Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΕ, η εισοδηματική ανισότητα σημείωσε ελαφρά αύξηση συνολικά και παραμένει σε υψηλά επίπεδα σε σύγκριση με την περίοδο πριν από την κρίση, αν και σχετικά ικανοποιητικά, εάν συγκριθούν σε διεθνές επίπεδο.

Κατά μέσο όρο στο σύνολο της ΕΕ, το εισόδημα του πλουσιότερου 20 % των νοικοκυριών στα κράτη μέλη είναι σχεδόν υπερπενταπλάσιο του εισοδήματος του φτωχότερου 20 %. Το 2018 η αναλογία αυτή αυξήθηκε οριακά, έπειτα από την ελαφρά μείωση που είχε σημειώσει το προηγούμενο έτος. Με λίγες εξαιρέσεις, τα κράτη μέλη με τα υψηλότερα επίπεδα εισοδηματικής ανισότητας κατέγραψαν περαιτέρω αύξηση το 2018.

Το εισοδηματικό μερίδιο του κατώτερου 40 % του πληθυσμού παρέμεινε σε γενικές γραμμές σταθερό το 2018 μετά την ανάκαμψη που σημείωσε το 2017. Η αντιμετώπιση των εισοδηματικών ανισοτήτων απαιτεί την ανάληψη δράσης από τα κράτη μέλη σε διάφορους τομείς, όπως ο σχεδιασμός των φορολογικών συστημάτων και των συστημάτων παροχών, τα συστήματα για τον καθορισμό του (κατώτατου) μισθού, την ενίσχυση των ίσων ευκαιριών στην εκπαίδευση και κατάρτιση από μικρή ηλικία, την εξασφάλιση της πρόσβασης σε οικονομικά προσιτές και ποιοτικές υπηρεσίες φροντίδας, την προώθηση της ισότητας των φύλων και τη γεφύρωση των περιφερειακών αποκλίσεων.

Ανισότητα των φύλων

Η ανισότητα των φύλων εξακολουθεί να αποτελεί πρόκληση. Το χάσμα μεταξύ των φύλων όσον αφορά την απασχόληση (11,6 εκατοστιαίες μονάδες το 2018) και τα επίπεδα αμοιβών (16,2 % το 2017) είναι σημαντικό, και παραμένει σχεδόν σταθερό από το 2013. Εξακολουθούν να υφίστανται μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ των κρατών μελών.

Η απόκτηση τέκνων και οι ευθύνες φροντίδας, σε συνδυασμό με την περιορισμένη πρόσβαση σε υπηρεσίες παιδικής (και άλλου είδους) φροντίδας, καθώς και τα χρηματικά αντικίνητρα για τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας, αποτελούν τους κυριότερους παράγοντες των χαμηλότερων ποσοστών απασχόλησης των γυναικών. Στα περισσότερα κράτη μέλη η απόκτηση τέκνων έχει αρνητικές συνέπειες στα ποσοστά απασχόλησης των γυναικών, ενώ το αντίθετο ισχύει για τους άνδρες.

Το μισθολογικό χάσμα εμφανίζεται παρά το ότι οι γυναίκες διαθέτουν κατά μέσο όρο ανώτερα επίπεδα προσόντων από τους άνδρες. Αυτό συνεπάγεται συχνά διαφορές στη σύνταξη που δικαιούνται μεταγενέστερα. Αρκετά κράτη μέλη αναλαμβάνουν δράση για τη βελτίωση της πρόσβασης σε οικονομικά προσιτές και ποιοτικές υπηρεσίες φροντίδας, αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν προκλήσεις. Περιορισμένος αριθμός χωρών έχει λάβει συγκεκριμένα μέτρα για την αντιμετώπιση του μισθολογικού χάσματος μεταξύ των δύο φύλων, τα οποία εστιάζουν κυρίως στη διαφάνεια των αμοιβών.

Οι ανισότητες μεταξύ των φύλων όσον αφορά την απασχόληση και τις αμοιβές παραμένουν σημαντικές 11,6 ποσοστιαίες μονάδες στο χάσμα απασχόλησης μεταξύ των δύο φύλων το 2018, το οποίο παραμένει σχεδόν σταθερό από το 2013, και 9,2 εκατοστιαίες μονάδεςαντίκτυπος της απόκτησης τέκνων στην απασχόληση (χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης για τις γυναίκες με μικρά παιδιά σε σύγκριση με τις γυναίκες χωρίς παιδιά).

Στο 16,2 % βρίσκεται το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων (χαμηλότερες αποδοχές για τις γυναίκες σε σύγκριση με τους άντρες) το 2017 στο 35,2 % το συνταξιοδοτικό χάσμα μεταξύ των φύλων (χαμηλότερες συντάξεις για τις γυναίκες σε σύγκριση με τους άντρες) το 2017.