Tου Βασίλη Κ. Καλαμαρά [vasillis.kalamaras@gmail.com]

Μετά από περίπου είκοσι χρόνια, η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη πάτησε το enter γιά ν’ ανοίξει τις πόρτες το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Δεν έχουμε κανέναν λόγο να αμφισβητούμε τις θετικές προθέσεις της, αφού θεσμοί ανάλογου επιμορφωτικής και εκπαιδευτικής χρησιμότητας, δεν χωρούν ιδεολογικά πρόσημα, εκτός κι η τέχνη των καιρών μας μπορεί να γίνει πεδίο για την λύση ιδεολογικών διαφορών.

Είναι ακόμη νωρίς για να μιλάμε με υποθέσεις ότι δηλαδή η τωρινή κυβέρνηση θ’ αντιμετωπίσει τεχνοκρατικά την επιβίωση του συγκεκριμένου μουσείου, μέσα στην σημερινή παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα, η οποία χρησιμοποιεί τον εγγενώς αμφισβητησιακό χαρακτήρα της τέχνης για να τον φυλακίσει  στους ασφυκτικούς τοίχους ενός κρατικοδίαιτου κτιρίου.

Τα έργα καθαυτά δεν φοβίζουν κανένα, καθώς μετά την έκθεσή της, έχουν αποσπαστεί από το ζωντανό κοινωνικό  αφήγημά τους και εκτίθενται ως ανενεργά κάδρα, περιβάλλοντα ή εννοιολογικά συμβάντα, ακίνδυνα, ανενεργά, νεκρά, μούμιες προς τεχνοκριτική μελέτη.

Με την μουσειολογική «λοβοτομή», ακόμη και τα πιό επικίνδυνα μηνύματα κινδυνεύουν να θαφτούν στο βιβλίο της ιστορίας τέχνης, σαν κάτι που έγινε στο παρελθόν κι έχει πάψει να ενεργοποιεί συνειδήσεις προς την κατεύθυνση επανάγνωσης του κόσμου. Το αίτημα ως ανασκαφή του συνειδητού και του ασυνειδήτου έχει  ακυρωθεί κάτω από μία καλοδιατυπωμένη πινακίδα, στην οποία πέρα από τα βιογραφικά του κάθε καλλιτέχνη, διαβάζουμε ένα κείμενο που ορίζει και δεν ορίζει την τεχνοτροπία, το είδος, την τάση, την προδρομική ή κληρονομική του στατικότητα.

Στα μουσεία, και στα πιό ορθολογικά οργανωμένα, όλα είναι στατικά, αμπαλάζ μιας κοινωνίας που ενοχοποιεί τους καλλιτέχνες ως παρίες, ακόμη κι όταν τζογάρονται στο εμπόριο έργων τέχνης. Ακόμη και τότε, ο καλλιτέχνης αφού δεν βάζει τα λεφτά, αλλά το έργο, είναι ο αυτός που χρωστάει σε άπαντες αλλά ουδείς του χρωστάει.

‘Ολη η φιλολογία του ανένταχτου καλλιτέχνη, από τον ρομαντισμό κι εδώ, δεν επιβεβαιώνουν τον πλούτο και την φήμη ενός Μεδίκου. Πλέον, ο δημόσιος άντρας παραγγελιοδότης έχει αντικατασταθεί από τον ισχυρό οικονομικά συλλέκτη, ο οποίος συγκεντρώνει έργα που θα ανακαλύψει το κοινό, μετά από χρόνια. ‘Οχι την στιγμή της γέννησης τους, όχι παρόντα στην τομή που προτείνουν, αλλά κατά την τελετή του ενταφιασμού τους.

Η τέχνη αλλάζει ταχύτερα κι από την μόδα, πόσο μάλλον που οι νέες τεχνολογίες επιτάχυναν τους ρυμθούς έκθεσης και πρόσληψης κάθε νεοπαγούς έργου. Παλιώνει μέσα σε δευτερόλεπτα, γατί ο άνθρωπος έχει γίνει νομάδας, πρόσφυγας, μετανάστης εντός και εκτός συνόρων της χώρας του, πάντα ρευστός, πάντα εξατμιζόμενος, κυρίως θύμα σε κατ’ όνομα δημοκρατίες.

Για να έρθουμε στο δικό μας Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης πρέπει να θέσουμε ορισμένα ερωτήματα ως προς τους σκοπούς του. Θα παραμείνει ένα απονεκρωμένο μουσείο της ιστορίας του μοντερνιστικού, μεταμοντερνιστικού πειράματος, θα αποφασίσει να κλείσει σ’ έναν άβουλο εκλεκτικισμό το οποιοδήποτε όραμα του ή θα αρκεστεί σε τυπολατρικές αναδρομικές και ομαδικές εκθέσεις μ’ ένα κεντρικό θέμα;

Η νέα διεύθυνση είναι αποφασισμένη να διακινδυνεύσει, να δοκιμάσει τα όρια της ματαιωμένης κοινωνικής ανάκαμψης, θα δει τον πρόσωπό της στον καθρέφτη της καθημαγμένης χώρας ή θα επιλέξει τον δρόμο των χορηγιών που θα ασφαλίσουν και θα κλειδώσουν το ιστορικό γίγνεσθαι  μέσα στην παγίωση της απεύθυνσης προς ολίγους επαΐοντες;

Οι νέες ηλικίες οι οποίες θα προσέλθουν ανυποψίαστες και χωρίς ακόμη να έχουν τριφτεί από το άγχος της επιβίωσης, ίσως βρουν διασκεδαστική την επίσκεψη. Αλλά ίσως δεν θα έχουν σκεφτεί ότι η τέχνη δεν είναι πολυτελής διακόσμηση που την ξεχνάς μόλις βγεις από το μουσείο, αλλά είναι εκεί έξω επί της λεωφόρου Καλλιρρόης ή Συγγρού, κι όχι κατ’ ανάγκη στα γράφιτι-κι αυτά έχουν παλιώσει περισσότερο κι από τους τοίχους που τα «ανέχονται».