ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Ελεγειακή ταινία για τον Πιραντέλλο και τον κινηματογράφο από τον Πάολο Ταβιάνι και προβλήματα ιδιαιτερότητας από μια απεγνωσμένη νεολαία στην ταινία του Κριαλέζε

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

*** ½ – Λεονόρα αντίο

Leonora addio. Ιταλία, 2022. Σκηνοθεσία-σενάριο: Πάολο Ταβιάνι. Ηθοποιοί: Φαμπρίτζιο Φερακάνε, Ματέο Πιτιρούτι, Ντάνια Μαρίνο, Ντόρα Μπέκερ. 90´

Ο θάνατος του διάσημου δραματουργού και μυθιστοριογράφου Λουίτζι Πιραντέλλο και η Ιταλία στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια είναι στο επίκεντρο της ελεγειακής αυτής ταινίας που ο 91χρονος Ιταλός σκηνοθέτης αφιέρωσε στον αδελφό του Βιτόριο, συν-σκηνοθέτη μιας σειράς εξαιρετικών ταινιών τους («Αλοζανφάν», «Πατέρας αφέντης», «Η νύχτα του Σαν Λορέντζος», «Χάος»), που πέθανε το 2018 σε ηλικία 88 χρονών, ένα εξαιρετικό και φίλο σκηνοθέτη, αξίζει να αναφέρω, που είχαμε την ευκαιρία να τιμήσουμε και εδώ στην Αθήνα, με το Ειδικό Βραβείο του Πανοράματος Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου.

Άλλοτε με ένα νεορεαλιστικό στιλ (με τα δυο τρίτα της ταινίας που αναφέρονται στην περίοδο των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων να είναι γυρισμένα σε μαυρόασπρο φιλμ) κι άλλοτε με το στιλιζάρισμα αλλά και το χιούμορ που γνωρίσαμε στις καλύτερες ταινίες του σκηνοθετικού αυτού δίδυμου, ο Πάολο Ταβιάνι ξεκινάει από το θάνατο του Πιραντέλλο το 1936, όταν το φασιστικό καθεστώς, αντίθετα με την απόφαση του ίδιου του Πιραντέλλο να τοποθετεί η τέφρα του σε ένα βράχο στη γενέτειρά του στη Σικελία, το εκμεταλλεύεται για να τον κηδέψει και να τοποθετήσει την τέφρα του στη Ρώμη (σε σκηνες δοσμένες με το ιδιόμορφο χιούμορ των Ταβιάνι, ιδιαίτερα με τον κληρικό που προσπαθεί να βρει τρόπο να προχωρήσει με την κηδεία χωρίς να προδώσει τους θρησκευτικούς κανόνες). Για να συνεχίσει με το ταξίδι που αναλαμβάνει μεταπολεμικά ο γιος του Πιραντέλλο για να μεταφέρει την τέφρα του πατέρα του στη γενέτειρά του στη Σικελία. Ταξίδι που δίνει την ευκαιρία για ένα ταξίδι στον ίδιο τον ιταλικό κινηματογράφο της τότε εποχής, με αναφορές σε νεορεαλιστικά αριστουργήματα όπως το «Παϊζά» του Ροσελίνι.

Με εξοχές, συχνά δοσμένες με ποιητική διάθεση, εικόνες (όπως στις σκηνές ανάμεσα σε ένα Ιταλό, πρώην αιχμάλωτο πολέμου των Γερμανών με τη νεαρή Γερμανίδα γυναίκα του), που τονίζει η μαυρόασπρη φωτογραφία των Πάολο Καρνέρα και Σιμόνε Ζαμπάνι. Εικόνες που στη συνέχεια γίνονται για να μας αφηγηθούν, στο τρίτο και τελευταίο μέρος της ταινίας, «Το καρφί», ένα διήγημα του Πιραντέλλο που εκτυλίσσεται στην Αμερική του 20ου αιώνα, εκείνη των φτωχών Ιταλών μεταναστών.

