ΚΑΝΕΣ 2018

Έκκληση του Φαρχάντι στις ιρανικές αρχές για τον Τζάφαρ Πανάχι

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Εντύπωση έκανε η δραματική έκκληση του Φαρχάντι, μετά το τέλος της συνέντευξης Τύπου στο πλαίσιο του φεστιβαλ των Κανών, προς την ιρανική κυβέρνηση να επιτρέψει στον απαγορευμένο στη χώρα του συνάδελφό του σκηνοθέτη, Τζάφαρ Πανάχι, να έρθει στις Κάνες για να παραστεί στην προβολή της ταινίας του.

Η συνέντευξη δόθηκε με αφορμή την προβολή στο διαγωνιστικό τμήμα του 71ου φεστιβάλ των Κανών, της ταινίας του, «Όλοι το ξέρουν». Ως γνωστό, ο Πανάχι, βρίσκεται από το 2011 «υπό κατ’ οίκον περιορισμό», με την κατηγορία πως με την ταινία του «Τρία πρόσωπα» έκανε προπαγάνδα. Κατηγορία που του απαογερεύει να γυρίσει ταινία για τα επόμενα 20 χρόνια. Παρόλα αυτά, στο διάστημα αυτό, ο Πανάχι κατάφερε να γυρίσει 4 ταινίες, με όλες να εξάγονται λαθραία από το Ιράν για να προβληθούν σε διάφορα διεθνή φεστιβάλ.

«Μίλησα μαζί του χτες», ανάφερε ο Φαρχάντι. «Σέβομαι πολύ τη δουλειά του και εξακολουθώ να πιστεύω πως τελικά θα μπορέσει να έρθει εδώ. Υπάρχει ακόμη χρόνος. Στέλνω αυτό το μύνημα κι ελπίζω να του δοθεί τελικά η άδεια. Το ενδιαφέρον γι’ αυτόν δεν είναι αν θα μπορέσει να έρθει στις Κάνες, αλλά να μπορέσει να δει την ταινία με το κοινό, να δει τις αντιδράσεις τους… Είναι περίεργο να βρίσκομαι εγώ εδώ κι εκείνος να μη μπορεί να είναι… Είναι θαυμάσιο το ότι, κάτω από τέτοιες συνθήκες, μπορεί και εξακολουθεί να εργάζεται.»

Ο Ιρανός Ασκγάρ Φαρχάντι και οι δυο διάσημοι Ισπανοί σταρ, Πενέλοπε Κρουζ και ο Χαβιέ Μπαρντέμ, διέσχισαν χθες βράδυ το κόκκινο χαλί του Μεγάρου του φεστιβάλ στην Κρουαζέτ, για να παρουσιάσουν την ταινία τους, «Όλοι το ξέρουν», στην επίσημη έναρξη του φεστιβάλ, δίνοντας άθελά τους, μια αλληγορική σημασία, όταν την ίδια μέρα, ο πρόεδρος Τραμπ δήλωνε, με το θράσος που τον χαρακτηρίζει, την απόφασή του να απέχει από τη συμφωνία για τα πυρηνικά όπλα του Ιράν, σε αντίθεση με τους Ευρωπαίους συμμάχους του, ιδιαίτερα τα πιο ισχυρά «κεφάλια» (Μέι, Μέρκελ και Μακρόν).

Με τον Φαρχάντι (όπως σωστά προφέρεται το όνομά του, και όχι Φαραντί όπως προτιμούν να τον αποκαλούν οι Γάλλοι), πιο τολμηρό τη φορά αυτή μακριά από την πατρίδα του, να φέρει κοντά Ισπανούς και Καταλάνους, μέσα από το οικογενειακό δράμα/θρίλερ του, που, αν και δεν είναι από τις καλύτερες ταινίες του βραβευμένου δυο φορές με Όσκαρ («Ένας χωρισμός» και «Ο εμποράκος») σκηνοθέτη, παραμένει μια καθόλου αδιάφορη ταινία, που έδωσε την ευκαιρία στο ζευγάρι (εντός και εκτός οθόνης) Κρουζ-Μπαρντέμ να δείξει για μια ακόμη φορά τη γκάμα του ταλέντου τους.

