην εραστή της Μαριάν, Χάρι (Μορίς Ρονέ) και της νεαρής, αλά-Λολίτας κόρης του (Τζέιν Μπέρκιν), που η παρουσία της αρχίζει να προσελκύει επικίνδυνα τον Ζαν-Πολ. Ο Ντερέ εκμεταλλεύεται το μεσογειακό φως και τον ήλιο για να τονίσει τον πόθο και την έξαψη που αναπτύσσονται σταδιακά με το σωστό ρυθμό και το σασπένς, μαζί και την ωραία μουσική του Μισέλ Λεγκράν, δημιουργώντας την αναμενόμενη μαύρη ατμόσφαιρα.