Tου Βασίλη Κ. Καλαμαρά [vasillis.kalamaras@gmail.com]

Ο Γιάννης Δάλλας ήταν η βροντερή ηπειρώτικη φωνή του. Μ’ αυτή τη φωνή, πορεύτηκε ώς το τέλος της ζωής του, μ’ αυτή τη φωνή που είχε πολλά κοινά ως προθετικότητα ταύτισης βίου και έργου με την επαναστατική ποίηση του Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι-η φωτογραφία του αυτοκτόνου Ρώσου ποιητή βρισκόταν πάντα πίσω από την πλάτη του, όταν καθόταν μπροστά στο γραφείο του.

‘Αλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι την αποδημία του την αποτίμησε ο «Ριζοσπάστης» με το ύφος εκείνο που αποχαιρετάς ένα σύντροφο. Δεν είναι της στιγμής πάνω από το φέρετρο της πολιτικής του κηδείας να αποφασίσεις που ανήκε πολιτικά ο εκλιπών. Στις 12. 30 το μεσημέρι, της Πέμπτης οι φίλοι και οι μαθητές του θα τον αποχαιρετήσουν στο Κοιμητήριο Καισαριανής.

Παιδί του πολέμου, του εμφύλιου και του μετεμφύλιου, είχε γεννηθεί πριν από εννενήντα έξι χρόνια στη Φιλιππιάδα της Πρέβεζας, χωρίς ποτέ να αποσπασθεί σωματικά και νοητικά από τον γενέθλιο τόπο. Τιμημένος με το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας και το Βραβείο Διδώ Σωτηρίου της Εταιρείας Συγγραφέων, υπηρέτησε παράλληλα το πανεπιστήμιο και την ποίηση.

Οι μελέτες του για τους Σολωμό, Κάλβο, Καβάφη, Βάρναλη, Σαχτούρη, αλλά και οι μεταφράσεις των αρχαίων λυρικών και των ποιητών της Παλατινής Ανθολογίας, όλες αυτές οι κλίσεις του και οι ιδιότητές του, λειτούργησαν υπέρ της συνολικής ανάγνωσης του κόσμου.
Η δοκιμιακή και μελετητική γραφή όχι από τις πιό εύκολα προσλήψιμες, ήταν περισσότερο μία προσπάθεια διείσδυσης στο κείμενο ως μiας παρτιτούρας που χρεία έχει ερμηνευτικής προσέγγισης ώς την απαρχή της σύλληψης της λογοτεχνικότητας.

Με τον τρόπο του σώματος, όχι με την αναπαραγωγή των κλισέ της φιλολογίας που όσο κι αν η επιστημοσύνη της υποστηρίζει την αποκωδικοποίηση της κειμενικής συντεταγμένης, δεν μπορεί να διαρρήξει τον πυρήνα της αρχικής σύλληψης του έργου.

Το σώμα ως πεδίο εκρηκτικής εννόησης του σύμπαντος κόσμου, το συναντάμε ως παρουσία κυρίως στα ποιήματα του, εκεί που δεν μπορεί ο Γιάννης Δάλλας να κρυφτεί, έστω και προσχηματικά, πίσω από έννοιες. Στα ποιήματα λιώνει το φιλολογικό υποκείμενο από την ζέουσα φωτιά της Ιστορίας, γιατί είναι το θύμα του γίγνεσθαι που συντονίζεται και συνταυτίζεται με τη συνείδηση των κατατρεγμένων και καταφρονεμένων.

Δεν γνωρίζουμε, αν η αριστερή συνείδηση του έδινε την πρώτη ύλη για να περάσει από τα χαρακώματα των λέξεων μπαρουτοκαπνισμένος, με στίγματα πάνω στο δέρμα του, πάντως αυτό που επιδίωκε ήταν να πετάξει με την αντι-ύλη, σκόνη αστρική από έναν γαλαξία σε πτώση, ένα σώμα από αστρόσκονη, απομεινάρι των άστρων ο ποιητής και πως επιτέλους θα επιστρέψει στο σύμπαν αστερόεις.

«Θα ήταν δυνατό ένα τέτοιο τέλος: Να βρεθώ κάπου σε μια κορυφή, και σε μια νύχτα με Περσείδες, διάττοντες ενός κομήτη που μας έρχεται από τον μακρινό αστερισμό του Περσέα κάθε Αύγουστο. Να χαθώ και να πέσω κι εγώ μέσα σε έναν αστεροειδή, να ξαναγίνω μια ύλη κοσμική. Να αδελφωθώ με το σύμπαν και με ό,τι συμβαίνει σε αυτό». Αν αυτό ήθελε, ήδη πλέει εντός του.