Μια Αμερική που μου θύμισε εκείνη του «Αμέρικα, Αμέρικα» του Καζάν, αν και εδώ έχουμε μια επαρχιακή Αμερική, που ο Ταβιάνι χρησιμοποιεί για να θέσει και το θέμα του πεπρωμένου, με τον δωδεκάχρονο Ιταλό να μετατρέπεται σε δολοφόνο, πιστεύοντας πως το μαχαίρι που έπεσε από ένα περαστικό καρότσι και ό,τι ακολούθησε, με τα δυο κοριτσάκια να μαλώνουν, όλα έγιναν «επίτηδες» για να τον οδηγήσουν αναπόφευκτα στο έγκλημα, στην εικαστικά εντυπωσιακή σκηνή και ένα χώρο, αναφορά στο «Χάος» που γύρισαν παλιότερα οι δυο αγαπημένοι αδελφοί, με την οποία κλείνει η αφήγηση.

 

*** Απέραντη αγάπη

L’ immensita. Ιταλία/Γαλλία, 2022. Σκηνοθεσία: Εμανουέλε Κριαλέζε. Σενάριο: Εμανουέλε Κριαλέζε, Φραντζέσκα Μανιέρι, Βιτόριο Μορόνι. Ηθοποιοί: Πενέλοπε Κρουζ, Βιντσέντζο Άματο, Λουάνα Τζιουλιάνι. 97´

Η ιδιαιτερότητα μαζί με τα προβλήματα μιας δυσλειτουργικής οικογένειας είναι στο επίκεντρο της ιταλικής ταινίας του Εμανουέλε Κριαλέζε («Ανασαίνω», «Χαμένα όνειρα»), που πρωτοείδαμε στο φεστιβάλ της Βενετίας. Τη φορά αυτή ο φακός του Κριαλέζε στρέφεται στη Ρώμη της δεκαετίας του ’70, για να παρακολουθήσει τη ζωή της οικογένειας της Κλάρα (και αρκετά πειστική Πενέλοπε Κρουζ) και του Φελίτσε (Βιντσέντζο Άματο) και των τριών παιδιών τους.

Ο έρωτας ανάμεσα στο ζευγάρι έχει εξαφανιστεί, με τον σύζυγο να αναζητά αλλού τη σεξουαλική ικανοποίηση και την Κλάρα να έχει αφιερώσει τη ζωή της στα τρία παιδιά της, ιδιαίτερα όμως στη 12χρονη Αντριάνα, που αρνείται την ταυτότητά της και το όνομά της, πιστεύοντας πως είναι περισσότερο αγόρι παρά κορίτσι και θέλει να την ονομάζουν Άντρεα – μ’ αυτή τη φανταστική (;) ιδιότητα είναι που θα γνωρίσει και ένα κορίτσι που ζει στην «απαγορευμένη» περιοχή κοντά στο σπίτι τους, όπου ζουν λαϊκές εργατικές οικογένειες.

Την άποψη της Αντριάνα δείχνει να τη δέχονται τα αδέρφια της αλλά και η μητέρα της, προκαλώντας συγκρούσεις ανάμεσα σ’ αυτήν και τον σύζυγο. Τα διάφορα πρόσωπα κινούνται μέσα σε μια ατμόσφαιρα που συχνά αγγίζει το φανταστικό, με την Αντριάνα να περιμένει κάποια σωτηρία από τον ουρανό (κάποια στιγμή θα κλέψει κομμάτια άρτου – το σώμα του Χριστού – από την εκκλησία και θα τα καταβροχθίσει), με τα παιδιά αλλά και τη μητέρα να φαντάζονται πως παίρνουν μέρος σε τηλεοπτικά χορευτικά σόου ενώ παρακολουθούν μαυρόασπρη τηλεόραση.

 

*** Dodo

Ελλάδα/Γαλλία/Βέλγιο/Ιταλία, 2022. Σκηνοθεσία-σενάριο: Πάνος Χ. Κούτρας. Ηθοποιοί: Σμαράγδα Καρύδη, Άκης Σακελλαρίου, Νατάσα Εξηνταβελόνη, Μαρίσα Τριανταφυλλίδου. 132´

Από το πρόσφατο φεστιβάλ των Καννών μας έρχεται η νέα ταινία του Πάνου Κούτρα. Πρόκειται για μια κωμωδία που συνδυάζει την ποίηση με το παράλογο, στοιχεία που ήδη συναντούσαμε και στις προηγούμενες ταινίες του σκηνοθέτη, από την πρώτη του, «Επίθεση του γιγαντιαίου μουσακά» μέχρι και τη «Ξένια». Εδώ η κωμωδία εκμεταλλεύεται την πρόσφατη οικονομική κρίση για να μας αφηγηθεί την ιστορία μιας πρώην πλούσιας οικογένειας που η κρίση την οδηγεί στην προετοιμασία ενός πλούσιου γάμου για την κόρη τους.

