Της Ζωής Τόλη

Ένα από τα αριστουργήματα της αμερικάνικης λογοτεχνίας το “Καθώς ψυχορραγώ” ή “Η εκπλήρωση μιας ύστατης επιθυμίας”, του Ουίλιαμ Φόκνερ παίζεται στο θέατρο της οδού Κυκλάδων-Λευτέρης Βογιατζής, σε μετάφραση του Μένη Κουμανταρέα, σκηνοθεσία της Σοφίας Φιλιππίδου και ελεύθερη απόδοση/διασκευή της Χλόης Κολύρη.

Η παράσταση είναι αφιερωμένη στον ιδρυτή και εσαεί πρόεδρο του θεάτρου της οδού Κυκλάδων, Λευτέρη Βογιατζή, καθώς επίσης και στον Μένη Κουμανταρέα.

Το έργο

Ο συγγραφέας έγραψε το κλασικό αυτό μυθιστόρημα “As I lay daying” νέος, το 1929, δουλεύοντας νυχτοφύλακας, ανάμεσα στα μεσάνυχτα και στις τέσσερις το πρωί μέσα σε έξι εβδομάδες. Θεωρείται κλασικό δημιούργημα της αμερικάνικης λογοτεχνίας και φαίνεται να είναι μία επική τοιχογραφία του αμερικάνικου νότου στις αρχές του 20ου αιώνα, αποτελούμενο από 59 κεφάλαια και 15 διαφορετικούς χαρακτήρες χρησιμοποιώντας τον εσωτερικό μονόλογο τόσο για τα μέλη της οικογένειας όσο και για τους γείτονες.

Μεταφέρεται στο θεατρικό σανίδι δραματοποιημένο, σκηνοθετημένο από τη Σοφία Φιλιππίδου, η οποία σημειώνει:”ο μεγάλος πρωτοπόρος της μοντέρνας γραφής σπάζει τους παραδοσιακούς κανόνες της λογοτεχνίας και γράφοντας κατά τη γνώμη μου, “δήθεν” αυτόματα, πλάθει αριστοτεχνικά μια νέα φόρμα πάνω στα χνάρια των μεγάλων εικαστικών του κυβισμού, παρατηρώντας τους χαρακτήρες από διάφορες πλευρές ταυτόχρονα, σαν να μετακινείται γύρω από ένα αντικείμενο για να παρατηρήσει τις πλευρές, οι οποίες θα συγχωνευτούν σε μια εικόνα”.

Η υπόθεση

Ο πρωτότοκος γιος της οικογένειας Μπάντρεν, ο μαραγκός, μαστορεύει το κιβούρι της ετοιμοθάνατης μητέρας του, Άντι Μπάντρεν. Ο πατέρας, τα τέσσερα αγόρια και η κόρη ετοιμάζονται να μεταφέρουν τη μάνα μετά θάνατο με την άμαξα και τα μουλάρια τους, από το βαμβακόσπιτο στην άλλη άκρη της φανταστικής επαρχίας Γιοκναπατάουφα του αμερικάνικου νότου μέσα στο κατακαλόκαιρο.

Μια άγρια καταιγίδα θα ανατρέψει τα σχέδιά τους, αφού πλημμυρίζει το ποτάμι, καταρρέει η γέφυρα και τα κοράκια φέρνουν γυροβολιές πάνω από τα κεφάλια τους. Μετά από περιπέτειες και κινδύνους, κωμικοτραγικά περιστατικά και συγκρούσεις-που αναδεικνύουν την απανθρωπιά και τη βρωμιά που συγκλόνιζαν το Νότο-οι ήρωες φθάνουν τελικά ρημαγμένοι, στον προορισμό τους και εκπληρώνουν την υπόσχεση που έδωσε ο πατέρας στη μάνα, να τη θάψει στον τόπο και στα χώματα, που εκείνη γεννήθηκε.

Ο συγγραφέας με αδιαμφισβήτητη μυθοπλαστική δεξιοτεχνία μελετά τη δομή των αγροτών Μπάντρεν, οι οποίοι μάχονται τα στοιχεία της φύσης για να επιβιώσουν, αλλά με τον ένα ή τον άλλον τρόπο συγκρούονται με τους άλλους και με τον εαυτό τους, φωτογραφίζοντας τον τυραννισμένο νότο με τα πάθη και τις ταλαιπωρίες του.

Γι’ αυτό το λόγο η πορεία προς το Τζέφερσον (τόπος καταγωγής της Άντυ), αποκτά συμβολικό ρόλο καθώς η συνάντησή τους με ανυπέρβλητα εμπόδια και άλλους ξένους ανθρώπους δοκιμάζει τις σωματικές/ψυχικές αντοχές και το “στέρεο ” των  δεσμών μεταξύ τους, ως οικογένεια. Ανάμεικτα, αντιφατικά συναισθήματα, όπως αφέλεια, καθαρότητα, πλεονεξία, μικροψυχία, αξιοπρέπεια, γενναιοψυχία, ιδιοτέλεια, χρωματίίζουν τους χαρακτήρες.

