Η αναζήτηση του παράδεισου, τα απραγματοποίητα όνειρα αλλά και η λύτρωση, είναι τα βασικά θέματα της ελληνικής ταινίας, “Το θαύμα της θάλασσας των Σαργασσών” του Σύλλα Τζουμέρκα, που είδαμε στο τμήμα του “Πανοράματος” της φετινής 69ης Μπερλινάλε.

Η μυστηριώδης θάλασσα των Σαργασσών, στη μέση του Βόρειου Ατλαντικού Ωκεανού, που για να φτάσουν σ’ αυτήν, τα χέλια της Μεσογείου διανύουν χιλιάδες χιλιόμετρα, για να αφήσουν εκεί τ’ αυγά τους, εκπροσωπεί τον παράδεισο που αναζητούν τα τρία βασικά πρόσωπα της ταινίας:

H Ελισάβετ (Αγγελική Παπούλια), διοικητής της αστυνομίας, που επειδή αρνήθηκε να προσυπογράψει ψεύτικες μαρτυρίες ενάντια σε μια ομάδα νεαρών «τρομοκρατών», μετατίθεται από την Αθήνα στο Μεσολόγγι, η Ρίτα (Γιούλα Μπουτάλη, και συν-σεναριογράφος της ταινίας), θρήσκα γυναίκα με όνειρα για μια καλύτερη ζωή, εργάτρια σε εργοστάσιο επεξεργασίας χελιών και ο αδερφός της, Μανώλης (Χρήστος Πάσσαλης), φιλόδοξος τραγουδιστής, αναγκασμένος να διασκεδάζει τους πελάτες στο τοπικό ντίσκο της πόλης, το οποίο χρησιμοποιεί και για τις βρόμικες υποθέσεις του, έχοντας μπλέξει και την αδερφή του στη διακίνηση ναρκωτικών.

Τρία πρόσωπα, παγιδευμένα στο Μεσολόγγι, ώσπου ο ξαφνικός θάνατος του Μανώλη θα φέρει στην επιφάνεια καλά κρυμμένα μυστικά και θα οδηγήσει, τουλάχιστο το ένα από τα πρόσωπα, στη λύτρωση.

Για τον Τζουμέρκα, ο οποίος θεωρεί την ταινία του αυτή ως το τρίτο μέρος ενός τρίπτυχου (με τις άλλες δύο: “Χώρα προέλευσης” και “Η έκρηξη”), η θάλασσα των Σαργασσών είναι ένα είδος παραβολής, ένα είδος παραδείσου, για τα πρόσωπα της ταινίας. Γι’ αυτούς, όπως ανάφερε ο ίδιος στη συνέντευξη τύπου, “όλα είναι σε μια κατάσταση βαλτώδη, ο καθένας είναι κολλημένος εκεί, σ’αυτή τη μικρή, χρεωκοπημένη πόλη με τόση ομορφιά γύρω της”. Μια πόλη, που κάποια στιγμή, ο απογοητευμένος για τη μέχρι τότε ζωή του στο Μεσολόγγι, τραγουδιστής Μανώλης, αρχίζει, κάποια στιγμή, από το μικρόφωνο, να το βρίζει, όπως και τους κατοίκους του.

Εκείνο που έχει απομείνει στους τρεις αυτούς ναυαγούς της ζωής είναι τα όνειρα, όνειρα για μεγάλη επιτυχία, ίσως στο Γιουροβίζιον, για τον Μανώλη, για αποκατάσταση και επιστροφή στην πρωτεύουσα για την Ελισάβετ, που τώρα το έχει ρίξει στο πιοτό, για μια πνευματική σωτηρία για την Ρίτα που ονειρεύεται θρησκευτικά σύμβολα, με σκηνές από τη ζωή και τα θαύματα του Ιησού. Όνειρα για μιαν ακατόρθωτη απελευθέρωση, όπως τα χέλια που ταξιδεύουν τόσα χιλιόμετρα για να εναποθέσουν τα αυγά τους στη θάλασσα των Σαργασσών, είδος μετασχηματισμού “που χρειάζεσαι για να μπορέσεις να πραγματοποιήσεις τις δυνατότητές σου”, όπως τονίζει ο Τζουμέρκας, “ταξίδι τεράστιο, πολύ οδυνηρό, στη διάρκεια του οποίου αλλάζουν ολόκληρο το σώμα τους, μεταμορφώνονται”.

