Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

**** Che: Ο Αργεντίνος

Che: Part One. Γαλλία/Ισπανία/ΗΠΑ, 2008. Σκηνοθεσία: Στίβεν Σόντερμπεργκ. Σενάριο: Πίτερ Μπάκμαν, από τα απομνημονεύματα του «Τσε» Γκοβάρα. Ηθοποιοί: Μπενίσιο Ντελ Τόρο, Τζούλια Όρμοντ, Όσκαρ Άιζακ, Ροντρίγκο Σαντόρο. 134´

Με τους αγώνες του «Τσε» Γκεβάρα ενάντια στα καταπιεστικά, δικτατορικά καθεστώτα της Κούβας και της Βολιβίας καταπιάνονται τα δυο μέρη της συναρπαστικής αυτής, βραβευμένης ταινίας του Στίβεν Σόντερμπεργκ που είδαμε στο φεστιβάλ των Κανών το 2008 και που πήρε δέκα ολόκληρα χρόνια για να φτάσει στις ελληνικές οθόνες, εκεί που άλλες αδιάφορες, συχνά και κακές, ταινίες προβάλλονται την ίδια χρονιά με την πρώτη τους εμφάνιση!

Αγώνες πρέπει να πω ενάντια στην αδικία, την εκμετάλλευση, τη φτώχεια και την εξαθλίωση, στοιχεία που αντιλαμβάνονται ο αγρότης, ο εργάτης και ο απλός πολίτης, στους οποίους απευθυνόταν ο νεαρός αρχικά γιατρός Ερνέστο Γκεβάρα, που μέσα σε μικρό διάστημα θα μετατραπεί σε εθνικό ήρωα και, στη συνέχεια θρυλικό σύμβολο των αδικημένων και επαναστατημένων σε οποιοδήποτε μέρος του πλανήτη.

Ο Σόντερμπεργκ δεν προσπαθεί να περάσει πίσω από τα πρόσωπα και τις κατά περιόδους διάφορες κοινωνικοπολιτικές αλλαγές, για να με μας εξηγήσει τη ψυχολογία των προσώπων του ή τις πολιτικές και άλλες καταστάσεις. Χωρίς ρομαντισμούς ή ψεύτικους ηρωισμούς, η ταινία του ακολουθεί, ημέρα με την ημέρα, τον Τσε μέσα από τα ημερολόγια και τις σημειώσεις του ίδιου.

Στον «Αργεντινό», το πρώτο μέρος της, συνολικά τεσσερισίμιση σχεδόν ωρών διάρκειας, ταινίας του, παρακολουθούμε τον Τσε στους αγώνες του στην Κούβα και το διάλειμμα του στην Αργεντινή, με τη γυναίκα και τα παιδιά του. Αγώνες στο πλάι του Φιντέλ Κάστρο (αν και σπάνια τους βλέπουνε μαζί), όπου, με το πάθος του για δικαιοσύνη και ελευθερία, ξεσηκώνει τους αγρότες (άντρες, γυναίκες και παιδιά) στη νικηφόρα, όπως ξέρουμε στη συνέχεια, επανάσταση που θα ανατρέψει τον δικτάτορα Μπατίστα.

Εκείνο που ενδιαφέρει τον Σόντερμπεργκ είναι να καταδείξει την ιδέα πίσω από τους αγώνες, είτε αυτοί πετυχαίνουν, όπως στην περίπτωση της Κούβας, είτε αποτυχαίνουν, όπως στην περίπτωση της Βολιβίας. Παθιασμένος κομμουνιστής, φλογερός επαναστάτης, ο Τσε ακολουθούσε αμετάκλητα την πορεία του, μαζί με τους ανθρώπους που πίστευαν ακράδαντα  σ’ αυτόν (ποτέ του, στις μάχες, δεν εγκατέλειπε κανέναν από τους αντάρτες του, ακόμη και πληγωμένο), παρά το άσθμα του και την ελονοσία, που κάποια στιγμή τον χτύπησε.

Ο Σόντερμπεργκ δόθηκε ολόψυχα στην ταινία, πράγμα που φαίνεται μέσα από κάθε, σκηνοθετημένη με δύναμη και αμεσότητα, σκηνή του, με τη, συχνά πειραματική, χρήση διαφόρων μέσων (τη χρήση ντοκιμαντέρ, μαυρόασπρου και έγχρωμου φιλμ), με τον ίδιο, εκτός από τη σκηνοθεσία, να αναλαμβάνει και τη διεύθυνση φωτογραφίας και το μοντάζ – καταφέρνοντας να δώσει την προσωπική του σφραγίδα στην επικών διαστάσεων αυτή βιογραφία (από τις καλύτερες σκηνές του αναφέρω εκείνη της πολιορκίας της Σάντα  Κλάρα).

Αξίζει να αναφέρω, ότι τη γύρισε με πολλά οικονομικά ρίσκα (κανένα αμερικανικό στούντιο δεν ήθελε να τη χρηματοδοτήσει κι αναγκάστηκε να καταφύγει σε ευρωπαϊκά κεφάλαια), και να αποσπάσει μια μνημειώδη ερμηνεία από τον Μπενίσιο Ντελ Τόρο, ερμηνεία που τονίζει, με την ίδια δύναμη, τόσο την αγωνιστικότητα του επαναστάτη, όσο και την απλή, ανθρώπινη, ευαίσθητη πλευρά του, ερμηνεία που δίκαια του χάρισε το βραβείο στις Κάνες.

Συνολικά, μια από τις πιο σημαντικές, πολιτικά προκλητικές, ταυτόχρονα πιο εύπεπτες, ταινίες του σκηνοθέτη της, που άξιζε, έστω και καθυστερημένα, να προβληθεί δημόσια.