Η αποξένωση από τη ριζική οικογένεια, η απουσία επιλογών, η συναισθηματική και υλική στέρηση, η ανδροκρατούμενη κοινωνία, οι ταξικές διακρίσεις και ο καθημερινός αγώνας ανθεκτικότητας, είναι στοιχεία που στιγματίζουν τους ήρωες. Φανερώνουν επίσης τους προχωρημένους προβληματισμούς του Φώκνερ για τα προσωπικά διλήμματα, αλλά και τα κοινωνικά/οικονομικά αδιέξοδα που αφορούσαν μια ευρύτατη περιοχή, την εποχή εκείνη.

Αυτή η διαδρομή από το βαμβακόσπιτο στο Τζέφερσον, που γίνεται με ιδεαλιστικό πείσμα, δείχνει, πως εκπληρώνοντας την ύστατη επιθυμία της μάνας, η ζωή συνεχίζεται για όσους συνειδητοποίησαν τα γεγονότα, αλλά ταυτόχρονα απέκτησαν εσωτερική επαφή με τον πυρήνα τους,δηλαδή μια μορφή αυτογνωσίας. Μέσα από τα κανάλια της συντριβής και της συναισθηματικής “μετακίνησης” θα βγουν οι άξιοι να συνεχίσουν μια ζωή με νόημα.

Η ίδια η Άντι ακούγεται να μιλά για τη σπουδαιότητα μιας πορείας γεμάτης δυσκολίες και αξεπέραστα εμπόδια, σε μια στιγμή που παροτρύνει τα παιδιά της να τα ζήσουν, ώστε να μην απαξιώνουν τους εαυτούς τους αργότερα, όπως κάνει εκείνη λίγο πριν πεθάνει και στην αφήγησή της κατά τη διάρκεια της παράστασης.

Αποκτά μιλιά τώρα στο τέλος, περιγράφοντας το δυστοπικό περιβάλλον που την συνέθλιβε ασταμάτητα. Το τραγικό στοιχείο παρέα με το κωμικό και κάποιες φορές ιλαρό, με όχημα το σαρκασμό του συγγραφέα, παραπέμπουν άλλοτε σε λογικές και άλλοτε σε παράλογες/φαιδρές καταστάσεις.

Το ύφος που προκύπτει ενέχει συστατικά πικρόχολης ειρωνείας και εμπαιγμού, τα οποία προσδίδουν μεγάλη τραγικότητα στην πελώρια οικογενειακή δυστυχία, που ντύνεται το μανδύα κεκαλυμμένου θρηνητικού τραγουδιού.

Οι ηθοποιοί χρησιμοποιούν μάσκες για να υποδυθούν τα πρόσωπα έξω από την οικογένεια και αυτό είναι στοιχείο δραματικό, καθώς αποτυπώνεται το ποιόν και το ήθος αυτών των ατόμων, τα οποία βουλιάζουν στην υποκρισία, την υστεροβουλία και τον καθωσπρεπισμό.

Οι ερμηνείες

Η Σοφία Φιλιππίδου είναι η μάνα, η Άντυ Μπάντρεν, η γυναίκα που παγιδεύτηκε στα βαμβακοχώραφα, ενώ ήταν μεγαλωμένη σε πόλη, και έζησε μια ζωή χωρίς νόημα, με αυτοθυσία, εγκλωβισμένη σε ανύπαρκτη σχέση με το άντρα της, σε αναγκαστικές εγκυμοσύνες και  βιώνοντας τεράστια μοναξιά, μέσα σε αρνητικό και χειραγωγικό κλίμα, ξυλοφόρτωνε τα παιδιά της.

Η επιθυμία να ταφεί δίπλα στον πατέρα της δείχνει πόσο ξένη ήταν σε κείνο τον τόπο, αλλά και πόσο αλλοτριωμένη ήταν η σχέση με τον πατέρα των παιδιών. Είναι ένα είδος εκδίκησης, σαν να θέλει να τα σβήσει όλα με μία μονοκοντυλιά. Η ερμηνεία της καθηλωτική, με τη γκάμα της μεγάλης ηθοποιού, κινείται ανάμεσα στο τραγικό και το γελοίο, πράγμα που προϋποθέτει ικανότητα και ταλέντο.

Απέδωσε τον απαιτητικό ρόλο με σεβασμό στο κείμενο και απόλυτα μέσα στο ερμηνευτικό της κέντρο. Εκφραστικά μέσα και κίνηση στοιχειοθετούν μια θεατρική περσόνα ανεπανάληπτη και υποκριτικά υποδειγματική.

