ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Από την τραγική οδύσσεια δυο νεαρών μεταναστών στο συναρπαστικό πορτρέτο μιας φιλόδοξης μαέστρο

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

**** Τόρι και Λοκίτα

Tori et Lolita. Βέλγιο/Γαλλία, 2022. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ζαν-Πιέρ Νταρντέν, Λικ Νταρντέν. Ηθοποιοί: Πάμπλο Σιλ, Ζοελί Μπουντού, Αλμπάν Ουκάι, Σαρλότ ΝτεΜπριν. 88´

Ένα μικρό αγόρι κι ένα έφηβο κορίτσι από την Αφρική αντιμετωπίζουν εκμετάλλευση και εχθρότητα στην προσπάθεια τους να επιβιώσουν σε μια ευρωπαϊκή χώρα, στην ένατη ταινία των αδερφών. Ζαν-Πιέρ και Λικ Νταρντέν, «Τόρι και Λοκίτα» (Ειδικό Βραβείο των 75 χρόνων του φεστιβάλ των Κανών), των δυο Βέλγων σκηνοθετών, βραβευμένων στο παρελθόν δυό φορές με το Χρυσό Φοίνικα των Καννών για τις ταινίες τους «Ροζίτα» και «Το παιδί».

Έχοντας φτάσει στο Βέλγιο παράνομα, ο μικρός Τόρι και η Λοκίτα παρουσιάζονται ως αδέρφια και αλληλοβοηθούνται, δουλεύοντας νύχτα μέρα, είτε τραγουδώντας είτε ως βαποράκια, για να μπορέσουν να βγάλουν τα απαιτούμενα χρήματα τόσο για να ξοφλήσουν τον έμπορο ναρκωτικών που τους βοήθησε να φτάσουν στη χώρα (και που τους υπόσχεται τα απαραίτητα νόμιμα χαρτιά παραμονής) όσο και για να στείλουν χρήματα στη μητέρα της Λοκίτα για να μπορέσει να σπουδάσει το άλλο της παιδί.

Την πιο δύσκολη και απάνθρωπη δουλειά αναλαμβάνει η Λοκίτα, που θέλει να προστατέψει τον Τόρι, αναγκασμένη όχι μόνο να πουλάει τα ναρκωτικά αλλά και να υποκύπτει (για λίγα περισσότερα χρήματα) στις σεξουαλικές ορέξεις του αφεντικού, που την κάνουν, όπως πιστεύει, να αισθάνεται βρώμικη («βρώμικος είναι αυτός», θα της πει κάποια στιγμή ο πανέξυπνος, έτοιμος να την προστατεύσει, Τόρι). Τα πράγματα χειροτερεύουν όταν η Λοκίτα, αποφασισμένη να αποκτήσει όσο πιο γρήγορα τα απαιτούμενα έγγραφα παραμονής και να γλιτώσει, όπως πιστεύει, από την εκμετάλλευση του ναρκέμπορα, δέχεται να παραμείνει έγκλειστη για τρεις μήνες σε μια κρυφή φάρμα καλλιέργειας ναρκωτικών.

Με το γνωστό ρεαλιστικό, που φτάνει στα όρια του νατουραλισμού, στιλ τους, συγγενικό με εκείνο του Βρετανού Κεν Λόουτς, οι Νταρντέν παρακολουθούν από κοντά τους δυο μικρούς πρωταγωνιστές τους (που δίνουν, πρέπει να πω, εξαιρετικές νατουραλιστικές ερμηνείες), καταγράφοντας τη μαρτυρική, τραγική τους, οδύσσεια: τον καθημερινό, συχνά εξουθενωτικό, αγώνα τους, μαζί με την πεισματική αλληλεγγύη τους ενάντια σε ένα αδιάφορο για την κατάσταση των μεταναστών, σύστημα, για να καταλήξει σε μια έκκληση ελπίδας για ένα πιο αισιόδοξο και πιο ανθρώπινο μέλλον – με τον Τόρι, σε ωραία στημένες σκηνές «πρόβας», να εξετάζει την Λοκίτα σχετικά με τις απαντήσεις που πρέπει να δώσει στους υπεύθυνους του κράτους, για να αποδείξει πως είναι αδέρφια και να μπορέσει να αποκτήσει τα χαρτιά παραμονής.

*** ½ – Ταρ

Tar. ΗΠΑ, 2022. Σκηνοθεσία-σενάριο: Τοντ Φιλντ. Ηθοποιοί: Κέιτ Μπλάνσετ, Νοέμι Μέρλαντ, Νίνα Χος, Σόφι Κάουερ. 158´

Το πάθος για την κλασική μουσική μέσα από τη ζωή μιας διεθνούς φήμης μαέστρο, πρώτης γυναίκας που αναλαμβάνει μόνιμα τη θέση μαέστρο σε μια μεγάλη γερμανική ορχήστρα, είναι στο επίκεντρο της υποψήφιας για 6 Όσκαρ ταινίας «Ταρ», που γύρισε 16 χρόνια μετά την προηγούμενη ταινία του («Κρυφές επιθυμίες») ο Τοντ Φιλντ.

