ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Από το πορτρέτο μιας ελεύθερης γυναίκας στο νουάρ ενός ερωτικού τριγώνου

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

*** Οι έρωτες της Αναϊς

Les amours d’ Anais. Γαλλία, 2022. Σκηνοθεσία: Σαρλίν Μπουρζουά-Τακέ. Ηθοποιοί: Αναϊς Σαρλίν Μπουρζουά. Ηθοποιοί: Αναϊς Ντεμουστιέ, Βαλέρια Μπρούνι-Τεντέσκι, Ντενίς Πονταλιντές, Κριστόφ Μοντενεζ. 98´

Η Αναϊς της δοσμένης με φρεσκάδα, μαζί και χιούμορ, της νέο-νουβέλ βαγκ αυτής κωμωδίας της πρωτοεμφανιζόμενης σκηνοθέτριας Σαρλίν Μπουρζουά-Τακέ είναι μια 30χρονη, άνεργη, απένταρη Παριζιάνα που προσπαθεί να βρει κάποιο σκοπό στη ζωή της: με διάφορες δουλειές του ποδαριού, με μια πανεπιστημιακή διατριβή που ποτέ δεν φαίνεται να τελειώνει και τους διάφορους έρωτες που ανατρέπουν την καθημερινότητα της γεμάτης ανεμελιά και απερισκεψία ζωής της, δίνοντάς της το σπρώξιμο εκείνο που θα την οδηγήσει στην αναμενόμενη αυτογνωσία.

Με μια ανεξέλεγκτη κινητικότητα, ακαταμάχητη χάρη και αυθορμητισμό, μαζί και εγωκεντρισμό και μια αδιαφορία που σχεδόν αγγίζει την αναισθησία, τρέχοντας μέσα σε δρόμους και χωράφια, ανεβαίνοντας άλλοτε με ασανσέρ και άλλοτε με τα πόδια τους διάφορους ορόφους, πάντοτε καθυστερημένη και παραμερίζοντας τις όποιες υποχρεώσεις, η Αναϊς (ρόλο που τονίζει με ζωντάνια και εκπληκτική φυσικότητα η Αναϊς Ντεμουστιέ) καταφέρνει να παρασύρει τους πάντες στο πέρασμα της, μέχρι που να καταφέρει, με χαριτωμένα κόλπα και μια απερίγραπτη γοητεία να φτιάξει στην ωριμότητα. Σε μια μεγαλούπολη, όπως το Παρίσι, όπου η προσωπικότητα του ατόμου καταπιέζεται καθημερινά, η 30χρονη, αν και ανώριμη (που μοιάζει με 18χρονη) Αναϊς προσπαθεί να βρει διέξοδο μέσα από τους διάφορους (αποτυχημένους;) έρωτες της σε μια κοινωνία όπου η σεξουαλικότητα έχει αποκτήσει πλήρη ελευθερία: αρχικά με τον νεαρό Ραούλ (Κριστόφ Μοντενεζ), που κάποια στιγμή, χωρίς ιδιαίτερο λόγο, εγκαταλείπει, στη συνέχεια με τον μεσήλικα και παντρεμένο εκδότη Ντανιέλ (Ντενίς Πονταλιντές) για να καταλήξει σε ένα πιο σοβαρό και παθιασμένο έρωτα με τη γυναίκα του, πετυχημένη συγγραφέα Εμιλί (Βαλέρια Μπρούνι-Τεντέσκι).