Οι γυναίκες, πάντως, είναι στο επίκεντρο του φετινού 71ου φεστιβάλ, με τα κινήματα «Time’s Up» και «#MeToo» να συζητιούνται όχι μόνο στο Χόλιγουντα αλλά και εδώ και με τη φεμινίστρια ηθοποιό Κέιτ Μπλάνσετ να είναι πρόεδρος της κριτικής επιτροπής. Αν και στο διαγωνιστικό τμήμα μόνο τρεις γυναίκες συμμετέχουν με ταινίες τους και παρόλο που στην ιστορία του φεστιβάλ μόνο μια φορά κατάφερε γυναίκα να κερδίσει το Χρυσό Φοίνικα των Κανών, η Τζέιν Κάμπιον το 1993 με την ταινία της «Μαθήματα πιάνου». Πάντως, η Μπλάνσετ, όπως ανάφερε στη χτεσινή συνέντερυξη τύπου της κριτικής επιτροπής, θα ήθελε να υπήρχαν περισσότερες γυναίκες στο διαγωνιστικό τμήμα. «Πάντως, οι γυναίκες που συμμετέχουν δεν βρίσκονται σ’ αυτό εξαιτίας του φύλου τους αλλά εξαιτίας της ποιότητας της δουλειάς τους.»

«Το στοιχείο του θρίλερ μου έδωσε την ευκαιρία να καταπιαστώ με σημαντικά θέματα», ανάφερε ο Ασγκάρ Φαρχάντι, στη σημερινή συνέντευξη τύπου, «και να θέσω το δίλημμα, τι θα έκανα εγώ, σε σχέση με θέματα όπως αυτά της ιδιοκτησίας, του πατέρα, της πατρότητας που θέτει η ταινία». Για να προσθέσει πως «φαινομενικά το σενάριό μου φαίνεται πολύ παραδοσιακό, η σχέση πατέρα-κόρης είναι ένα θέμα που συναντάμε και στον Βασιλιά Λιρ του Σέξπιρ… εκείνο όμως που μου αρέσει, και που είναι σε όλες τις ταινίες μου είναι να αφήνω το φινάλε ανοιχτό και να πετυχαίνω ώστε οι θεατές να εξακολουθούν να ενδιαφέρονται για τους χαρτακτήρες μου και μετά το τέλος της ταινίας.» Ενώ οι δυο πρωταγωνιστές του, Πενέλοπε Κρουζ και Χαβιέ Μπαρντέμ μίλησαν για την εξαιρετική συνεργασία τους μαζί του, με την Κρουζ να τονίζει πως ο Φαρχάντι, «στα πέντε χρόνια, με τις ενδιάμεσες διακοπές, που μας πήρε για να γυρίσουμε την ταινία, ο Ασγκάρ μας έστελνε κάθε τόσο κι ένα νέο συμπληρωμένο και διορθωμένο σενάριο, ενώ ο ίδιος εγκαταστάθηκε για ένα χρόνο στην Ισπανία για να γνωρίσει τους χώρους και τους ανθρώπους και προσέλαβε δάσκαλο για να τον μάθει ισπανικά για να μπορέσει να μπει στο πετσί των χαρακτήρων που έγραφε.» Σε ερώτηση μάλιστα δημοσιογράφου, στην Κρουζ, αν, στο πνεύμα της ισότητας των φύλων, η αμοιβή της για την ταινία του Φαρχάντι ήταν ίδια με εκείνη του Μπαρντέμ, η Ισπανίδα ηθοποιός απάντησε, «Ναι!».