Από τα πρώτα κιόλας πλάνα, με την Λύντια Ταρ να ετοιμάζεται να βγει στη σκηνή όχι για συναυλία αλλά για μια συνέντευξη με τον δημοσιογράφο του New Yorker, Άνταμ Γκόμπνικ (με τον πραγματικό δημοσιογράφο στο ρόλο), αισθάνεσαι πως βρίσκεσαι μπροστά σε ένα ξεχωριστό άτομο, μια δυνατή, αποφασιστική, φιλόδοξη γυναίκα, που σχεδόν αγγίζει τα όρια του τέρατος, όπως θ’ ανακαλύψουμε σταδιακά), μια ξεχωριστή γυναίκα, μέλος της «λέσχης EGOT» (από τους σπάνιους καλλιτέχνες που έχουν κερδίσει και τα τέσσερα μεγάλα βραβεία: Emmy, Grammy, Tony και Όσκαρ), όχι μόνο εξαίρετη μαέστρο αλλά και βιρτουόζος πιανίστα, και «ξερόλας» για το τι γίνεται στο χώρο της (όπως τα σχόλια της για διάφορους άλλους, πραγματικούς, μουσικούς που δεν χάνει την ευκαιρία να αναφέρει στη συνέντευξη).

Μια γυναίκα που μοναδικό στόχο έχει τον εαυτό της και την τέχνη της και που δεν χαρίζεται στους άλλους: παράδειγμα η στάση της απέναντι σ’ έναν υποψήφιο γκέι μαθητή που αρνείται να δεχτεί το έργο του Μπαχ εξαιτίας της πατριαρχικής του θέσης (από τις καλύτερες, και πιο ουσιαστικές, σκηνές της ταινίας, γυρισμένη σε ένα βασικά μονοπλάνο), η εκείνη προς τη βοηθό της, Φραντσέσκα (Νοέμι Μέρλαντ), που δείχνει να υποτιμά τις ικανότητές της όταν την παραμερίζει στην απόφασης της ν’ αντικαταστήσει τον ηλικιωμένο συνεργάτη της, ή ακόμη εκείνη προς ένα συνάδελφο της μαέστρο με τον οποίο γευματίζει.

Σε μια περίοδο που η Λίντια Ταρ βρίσκεται στο απόγειο της τέχνης της, εκείνο που εξακολουθεί να την σπρώχνει και να την αναζωογονεί, είναι να τελειώσει την εγγραφή της σειράς των έργων του Μάλερ, με την 5η συμφωνία του, συμφωνία που θεωρεί το απόγειο της κλασικής μουσικής και γύρω από την οποία περιστρέφεται το μεγαλύτερο τμήμα της ταινίας. Παράλληλα με τις πρόβες και τη σχέση της με τη Σάρον (μια εξαίρετη Νίνα Χος), μέλος της ορχήστρας της, με την οποία συζεί στο Βερολίνο, όπου μεγαλώνουν και την μικρή τους κόρη, Πέτρα, η Λίντια επιβεβαιώνει για μια ακόμη φορά τον επιθετικό της χαρακτήρα όταν αντιμετωπίζει το μεγαλύτερο σε ηλικία κορίτσι που εκφοβίζει την Πέτρα. η Λίντια έχει να αντιμετωπίσει και τους παράξενους θορύβους (μαζί και τον μετρονόμο) που την εμποδίζουν στην καθημερινή δουλειά της.

Και ενώ αρχίζει να ενδιαφέρεται για την Ρωσίδα Ολγα, τη νέα τσελίστα που προσλαμβάνει στην ορχήστρα, θα έρθει αντιμέτωπη με το σκάνδαλο που προκαλεί η αυτοκτονία μιας νεαρής, πρώην προστατευόμενης της. Ένα σκάνδαλο που, μαζί με τις σκηνές που ακολουθούν, ιδιαίτερα εκείνες προς το φινάλε, μας βγάζουν πιστεύω από την ομαλή, έντεχνα και με έλεγχο στημένη, πορεία που μέχρι τότε ακολουθεί η ταινία, αφήνοντας αναπάντητα κενά, που τελικά δεν βοηθάνε το ρυθμό της – ρυθμό στον οποίο δεν βοηθά και η μεγάλη διάρκεια (2 ώρες και 40 σχεδόν λεπτά) της ταινίας.