Η Μπουρζουά-Τακέ σκηνοθετεί με μια φρεσκάδα κι ένα χιούμορ (όπως στις σκηνές με το ζευγάρι των Γιαπωνέζων), μαζί κι έναν αμοραλισμό από την οποία δεν λείπει όμως και μια δόση δράματος (με την αρρώστια της μητέρας της Αναϊς), καταφέρνοντας να ανανεώσει τη ζωντάνια και τη φρεσκάδα των ταινιών της πρώτης γαλλικής νουβέλ βαγκ (από τον Φιλίπ Ντε Μπροκά και τον Τριφό μέχδρι τον Ερίκ Ρομέρ) και να εκμεταλλεύεται μια σκηνή της Τζίνα Ρόουλαντς στη «Νύχτα πρεμιέρας» του Κασσαβέτη για να σχολιάσει τα μπερδεμένα συναισθήματα της ηρωίδας της. Με σκηνές στημένες με πρωτοτυπία και έλεγχο, που συλλαμβάνουν τόσο την αποπνικτική καθημερινότητα του σύγχρονου Παρισιού όσο κι εκείνη της πιο ήρεμης επαρχίας (όπως στις σκηνές του συνεδρίου, από τις οποίες όμως δεν λείπουν το χιούμορ και η ειρωνεία), χωρίς να παραμερίζει τη δύναμη και την ομορφιά της φύσης, όπως στις σκηνές με τις δυο γυναίκες, τόσο εκείνες που δίνουν με ξεχωριστή λεπτότητα την αναπτυσσόμενη σχέση τους (όπως στη σκηνή όπου η Αναϊς προσφέρει το μήλο στην Εμιλί) όσο και τις καθαρά ερωτικές (και πιο αληθινές για την ηρωίδα) σκηνές των δυο τους στην παραλία (με τους ήχους των κυμάτων να καλύπτουν τις σεξουαλικές κραυγές των δυο γυναικών). Με την Αναϊς (όπως και η ηρωίδα της) Ντεμουστιέ και την Βαλέρια Μπρούνι-Τεντέσκι να κερδίζουν από την πρώτη στιγμή τη συμπάθειά μας και να συναρπάζουν με τις τέλειες ερμηνείες τους.

** ½ – Εραστές

Amants. Γαλλία, 2020. Σκηνοθεσία: Νικόλ Γκαρσία. Σενάριο: Ζακ Φιεσί, Νικόλ Γκαρσία. Ηθοποιοί: Πιέρ Νινέ, Στέισι Μάρτιν, Μπενουά Μαζιμέλ, Κριστόφ Μοντενέζ. 102´

Την ιστορία ενός ερωτικού τριγώνου, με στοιχεία νέο-νουάρ, αφηγείται στη νέα της αυτή ταινία, η ηθοποιός/σκηνοθέτρια (του υποτιμημένου «Όλα όσα αγαπήσαμε») Νικόλ Γκαρσία. Η ιστορία, χωρισμένη σε τρία μέρη (Παρίσι, Ινδικός Ωκεανός, Γενεύη), παρουσιάζει τις συναντήσεις και αντιδράσεις των τριών αυτών προσώπων στη διάρκεια ενός σημαντικού χρονικού διαστήματος. Αρχικά στο Παρίσι, όταν ο σφοδρός έρωτας ανάμεσα στη Λίζα, μια νεαρή hat-check girl (Στέισι Μάρτιν) και τον Σιμόν (Πιέρ Νινέ), ένα νεαρό ντίλερ, διαλύεται, όταν ο Σιμόν, κυνηγημένος από την αστυνομία, εξαφανίζεται. Τρία χρόνια αργότερα, συναντάμε τη Λίζα στον Ινδικό Ωκεανό, παντρεμένη με τον επιχειρηματία Λεό (Μπενουά Μαζιμέλ), που της έχει εξασφαλίσει μια πλούσια, ανέμελη ζωή. Εκεί θα συναντήσει τυχαία τον Σιμόν (το σενάριο είναι σίγουρα σχηματικό) που θα δώσει μια νεα ώθηση στον παλιό τους έρωτα. Έρωτα που θα πάρει δύναμη στην επόμενη συνάντηση τους στη Γενεύη, όπου, τη φορά αυτή ο Σιμόν επίμονα την ακολουθεί κι όπου θα εξελιχθεί το αναμενόμενο νουάρ δράμα.