Τον πατέρα (Ενς) παίζει ο Μιχάλης Καλιότσος, αξιοπρεπώς, με συναίσθηση του σκληροπυρηνικού του χαρακτήρα και μιας περηφάνιας που μέσα περικλείει μόνο τον εαυτό του ούτε καν τα παιδιά, τα οποία θεωρεί αχάριστα και καταραμένα. Πρακτικός τύπος, αντίθετος στις νέες ιδέες και τα καινούργια πράγματα, που φέρνει η νέα εποχή της βιομηχανικής επανάστασης, αυταρχικός, γαλουχημένος με τα στερεότυπα του τόπου, τα κακοποιούσε δέρνοντάς τα.

Από τα παιδιά ξεχώρισε ο Νταρλ, ο σαλός, ο επαναστάτης, που τον υποδύεται ο φανταστικός Κώστας Βασαρδάνης. Δυνατή παρουσία παρασέρνει το κοινό στη σκέψη και τις ιδέες του, φυσικός, εύστοχος και με υποκριτική ευχέρεια σκιαγραφεί με ενάργεια τα δυνατά και αδύνατα στοιχεία του χαρακτήρα του. Ακόμα και σε κάποια σημεία που είναι ίσως λίγο πιο έντονος στο παίξιμό του, αυτό όχι μόνο ενσωματώνεται οργανικά στο “όλον”, αντίθετα προσθέτει στη γενικότερη εικόνα του στο θεατρικό σανίδι.

Ο ξυλουργός Κας, ο πρωτότοκος, διακρίνετα για το μέτρο και τη γειωμένη συμπεριφορά, στέρεος και μεστός στο ρόλο του. Τον ερμηνεύει ο Μορφέας Παπουτσάκης.

Ο βενιαμίν των Μπάντρεν, Μιχαήλ Ταμπακάκης, ο αλλοπαρμένος και ευαίσθητος Βάρνταμαν παίζει τον ντελικάτο νέο με ζεστασιά, παιδική αφέλεια και γλαφυρότητα.

Το “κόσμημα”, τον Τζιούελ, το αγαπημένο παιδί της Άντυ, (καρπός του έρωτά της με τον παπά του χωριού), υποδύεται ο Κωνσταντίνος Γεωργόπουλος, που έχει τεράστια αδυναμία στη μάνα του. Ενσαρκώνει το χαρακτήρα με ένταση, λυρισμό και υπερβολική “άνεση”, εξαιτίας της οποίας, σε λιγοστά σημεία ίσως στερεί το ρόλο από τα δραματικά του στοιχεία.

Η Έλενα Μεγγρέλη είναι η μονάκριβη κόρη του σπιτιού, επηρεασμένη πολύ από τη μάνα της, φοβισμένη και ανασφαλής, παίζει με γλυκύτητα και αυθορμησία.

Οι συντελεστές

Η σκηνοθεσία της Σοφίας Φιλιππίδου καλοδουλεμένη, χρησιμοποίησε αριστοτεχνικά τους αφηγηματικούς μονολόγους των ηρώων, το άλλοτε απλό και αλλού ποιητικό/λόγιο ιδίωμα των χαρακτήρων, αλλά και τις υποσυνείδητες διαδρομές τους και τον ημερολογιακό χρόνο των εννέα ημερών του μύθου. Όπως σημειώνει η ίδια “έκλεψε”   απ’ όλα τα είδη θεάτρου ακόμη και από τους περιοδεύοντες θιάσους τσίρκου, που φαίνεται να έχουν γοητεύσει τον Φόκνερ.

Κοστούμια, τραγούδια, κίνηση, σκηνογραφική επεξεργασία και video, τα υπογράφει η ίδια η σκηνοθέτιδα.

Η Χλόη Κολύρη έκανε την ελεύθερη απόδοση/διασκευή του έργου, την σκηνογραφική επιμέλεια η Κυριακή Μαυρογεώργη, τους φωτισμούς ο Νίκος Βλασόπουλος και τα ηχητικά/μουσικά τοπία η Γεωργία Σπυροπούλου.

Μία πολύ καλή θεατρική δουλειά, η οποία βάζει το θεατή μέσα στο δράμα χωρίς όμως να τον εξουθενώνει συναισθηματικά και αυτό είναι επιτυχία πρωτίστως της σκηνοθεσίας και φυσικά των ηθοποιών.

Κρατάμε αυτά που είπε η πρωτεργάτης αυτού του σπουδαίου εγχειρήματος, η Σοφία Φιλιππίδου: “Η εντελώς χειροποίητη παράστασή μας, επιθυμώ να παρασύρεται από το ένστικτο, να αφήνεται στην ανάγκη, να είναι καθαρτική με συναισθήματα εκρηκτικά (απόλυτη μελαγχολία-υπέρμετρη χαρά) σαν τα ρυθμικά χορευτικά μπλουζ του Μισισιπή”.

Συστήνεται χωρίς αμφιβολία.