Ένας πολύ φιλόδοξος στόχος που, πρέπει να πω, δεν ολοκληρώνεται όσο θα το περίμενα και που, πιστεύω, οφείλεται σ’ ένα μεγάλο βαθμό στις αδυναμίες του σεναρίου να αναπτύξει περισσότερο τα διάφορα πρόσωπα – ο μόνος ολοκληρωμένος χαρακτήρας είναι εκείνος της Ελισάβετ, που ερμηνεύει με τρόπο εξαιρετικό η Παπούλια – ενώ, από σκηνοθετικής καθαρά πλευράς, οι σκηνές των ονείρων, ιδιαίτερα αυτή με τον Ιησού, δεν δένουν με τον υπόλοιπο ρυθμό της ταινίας.

Ο Τζουμέρκας είναι αναμφισβήτητα ένας πολύ ταλαντούχος σκηνοθέτης, πράγμα που φαίνεται στις περισσότερες σκηνές του, τόσο στις σκηνές στον πρόλογο της ταινίας, που εκτυλίσσεται δέκα χρόνια πριν, και συγκεκριμένα το 2006, όταν η Ελισάβετ ηγείται της σύλληψης μιας ομάδας τρομοκρατών (σκηνή γυρισμένη στο στιλ του αστυνομικού θρίλερ), όσο και στις επόμενες, που εκτυλίσσονται το 2016, σκηνές, σε ένα Μεσολόγγι μικρόκοσμο μιας Ελλάδας σε τέλμα, ιδωμένες με ωραία εικαστική ματιά, με εξαιρετική χρήση των χώρων, ιδιαίτερα της φύσης και πώς αυτή εντάσσεται στην όλη αφήγηση για να σχολιάσει χαρακτήρες και αισθήματα – ιδιοφυής είναι η χρήση των σκηνών γύρω από το Μεσολλόγι (εδώ πρέπει κανείς να εξάρει και τη φωτογραφία του Petrus Sjovik), γυρισμένες με ελικόπτερο, με τα κομμάτια γης “τυλιγμένα” από τη θάλασσα, που εκφράζουν τη ψυχολογική κατάσταση των βασικών πρωταγωνιστών.

Μια εξερεύνηση της σχιζοφρένειας αποπειράται, και μέχρι σ’ ένα μεγάλο βαθμό πετυχαίνει, να κάνει, στην ταινία της (διαγωνιστικό τμήμα), “Το έδαφος κάτω από τα πόδια μου”, η Γερμανίδα Μαρί Κρόιτζερ. Η ηρωίδα της, Λόλα (μια πολύ καλή Βάλερι Πάκνερ), είναι γυναίκα καριέρας, με το κάθε τι στη δουλειά και τη ζωή της, οργανωμένο στην εντέλεια, σχεδόν με μια ψυχωτική επιμονή στη λεπτομέρεια.

Το μοναδικό μυστικό της φαίνεται να είναι η ύπαρξη μιας σχιζοφρενούς παρανοϊκής αδερφής, που, μετά από απόπειρα αυτοκτονίας, βρίσκεται σε νοσοκομείο. Στα καθόλα οργανωμένα, συνεχή ταξίδια της και την ερωτική σχέση με την αφεντικίνα της, η Λόλα αρχίζει σταδιακά να έχει επιφυλάξεις για το ανα όλα όσα συμβαίνουν γύρω της είναι αληθινά ή υπάρχουν μόνο στη φαντασία της.

Η σκηνοθέτρια παραδέχεται επιρροή από την ταινία του Χίτσκοκ “Μάρνι”, αν και διάφορες άλλες σκηνές θυμίζουν και το “Στον ίλιγγο του κινδύνου” (Vertigo), μιαν, διπλής προσωπικότητας, ταινία του Χίτσκοκ. Η Κρόιτζερ όμως δεν ενδιαφέρεται τόσο για την πλευρά του ψυχολογικού θρίλερ της ταινίας της, όσο για την εξερεύνηση της ίδιας της αρρώστιας, και στην ωραία αναπτυγμένη πορεία της, παρά τις κάποιες επαναλήψεις, ιδιαίτερα στο τελευταίο μέρος της ταινίας, καταφέρνει να κρατήσει το ενδιαφέρον του θεατή ως το τέλος, πράγμα που, σε μεγάλο βαθμό, οφείλεται στην πολύ καλή ερμηνεία της Βάλερι Πάκνερ.