Πέρα βέβαια από τη δοσμένη με ξεχωριστή έμπνευση σκηνοθεσία του Τοντ Χέινς (εκτός από την εξαίρετη καθοδήγηση των ηθοποιών αξίζει να να αναφέρω τόσο τη θαυμάσια φωτογραφία όσο και την ωραία μουσική υπόκρουση), εκείνο που ξεχωρίζει πάνω από όλα είναι η υποδειγματική, συναρπαστική θα έλεγα, ερμηνεία της Κέιτ Μπλάνσετ, σίγουρα η πιο προχωρημένη από όλες τις υποψήφιες για τα φετινά Όσκαρ: με τις παραμικρές της κινήσεις, είτε των χεριών είτε του σώματος, το βλέμμα, τις εκφράσεις, τον τρόπο που μιλάει, σιωπά, κοιτάζει, επιμένει, αποφεύγει ή αντιδρά, την όλη γενικά συμπεριφορά της, δείχνει μια γυναίκα σε πλήρη έλεγχο της ερμηνείας της, κάτι που μόνο λίγες ηθοποιοί καταφέρνουν στις μέρες μας να ολοκληρώσουν με τέτοια τελειότητα.

*** ½ – 1341 καρέ έρωτα και πολέμου

1341 Frames of Love and War. Ισραήλ/ΗΠΑ/Ηνωμένο Βασίλειο, 2022. Ντοκιμαντέρ. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ραν Ταλ. Εμφανίζονται: Μπάρακ Μπαρ-Αμ, Μίσα Μπαρ-Αμ, Νίμροντ Μπαρ-Αμ, Όρνα Μπαρ-Αμ. 89´

Την καριέρα του γεννημένου στο Βερολίνο Ισραηλινού φωτορεπόρτερ Μίσα Μπαρ-Αμ, μέσα από στιγμιότυπα, φωτογραφίες και μεγεθυμένα καρέ των φωτογραφιών, αντιπαραθέτοντας εικόνες από πολέμους και έρωτα (όπως αναφέρει και ο τίτλος), παρουσιάζει στο εξαίρετο αυτό ντοκιμαντέρ του ο Ραν Ταλ («Ο κήπος της Εδέμ»).

Ένα ασυνήθιστο, πάντα συναρπαστικό, «οδοιπορικό» μέσα από τις εκπληκτικές φωτογραφίες, που παρουσιάζουν με τα σχόλια τους, άλλοτε ο ίδιος ο Μίσα, άλλοτε η γυναίκα του Όρνα (που είναι και υπεύθυνη της διαχείρισης και συντήρησης του φωτογραφικού μουσείου του) κι άλλοτε ένας από τους γιούς του, για να παρακολουθήσουμε την πορεία του Μίσα από τότε, που ακόμα νεαρός, έχοντας μετακομίσει με τους γονείς του, από το Βερολίνο στο Ισραήλ, έτρεχε με την κάμερά του να καταγράψει τους πολέμους του 1960 (τον «πόλεμο των έξι ημερών») και 1970 (τον «Γιομ Κιπούρ»).

Παρόλο που όπως αναφέρει ο ίδιος κάποια στιγμή, όταν ανήκεις σε μια πλευρά δεν μπορείς παρά να καταγράφεις τι γίνεται σ’ αυτή τη συγκεκριμένη πλευρά, ο Μίσα (που για 25 χρόνια ήταν φωτορεπόρτερ των New York Times) καταγράφει και εικόνες που δείχνουν τη φρίκη του πολέμου, όπως εκείνη με τους Ισραηλινούς στρατιώτες να κρατάνε ένα μικρό κορίτσι που είχε απαχθεί και πνιγεί στον ποταμό από ένα γείτονα, ή εκείνη της σφαγής 3.500 Παλαιστινίων στο Σάμπρα και Σατίλα, το 1982, από Ισραηλινούς στρατιώτες ή μιας άλλης με νεκρούς, βασανισμένους Παλαιστίνιους μαχητές που είχαν πέσει σε παγίδα των Ισραηλινών (σκηνές που κάνουν τον Μίσα να ντρέπεται για όσα βλέπει).

Παράλληλα με τις σοβαρές, τραγικές συχνά σκηνές στη φωτογραφική πορεία του Μίσα, μαζί και από εκείνες της δίκης του Άιχμαν, ο Ραν Ταλ παρουσιάζει και σκηνές ευχάριστες, τόσο από την επιστροφή του Μίσα στη Γερμανία (σκηνές σε πάρκα, πικ-νικ σε βουνό, κ. ά.), όσο και πολύ οικείες οικογενειακές σκηνές, οι σκηνές του «έρωτα», από τη γνωριμία του και τον έρωτα του με την Όρνα, ακόμη εκείνες όταν η έγκυος Όρνα γεννάει το παιδί τους, τον Μπάρακ, φωτογραφίες μάλιστα που πρωτοδημοσιεύτηκαν σε ισραηλινή εφημερίδα.