Η ταινία ξεκινάει με την Λάουρα (Πενέλοπε Κρουζ) να φτάνει από το Μπουένος Άιρες, σ’ ένα χωριό κοντά στη Μαδρίτη, μαζί με τα παιδιά της, τη 16χρονη, που υποφέρει από άσθμα, Ιρένε και τον μικρότερο γιο της, για να παραστεί στο γάμο της μικρότερης αδερφής της. Ενώ, όπως μαθαίνουμε, ο άνεργος αυτή τη στιγμή άντρας της, Αλεχάντρο (Ρικάρντο Ντάριν) έχει παραμείνει στο Μπουένος Άίρες ψάχνοντας να βρει δουλειά. Ο χρόνος και ο τρόπος που τον αντιμετωπίζουμε είναι στο επίκεντερο της ταινίας.

Από τα πρώτα κιόλας πλάνα της ταινίας, ο Φαρχάντι μας παρουσιάζει ένα σταματημένο, σπασμένο σε μια άκρη, ρολόι στον τοίχο μιας εκκλησίας, ενώ περιστέρια πετάνε τριγύρω. Σταδιακά θ’ ανακαλύψουμε το παιχνίδι αυτό με το χρόνο, που αρχικά μοιάζει απλώς σαν παρουσίαση όμορφων εικόνων που προσδίδουν μια ποιητική πλευρά στην αφήγηση, έχει σ΄χεση με το παρελθόν που κατατρέχει και καθορίζει την πορεία των διάφορων χαρακτήρων.

Ενώ στα πρώτα είκοσι περίπου λεπτά, τα πράγματα κυλούν πολύ ήρεμα, χωρίς ενδείξεις για ανατροπές, στην πορεία όμως της προετοιμασίας για το γάμο θα μάθουμε πως ο Πάκο (Χαβιέ Μπαρντέμ), ένας καλλιεργητής κρασιών, ήταν παιδικός φίλος και στη συνέχεια εραστής της Λάουρα.

Και όταν ξαφνικά, στη διάρκεια της γαμήλιας γιορτής, τα φώτα σβήνουν και γρήγορα μαθαίνουμε για την απαγωγή της νεαρής Ιρένε, με τους απαγωγείς να εκβιάζουν πως οποιαδήποτε αναφορά στην αστυνομία θα οδηγήσει στη δολοφονία της μικρής (που με το άσθμα της χρειάζεται έγκαιρη φαρμακευτική αντιμετώπιση), το δράμα μετατρέπεται σε θρίλερ με τις διάφορες ανατροπές και τα «μαγκάφιν» του (ίχνη ψεύτικα, που τόνιζε ιδίαιτερα ο Χίτσκοκ στις ταινίες του), για να μας αποκαλύψει στη συνέχεια τα βασικά θέματα της ταινίας: τις κάθε άλλο παρά ήρεμες οικογενειακές σχέσεις, την πατρότητα, την ιδιοκτησία, το χρήμα, την εκδίκηση και διάφορα μυστικά που κατατρέχουν τα μέλη και τους συγγενείς της οικογένειας.

Στο χαρτί το σενάριο φαίνεται εξαιρετικά ενδιαφέρον αν και το αποτέλεσμα, πρέπει να πω, δεν είναι αυτό που περιμέναμε από τον σκηνοθέτη του «Ένας χωρισμός». Τα θέματά του δεν έχουν πάντα την ομαλότητα που χρειάζεται, ενώ άλλα, εμφανίζονται πολύ απότομα και δεν αναπτύσσονται όσο θα περίμενε κανείς. Εκείνο που ανεβάζει το ενδιαφέρον και κρατά το θεατή σε εγρήγορση είναι τελικά οι πολύ καλές ερμηνείες, ιδιαίτερα της Κρουζ, του Μπαρντέμ και του Ντάριν, που καταφέρνουν να δώσουν στους τρεις πολύ ανθρώπινους χαρακτήρες τους τη ζωντάνια, τη δύναμη αλλά και τις αποχρώσεις που χρειάζονται, και να σε παρασύρουν στη βασανιστική, αγχώδη, σπαρμένη με συνεχώς καινούρια προβλήματα, πορεία τους προς την τελική λύση. Αποδεικνύοντας, όπως ανάφερε και ο Φαρχάντι στη συνέντευξή του, πως η τιανία μπορεί να είναι ισπανική αλλά «έχει την ιρανική ψυχή»!.