Η Γκαρσία χρησιμοποιεί βασικά την ιστορία της για να αναπτύξει τον πραγματικό, παθιασμένο έρωτα ανάμεσα στο νεαρό αρχικά ζευγάρι, για να σχολιάσει στη συνέχεια πως το χρήμα, η εύκολη ζωή και οι κακές αποφάσεις διαλύουν τελικά την ίδια τη ζωή. Είναι μόνο στο τρίτο επεισόδιο, στη Γενεύη, που διεισδύει το νουάρ κλίμα, θυμίζοντας την ταινία «Με διπλή ταυτότητα» του Γουάιλντερ (ιδιαίτερα στη σκηνή που ο Σιμόν οδηγεί με το αυτοκίνητο του τον Λεό προς μια απρόσμενη κατάληξη) αλλά και «Το χρήμα της οργής» του Κιούμπρικ, με την Γκαρσία να βάζει, με τρόπο έξυπνο, κι ένα απόσπασμα από την ταινία.

ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΕΙΣ

***** Έχω δικαίωμα να ζήσω

You Only Live Once. ΗΠΑ, 1937. Σκηνοθεσία: Φριτς Λανγκ. Σενάριο: Γκράαμ Μπέικερ, από ιστορία Τζιν Τόουν. Φωτ: Λέον Σάμροϊ. Μουσ: Αλφρεντ Νιούμαν. Ηθοποιοί: Χένρι Φόντα, Σίλβια Σίντνεϊ, Μπάρτον ΜακΛέιν, Τζιν Ντίξον, Γουίλιαμ Γκάργκαν, Τζερόμ Κόουαν, Μάργκαρετ Χάμιλτον. 85 λεπτά.

Η μοίρα αλλά και ο έρωτας (ο μεγάλος, παθιασμένος έρωτας, που τίποτα δεν μπορεί να του αντισταθεί) είναι δυο θέματα που εμφανίζονται τακτικά στον αμερικανικό κινηματογράφο. Ποτέ όμως με τόση δύναμη και πρωτοτυπία όσο στην ταινία αυτή του Γερμανοεβραίου Φριτς Λανγκ (1890-1976), που εξαιτίας του ναζισμού αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πατρίδα του για το Χόλιγουντ. Η μοίρα βέβαια ήταν πάντα καθοριστική στις ταινίες του Λανγκ, ιδιαίτερα σ’ εκείνες της αμερικανικής περιόδου («Νέμεσις», «Η γυναίκα της βιτρίνας», «Η πόλη κοιμάται», «Τα «ίχνη ήταν ψεύτικα»), μοίρα όμως δεμένη με τον κοινωνικό περίγυρο, που ο Λανγκ σκιαγραφούσε πάντα με μαύρα, απαισιόδοξα χρώματα.

Το ζευγάρι της ταινίας του «Έχω δικαίωμα να ζήσω» (που ο πρωτότυπος τίτλος της είναι «Ζεις μόνο μια φορά») βρίσκεται αντιμέτωπο με μια εχθρική κοινωνία, κοινωνία που δεν ανέχεται το μεγάλο έρωτα και που βγάζει εκτός νόμου όποιον τολμήσει να τον ζήσει. Ο ήρωας (που τον ερμηνεύει με πειστικότητα και δύναμη ο Χένρι Φόντα) είναι ένας κατάδικος που μόλις αποφυλακίζεται παντρεύεται τη γυναίκα που αγαπά παράφορα, αποφασισμένος για χάρη της ν’ αλλάξει ζωή. Η κοινωνία όμως δεν τον αφήνει. Πάντοτε θα του θυμίζει το παρελθόν του, εμποδίζοντας έτσι την οποιαδήποτε ευτυχία του. Με αποτέλεσμα, τελικά, να συλληφθεί και να καταδικαστεί σε θάνατο για ένα έγκλημα που δεν έκανε ο ίδιος – μόνο και μόνο εξαιτίας του παρελθόντος του.

