Της Ζωής Τόλη

Το έργο «Αδάμ και Εύα», του Μάρκ Τουαίην, σε διασκευή, μετάφραση και σκηνοθεσία της Εύης Μητσοπούλου, παρουσιάζεται στο Στούντιο Μαυρομιχάλη.

Η επιμέλεια του κειμένου ανήκει στη Ντίνα Βερυκίου. Επίκαιρη κωμωδία χαρακτήρων και καταστάσεων για δύο ηθοποιούς, βασισμένη στο κείμενο του Μαρκ Τουαίην «Ημερολόγια του Αδάμ και της Εύας», αλλά με μια οπτική που αφορά στη σύγχρονη πραγματικότητα με την ηθική αναλγησία και την αποποίηση των θεσμών.

Μία κριτική ματιά στην ιστορία της Γένεσης, με τους πρωτόπλαστους να περιγράφουν τα βιώματά τους, με αφήγηση, και πρόζα, όσο διάστημα έζησαν μέσα στον παράδεισο, αλλά και έξω, όταν εκδιώχθηκαν. Η προσπάθεια να επικοινωνήσουν αυτά τα δύο εντελώς διαφορετικά πλάσματα, πραγματώνεται με ευστοχία από τη σκηνοθέτιδα, η οποία συνθέτει ένα μωσαϊκό εύγλωττων εικόνων και ποικίλων αισθημάτων.

Η Εύη Μητσοπούλου στη διασκευή της ακολουθεί και επαυξάνει την απογοήτευση που Μαρκ Τουαίην για τις αδυναμίες και τα λάθη του ανθρώπινου πολιτισμού. Έτσι βλέπουμε τον επαναπροσδιορισμό της ιεραρχίας των φύλων, δίνοντας το προβάδισμα στην Εύα, σαν ένα αντιστάθμισμα, στην για αιώνες υποδούλωσή της στον κάθε Αδάμ που μέσα από πατριαρχικές φόρμες, υποστηρίζει τον αναχρονιστικό μύθο. Ένα μύθο που βάζει στεγανά στην όποια κίνηση γίνεται για πλησίασμα, για επαφή, για νοιάξιμο, για ισοτιμία, για αγάπη, ανάμεσα στα δύο φύλα.

Τη διαφορετικότητα, όπως αυτή εκδηλώνεται χρόνια τώρα, εκφράζει με σαφήνεια το θεματικό κέντρο του θεατρικού, διανθισμένη με πτυχές υπαρξιακών ερωτημάτων και αναζητήσεων. Παράλληλα γίνονται αναφορές, αρκετά αναλυτικές στις σχέσεις εξουσίας που αναπτύσσονται εκατέρωθεν και αυτό έχει την επίδρασή του, καθώς ο θεατής κάνει τους συσχετισμούς του στο τώρα.

Η Έυη Μητσοπούλου, ως Εύα, αυθόρμητη, άνετη, εύθραυστη και δυνατή παράλληλα, φανερώνει υποκριτική ευρωστία, τέτοιας ποιότητας που υποστηρίζει με συνέπεια το δραματικό ιστό του θεατρικού πονήματος.

Η ζωηρότητα του εσωτερικού της κόσμου και ο διακαής πόθος της για έρευνα και ονοματοδοσία, γίνεται ο εφαλτήρας για νέες πνευματικές διεργασίες.
Η επικοινωνία και ο θεατρικός συγχρωτισμός με τον συμπρωταγωνιστή της, αξιολογείται, αδιαπραγμάτευτα, στα υπέρ της παράστασης.

Ο Δημοσθένης Φίλιππας, ενσαρκώνει με ρωμαλεότητα έναν Αδάμ υπερκινητικό, απλησίαστο, καθόλου συνεργάσιμο στην αρχή. Αργότερα ανακαλύπτει την αξία της συντροφικότητας και της ομορφιάς του κόσμου και μετά την Πτώση, αποκτά την απαραίτητη διαλεκτική απέναντι στη ζωή και την ουσία της θνητότητας, μοιραζόμενος σκέψεις και αισθήματα με την Εύα.
Η σκηνή που υποδύεται τον όφι, ξεχωρίζει υποκριτικά, καθώς αποπνέει σκηνική δεινότητα, παλμό και πάθος.

Αλλά και σκηνοθετικά, αυτό το δρώμενο, αποτελεί ένα από τα δείγματα της έμπνευσης της Εύης Μητσοπούλου, ανάμεσα σε άλλα. Για τον Αδάμ, η ατάκα , «όπου ήταν Εκείνη, εκεί ήταν η Εδέμ», δείχνει τη συμφιλίωση και την αλληλοκατανόηση των αναγκών.

Τα ευφυολογήματα, οι παλινωδίες, οι εκμυστηρεύσεις, το καυστικό χιούμορ, ο καταιγισμός των εικόνων που δείχνουν τις «ανακατατάξεις» των προσώπων με ό,τι αυτό συνεπάγεται στον ψυχολογικό τους χάρτη, αφορούν στη δυναμική της σκηνοθετικής κατασκευής. Μία κατασκευή βοηθούμενη από τα χρήσιμα / καλόγουστα σκηνικά των Αναστασίας Κουτουμάνου και Αγγελικής Λατάνη, τα εμπνευσμένα κοστούμια της Μαντούς Ψυχουντάκη, τους κατάλληλους φωτισμούς του Γιώργου Ταμπακάκη, την αέρινη / ταξιδιάρικη κίνηση της Ελένης Κόντζιλα και την «περιπετειώδη» μουσική του Βασίλη Κουτσιλιέρη.

«Αδάμ και Εύα», στο Στούντιο Μαυρομιχάλη, μία πετυχημένη διασκευή της Εύης Μητσοπούλου, με δηκτική διάθεση, οργανωμένη σκηνοθεσία, άψογη σκηνική οικονομία και αποδοτικές ερμηνείες που ανταμείβουν το κοινό.

Η μόνη ένσταση παραπέμπει στη διάρκεια του έργου που θα μπορούσε να είναι μικρότερης χρονικής διάρκειας, χωρίς απαραίτητα να χάσει την αίγλη της η θεατρική πράξη.
Μία παράσταση με ιδιαίτερο χιούμορ, πολιτική χροιά και κοινωνικό χαρακτήρα που μιλάει για την ανάγκη της συνύπαρξης, αλλά και για την τόλμη του σχολιασμού πάνω σε θεμελιώδη ζητήματα, όπως είναι οι σχέσεις χειραγώγησης και οπορτουνισμού.