Με την ταινία να εστιάζει στο μεγάλο φαγοπότι, στην απομονωμένη, με πισίνα, πολυτελή έπαυλη της οικογένειας, και που ο Κούτρας χρησιμοποιεί για να μας περάσει, παρέα με τον «Ντόντο», ένα θρυλικό, πολύχρωμο πουλί, εξαφανισμένο εδώ και 300 περίπου χρόνια, από την πραγματικότητα στη φαντασία, όπως και η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων του Λούις Κάρολ. Ένα «ταξίδι» που θα οδηγήσει, καλεσμένους και υπηρετικό προσωπικό, μέσα από διάφορα «μέτωπα» και δοκιμασίες για να καταλήξει, με χιούμορ και σουρεαλιστικές, απολαυστικές ανατροπές, στην αυτογνωσία και την αντιμετώπιση των ευθυνών τους.

*** Τα ίχνη της βίας

Leave No Traces/Zeby nie bylo sladow. Πολωνία/Τσεχία/Γαλλία, 2021. Σκηνοθεσία: Γιάν Ματουσίνσκι. Σενάριο: Κάγια Κράσικ-Βνουκ, Σέζαρι Λαζάρεβιτς. Ηθοποιοί: Τομάς Ζίτεκ, Σάντρα Κορζένιακ, Γιάσεκ Μπράτσιακ. 160´

Την ιστορία του μοναδικού μάρτυρα που παρακολούθησε το ξυλοδαρμό από την πολιτοφυλακή, μέχρι θανάτου, του φοιτητή Γκρζέγκορ Πρζέμικ, επειδή αρνήθηκε να δείξει την ταυτότητα του, στην κομμουνιστική Πολωνία του 1983, και ο οποίος μετατράπηκε σε υπ’ αριθμό ένα εχθρό του κράτους, συγκλονίζοντας την κοινή γνώμη τόσο στην ίδια την Πολωνία (ήταν η εποχή του κινήματος της «Αλληλεγγύης») όσο και στο εξωτερικό, καταγράφει στη συγκλονιστική ταινία του «Τα ίχνη της βίας» ο Γιάν Π. Ματουσίνσκι, γνωστού μας από την εξαιρετική, βιογραφική ταινία «Η τελευταία οικογένεια» (1916).

Τη συγκάλυψη με οποιονδήποτε τρόπο και την απεριόριστη, ανεξέλεγκτη βία ενός καταπιεστικού, με αρχηγό τότε τον Γιαρουζέλσκι καθεστώτος, αναπαριστά με κάθε λεπτομέρεια ο Ματουσίνσκι: την κρατική συγκάλυψη, τον ασυνείδητο ρόλο των απαράτσικ, την εξαφάνιση κάθε ίχνους που θα μπορούσε να αποδείξει τα βασανιστήρια και τον τρόπο με τον οποίο δολοφονήθηκε ο φοιτητής, τη δημιουργία fake news (που θυμίζουν αυτά του Αμερικάνου Τραμπ), τους εκβιασμούς και την καταδίκη αθώων πολιτών, με τις σκηνές που αφορούν τον μοναδικό μάρτυρα να είναι δοσμένες με έντονο σασπένς (θυμίζοντας τόσο τον Χίτσκοκ όσο και τις ταινίες του Σίντνεϊ Λουμέτ), με τον σκηνοθέτη να καταφέρνει, μέσα από τα διάφορα επεισόδια και την ανάμιξη των επιμέρους τμημάτων του καθεστώτος (από υπουργούς και αστυνομία μέχρι δικαστές), να καταγράψει με μελανά χρώματα το ρόλο του κράτους και γενικά της εξουσίας (ένα ρόλο εμπνευσμένο, όπως ο ίδιος ο σκηνοθέτης δήλωσε, από την ταινία «The Outsider» του Μάικλ Μαν).