Η ειρωνεία όμως της τύχης το φέρνει ώστε, ενώ, με τη βοήθεια της γυναίκας του ετοιμάζεται να δραπετεύσει, ο διευθυντής της φυλακής του ανακοινώνει ότι έχει αποδειχτεί η αθωότητά του και πρόκειται να αποφυλακιστεί. Αυτός όμως αρνείται να παραδοθεί, έχοντας πια χάσει την εμπιστοσύνη του στην ανθρώπινη δικαιοσύνη και, στην προσπάθειά του να δραπετεύσει, σκοτώνει άθελά του τον πάστορα της φυλακής. Τώρα πια, κυνηγημένοι, καταζητούμενοι από στην αστυνομία, ο νέος και η γυναίκα του (η θαυμάσια Σίλβια Σίντνεϊ), ζουν τις πιο δύσκολες, αλλά, ταυτόχρονα, και τις πιο ευτυχισμένες, στιγμές της ζωής τους. Κάποτε, εκείνη φέρνει στον κόσμο το παιδί τους προτιμά όμως να το αφήσει σε συγγενείς παρά να εγκαταλείψει τον αγαπημένο της. Μαζί του, θα τον ακολουθήσει ως το τέλος και θα πεθάνει στο πλευρό του, από τα πυρά των αστυνομικών…

Πρόδρομος ταινιών όπως «Ο πόλεμος του εγκλήματος» του Τζόζεφ Λούις και «Μπόνι και Κλάιντ» του Άρθουρ Πεν, η ταινία είναι ένα δριμύ κατηγορώ ενάντια σ’ ένα απάνθρωπο κοινωνικό σύστημα. Ο Λανγκ στήνει σκηνές γεμάτες λυρισμό και ποίηση (παράδειγμα η σκηνή της πρώτης νύχτας του γάμου του ζευγαριού με την παραβολική ιστορία των ερωτευμένων βατράχων ή εκείνη της δραπέτευσης του Φόντα σ’ ένα ντεκόρ βουτηγμένο στην ομίχλη, καθώς κι εκείνη του θανάτου του ζευγαριού από τις σφαίρες των μπάτσων).

Ο Λανγκ αποσπά εξαιρετικές, γεμάτες ζωντάνια, ερμηνείες από τους ηθοποιούς του – λέγεται ότι για να έχει ένα τέλειο αποτέλεσμα, στις 46 μέρες που κράτησε το γύρισμα, οδηγούσε ηθοποιούς και συνεργείο κυριολεκτικά σε εξάντληση – δημιουργώντας τη ψυχρή, απρόσωπη ατμόσφαιρα, που απαιτεί το θέμα του για να τονίσει το κλίμα της αδυσώπητης μοίρας που κρέμεται πάνω από τα πρόσωπά του.

**** Άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας… και άνοιξη

Bom yeoreum gaeul gyeoul geurigo bom. Νότια Κορέα/Γερμανία, 2003. Σκηνοθεσία-σενάριο: Κιμ Κι-Ντουκ. Ηθοποιοί: Κιμ Κι-Ντουκ, Ο Γέονγκ Σου, Γιονγκ-Χο Κιμ. 103΄

Η ήρεμη ζωή του νεαρού μαθητευόμενου ενός ηλικιωμένου μοναχού που ζει σε ένα ερημητήριο στη μέση μιας λίμνης ανατρέπεται με την εμφάνιση ενός άρρωστου κοριτσιού, στην εξαιρετική αυτή ταινία, έργο ορόσημο στο σύγρονο κορεάτικο κινηματογράφο, που στάθηκε αιτία να γίνει πασίγνωστος στο δυτικό κοινό ο μεγάλος αυτός, πρωτότυπος Κορεάτης δημιουργός.

Με την εναλλαγή των εποχών, δοσμένη με εικόνες εικαστικά εξαίρετες, και με τα απλά ανθρώπινα συναισθήματα και πάθη να αντιπαρατίθενται σε σχέση με τη φύση, ο Κι-Ντουκ καταγράφει την πορεία του νεαρού ερωτευμένου μαθητή που φεύγει μαζί με το κορίτσι, για να επιστρέψει στο ερημητήριο (είδος κελιού μοναχού), περιτριγυρισμένο από δάσος και βράχους, ύστερα από χρόνια. Ο Κι-Ντουκ χρησιμοποιεί τα έθιμα και τις παραδόσεις της Ανατολής για να φτιάξει ένα απλό στην εξέλιξη του αλληγορικό αφήγημα, χρησιμοποιώντας τα πρόσωπα, τα ζώα (το σκύλο, τη γάτα, τα πουλιά, τα ψάρια, κλπ) και τους χώρους για να μας μιλήσει, με μια ποιητική πάντα διάθεση, για τη ζωή, τον έρωτα, την πίστη, το μίσος και την εξιλέωση.