Μπορεί οι φωτογραφίες των πολέμων και των καταστροφών, σε μια εμπόλεμη, σχεδόν χωρίς διακοπή, περιοχή της Μέσης Ανατολής, να δημιουργούν θλίψη και απογοήτευση για την ανεύρεση ειρήνης, ο Μίσα όμως δεν έχει σταματήσει να ελπίζει, όπως ο ίδιος τονίζει. Αυτή την ελπίδα καταφέρνει να περάσει και μέσα από αυτό το συγκλονιστικό φωτογραφικό του οδοιπορικό.

*** Peter von Kant

Γαλλία/Βέλγιο, 2022. Σκηνοθεσία: Φρανσουά Οζόν. Σενάριο: Φρανσουά Οζόν, βασισμένο στην ταινία του Ράινερ Βέρνερ Φάσμπιντερ. Ηθοποιοί: Ντενί Μενοσέτ, Ιζαμπέλ Αντζανί, Χάνα Σιγκούλα, Χαλίλ Μπεν Γκαρμπία, Στεφάν Κρεπόν. 85´

Την ιστορία μιας διάσημης σχεδιάστριας μόδας που αρχίζει ερωτική σχέση με μια νεαρή βοηθό και της υπόσχεται να την βοηθήσει να γίνει μοντέλο, στην γυρισμένη το 1978 ταινία «Τα πικρά δάκρυα της Πέτρα φον Καντ» του Φάσμπιντερ, χρησιμοποιεί σαν βάση στο ψυχολογικό αυτό δράμα δωματίου, «Πέτερ φον Καντ», ο Γάλλος σκηνοθέτης Φρανσουά Οζόν, μετατρέποντας τη σχεδιάστρια σε διάσημο σκηνοθέτη κινηματογράφου.

Τον σκηνοθέτη Πέτερ (Ντενί Μενοσέτ), βασισμένο σίγουρα στον Φάσμπιντερ, τον συναντάμε στο σπίτι του με τον νεαρό, σιωπηλό βοηθό του, Στεφάν (Στεφάν Κρεπόν), όταν η εμφάνιση της Σιντονί (Ιζαμπέλ Αντζανί), μιας παλιάς φίλης και μούσας του, που μόλις έχει επιστρέψει από την Αμερική, τον συστήνει σε έναν όμορφο, αραβικής καταγωγής νεαρό, τον Αμίρ (Χαλίλ Μπεν Γκαρμπία).

Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα αρκετά πιστό ριμέικ της ταινίας (με πολλές σκηνές και τρόπο γυρίσματος να ακολουθούν εκείνο της πρωτότυπης ταινίας), που αγγίζει το camp (δηλαδή ένα παράλογο, παρατραβηγμένο, επιτηδευμένο στιλ), όπως πολύ σωστά ανάφεραν μερικοί φίλοι κριτικοί, στο φεστιβάλ Βερολίνου όπου πρωτοπροβλήθηκε η ταινία.

Τι τράβηξε τον Οζόν στο να ξαναγυρίσει την ταινία παραμένει για μένα μυστήριο. Εκείνο που βασικά έκανε ήταν να αντικαταστήσει με άντρες μερικά από τα γυναικεία πρόσωπα από την ταινία του Φασμπίντερ (όπου όλα ήταν γυναικεία), αν και κράτησε μερικά, όπως τη Σιντονί, που ερμηνεύει η Αντζανί, καθώς και την έφηβη κόρη του Καντ, ενώ πρόσθεσε και τη μητέρα του, που ερμηνεύει η τακτική πρωταγωνίστρια του Φάσμπιντερ, Χάνα Σιγκούλα.

Αν και αυτή η αλλαγή δεν μου φαίνεται να έκανε και μεγάλη διαφορά στην ταινία. Ο Οζόν βέβαια ξέρει όχι μόνο να αντιγράφει (κλείνοντας σίγουρα το μάτι) αλλά και να στήνει άρτια τις σκηνές του και να προσθέτει και κάποιο χιούμορ και ειρωνεία σε μερικές (ιδιαίτερα εκείνες με τον σιωπηλό, δυστυχισμένο στην πραγματικότητα, βοηθό του Πέτερ), αφαιρώντας τη σκοτεινή, καταπιεστική ατμόσφαιρα που κυριαρχεί στην ταινία του Φάσμπιντερ και να αποσπά εξαιρετικές ερμηνείες από τους ηθοποιούς του, ιδιαίτερα από τον Ντενί Μενοσέτ.