**** Οι γέφυρες του Μάντισον

The Bridges of Madison County. ΗΠΑ, 1995. Σκηνοθεσία: Κλιντ Ίστουντ. Σενάριο: Ρίτσαρντ Λα Γκραβανίζι, από μυθ. του Ρόμπερτ Τζέιμς Γουόλερ. Ηθοποιοί: Κλιντ Ίστγουντ, Μέριλ Στριπ, Άνι Κόρλι. 135΄

Στις κάπως υποτιμημένη την εποχή της ταινία «Οι γέφυρες του Μάντισον», με βάση το μπεστ-σέλερ του Ρόμπερτ Τζέιμς Γουόλερ, ο Κλιντ Ίστγουντ αφηγείται μια ασυνήθιστη ιστορία έρωτα, ή, πιο σωστά ενός ρομαντικού, όπως τον φτιάχνει η φαντασία παρά η πραγματικότητα έρωτα ανάμεσα σε μια ήσυχη μεγαλοαστή, παντρεμένη κα με δυο παιδιά, νοικοκυρά κι έναν ελκυστικό, ευγενικό φωτογράφο της National Geographic που έχει αναλάβει να φωτογραφήσει τις διάφορες γέφυρες της περιοχής. Έναν άντρα και μια γυναίκα που συναντιούνται, ερωτεύονται και, ύστερα από αυτή τη «σύντομη συνάντησή» τους (ο Ντέιβιτν Λιν μας είχε δώσει τη δική του άποψη), χωρίζουν.

Εκείνο που κατάφερε ο σκηνοθέτης Ίστγουντ είναι να αφηγηθεί τη συνάντηση αυτή μ’ έναν απλό, όμορφο, δοσμένο με εξαιρετικά πλάνα, τρόπο. Εξαίρετος σκηνοθέτης ηθοποιών, όπως απέδειξε και στις άλλες ταινίες που σκηνοθέτησε, κινεί τον εαυτό του και τη Μέριλ Στριπ, με σιγουριά, με το δίδυμο να εκφράζει τον έρωτά του μέσα από μικρολεπτομέρειες, δοσμένες συχνά έμμεσα και με λεπτότητα, εκμεταλλευόμενος τους φυσικούς χώρους (το απομονωμένο αγρόκτημα στη μέση του πουθενά, στις επίπεδες πεδιάδες της Άιοβα) αλλά και τις εσωτερικές σκηνές στο σπίτι της γυναίκας όπου αυτή (ενώ σύζυγος και παιδιά λείπουν για μερικές μέρες) τον καλεί για ένα παγωμένο τσάι, κι όπου θ’ αναπτυχθεί ο ξαφνικός τους έρωτας – με την εξαίρετη φωτογραφία του Τζακ Ν. Γκριν και υπόκρουση από το ραδιόφωνο ωραία μουσική τζαζ που τόσο αγαπά ο ίδιος ο σκηνοθέτης.

**** To δείπνο μου με την Αντρέ

My Dinner with Andre. ΗΠΑ, 1981. Σκηνοθεσία: Λουί Μαλ. Σενάριο: Γουάλας Σον, Αντρέ Γκρέγκορι. Ηθοποιοί: Αντρέ Γκρέγκορι, Γουάλας Σον, Τζιν Λένοερ. 110’

Ο θεατρικός συγγραφέας Γουάλας Σον αποφασίζει να δειπνήσει με τον γνωστό Νεοϋορκέζο σκηνοθέτη Αντρέ Γκρέγκορι στην ασυνήθιστη αυτή, συναρπαστική με ένα δικό της εξαίρετο τρόπο ταινία, που ο Γάλλος σκηνοθέτης Λουί Μαλ γύρισε στη Νέα Υόρκη.

Ο Γουάλας (που τον έχουμε απολαύσει σε δεύτερους ρόλους σε αρκετές ταινίες του Γούντι Άλεν) απέφευγε για χρόνια να συναντήσει τον Αντρέ. Συγκινημένος όμως από μια ταινία που βλέπει του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, αποφασίζει τελικά να συναντήσει τον Αντρέ. Για ένα δείπνο που διαρκεί δυο περίπου ώρες κι όπου ο Αντρέ είναι εκείνος που μιλάει περισσότερο, με τον Γουάλας απλώς να τον ακούει. Ο Αντρέ αφηγείται τα διάφορα γεμάτα μυστήριο κι εκπλήξεις ταξίδια του (από την Αγγλία και την Πολωνία ως το Θιβέτ), με τον Γουάλας να προσπαθεί να βρει τρόπο για να παρέμβει. Σε ένα τελικά διάλογο, ανάμεσα στο φαγητό, στο υποτιθέμενο εστιατόριο, που ο Μαλ έστησε σε στούντιο, με τους δυο πρωταγωνιστές να γράφουν και να διορθώνουν τους διαλόγους τους για βδομάδες (ακόμη και μήνες) πριν καταλήξουν στο τελικό αυτό, απόσταγμα θα έλεγα, συζήτησης, διανθισμένης με μπόλικο χιούμορ, πάνω στη σύγχρονη εποχή, τις ιδέες της, τους κινδύνους μιας απάνθρωπης εξέλιξης, αλλά και τις απλές απολαύσεις της, που, αν σε ένα γραπτό κείμενο, ίσως φανεί κουραστικό, είναι στην πραγματικότητα κάτι το εντελώς πρωτότυπο και πέρα για πέρα απολαυστικό, που δείχνει πως ο κατάλληλος σκηνοθέτης, ακόμη και μέσα από μια συζήτηση ανάμεσα σε δυο άτομα, μπορεί να δημιουργήσει αληθινό και συναρπαστικό κινηματογραφικό θέαμα!

**** Υποψίες

Suspicion. ΗΠΑ, 1941. Σκηνοθεσία: Άλφρεντ Χίτσκοκ. Σενάριο: Σάμσον Ράφελσον, Τζόαν Χάρισον, Άλμα Ρέβιλ. Ηθοποιοί: Κάρι Γκραντ, Τζόαν Φοντέν, Σέντρικ Χάρντγουικ, Νάιτζελ Μπρους. 99’

Από τα κλασικά φιλμ νουάρ που σκηνοθέτησε ο Άλφρεντ Χίτσκοκ, με την Τζόαν Φοντέν (βραβείο Όσκαρ για την ερμηνεία της) στο ρόλο της νεαρής κληρονόμου που αρχίζει σταδιακά να υποψιάζεται πως ο γοητευτικός σύζυγος που παντρεύτηκε σχεδιάζει να τη δολοφονήσει.

Ο Χίτσκοκ εκμεταλλεύεται το θέμα του για να δημιουργήσει το κατάλληλο σασπένς, με τα απρόοπτα, τις ανατροπές και το γνωστό του χιούμορ, προσφέροντας μας ένα με ωραίο και γοργό ρυθμό θρίλερ. Παρόλο που στο βιβλίο όπου βασίστηκε το σενάριο ο απένταρος, ελκυστικός πλέιμποϊ, που ερμηνεύει ο Κάρι Γκραντ, τελικά πραγματοποιεί το σχέδιο δηλητηρίασης της συζύγου, οι παραγωγοί (της εταιρίας RKΟ), άλλαξαν το φινάλε για να δώσουν ένα χάπι-έντινγκ και να σώσουν το συμπαθητικό ίματζ που είχε δημιουργήσει στην οθόνη ο πρωταγωνιστής τους.