Της Ζωής Τόλη

«Οι Λαντζέρηδες», του Morris Panych, ένα δραματικό έργο με στοιχεία μαύρης κωμωδίας, παίζεται στο Σύγχρονο Θέατρο, σε σκηνοθεσία Ελένης Σκότη και μετάφραση / διασκευή Γιώργου Χατζηνικολάου.

«The dishwashers», του πολυβραβευμένου Καναδού συγγραφέα Morris Panych, (1952- ), ανεβαίνει για πρώτη φορά στην ελληνική θεατρική σκηνή από την ομάδα Νάμα. Έκαναν πρεμιέρα στο Arts Club Theatre, στο Βανκούβερ του Καναδά, το 2005 και παρουσιάστηκαν Off – Broadway το 2009. Μία ρεαλιστική παράσταση για το παράλογο της πραγματικότητας. Σπουδή για τις ανισότητες, την αδιάλειπτη και σκληρή πάλη των τάξεων, το διαταραγμένο πυρήνα του κοινωνικού ιστού και τα πολλά ερωτηματικά για το νόημα της ζωής.

Ο συγγραφέας ασχολείται με το ευαίσθητο θέμα της εργασίας, πώς αυτό διαμορφώνει συνειδήσεις και επηρεάζει την εξέλιξή μας, μέσα στον παραλογισμό ενός ανεξέλεγκτου καπιταλισμού. Ο τρόπος του χαρακτηρίζεται ως ευφυής και ειρωνικός, καθώς η πρόθεσή του είναι να δείξει την επιρροή αυτού του αυθαίρετου συστήματος. Ενός καθεστώτος που δεν αφήνει περιθώρια ζωτικού χώρου στις ανθρώπινες υπάρξεις, αφού τις θεωρεί εμπορεύματα και φτηνή πραμάτεια.

Σκηνοθεσία:

Η Ελένη Σκότη σκηνοθετεί εύστοχα τέσσερις ηθοποιούς, σε μια γλυκόπικρη παραβολή πάνω στο ουσιώδες ζήτημα της ύπαρξης, σχετικά με το κοινωνικοπολιτικό σύστημα. Το θεοσκότεινο υπόγειο ενός πανάκριβου εστιατορίου, είναι ο τόπος διαδραμάτισης της ιστορίας των λαντζέρηδων, σε μια εντελώς διαβρωτική και αδιάλειπτη επαναληπτικότητα.Μία γκοθ ματιά στα γρανάζια της υποδούλωσης στην εξουσία και στο συμβιβασμό. Το δηκτικό ύφος του λόγου, η πηγαία έκφραση και η συνταιριασμένη κίνηση, όλα αυτά μαζί ορίζουν τη μίζερη ζωή των προσώπων.

Οι αντίξοες συνθήκες, δουλειάς και επιβίωσης, εμποδίζουν την ανάπτυξη προσωπικών ονείρων και την πίστη στο κυνήγι των ιδανικών. Η μορφή και το περιεχόμενο αυτών των συνθηκών, κρατάνε «κάτω», την όποια αντίδραση, με μοχλό πίεσης το φόβο της απόλυσης.
Έτσι επικρατεί εύκολα η αντίληψη της υποτίμησης των ικανοτήτων του εργατικού δυναμικού, το οποίο με την κατάφωρη εκμετάλλευση και αδικία των αφεντικών στερείται τις όποιες δυνατότητες για ένα καλύτερο μέλλον.

Ο θεατής παρατηρώντας τη δραματικά ερημική εικόνα που εκπέμπουν τα σκηνικά, καθώς ξεκάθαρα υποδηλώνουν την παρακμή και τη ζοφερότητα του χώρου εργασίας, συμμετέχει ενεργά στη θεατρική πράξη.

Παράλληλα νιώθει την περιθωριοποίηση των εργαζομένων, οι οποίοι στο απομονωμένο ανήλιαγο «πλυσταριό», ζουν μόνιμη κατάσταση αφόρητης πλήξης και «δύσπνοιας». Μόνη ανάσα, οι περιοδικές παύσεις, που ακολουθούν μετά το σβήσιμο των φώτων, ικανές για κάποια χαλάρωση ή συζήτηση, διανθισμένες με καυστικό χιούμορ.

Η σκηνοθετική δομή άριστα υφαίνει το ετερογενές των ιδιοσυγκρασιών, των ελπίδων, των βαθύτερων αναγκών και των σκέψεων των πρωταγωνιστών.

Η ατμόσφαιρα που δημιουργείται βρίθει μεστών αισθημάτων, ιδεών και ψυχικών αντιθέσεων, που κλιμακώνονται με γνώμονα πάντα την πίστη στον αγωνιστή άνθρωπο και τις σκληρές καθημερινές του μάχες.

Ερμηνείες:

Παίζουν οι Τάσος Κωστής, Γιάννης Σαρακατσάνης, Κώστας Λάσκος και Αλέξανδρος Μανωλίδης. Η διανομή των ηθοποιών εξαιρετική.

Ο Ντρέσλερ του Τάσου Κωστή, αξιαγάπητος κομφορμιστής, έχει δώσει ιεροτελεστική διάσταση στο πλύσιμο των πιάτων, σε μια προσπάθεια να μη διαταράξει την «τάξη». Και βέβαια, η άμυνά του απέναντι σε οτιδήποτε χαλάσει την κανονικότητα, τον οδηγεί στην ανάπτυξη ολόκληρης «φιλοσοφίας», για να υποστηρίξει τη συμφωνημένη με τον εαυτό του, ένοχη σιωπή.

Είναι πρόσωπο, αναγκαστικά βουτηγμένο στην πλήρη παραίτηση, χωρίς ίχνος διεκδίκησης, ένα πειθήνιο «όργανο» της εξουσίας. Μία περσόνα τραγική, με αισθήματα, πολύ καλά κρυμμένα. Και όμως το σύστημα στηρίζεται στον κάθε ευσυνείδητο Ντρέσλερ, τον οποίο αφαιμάζει, συνεχώς, χωρίς έλεος και φόβο. Το τραγελαφικό, βέβαια, είναι, ότι οι περισσότεροι εργάτες, ενώ γνωρίζουν την αλήθεια, έχουν πείσει τον εαυτό τους ότι είναι και ευχαριστημένοι.

Ο πολύπειρος Τάσος Κωστής συνεπαίρνει το κοινό με τη διεισδυτική και συμπαγή υπόκρισή του, καθώς διαχειρίζεται με ιδιαίτερη ευελιξία τη στόφα των συναισθημάτων του. Μότο του «η αόρατη υπευθυνότητα».

Ο Γιάννης Σαρακατσάνης, ως Έμετ, πειστικός, ακριβής, μαχητικός, συγκεντρωμένος στο υποκριτικό του κέντρο, πλάθει το χαρακτήρα με την εντελή ευφορία ενός ικανού ηθοποιού. Συμβάλλει ενεργά και γόνιμα στην εξέλιξη της σκηνικής αφήγησης, αφού δεν συμβιβάζεται με αυτό που βιώνει.

Τον ηλικιωμένο Μος, υποδύεται εξαιρετικά ο Κώστας Λάσκος, σε μια ερμηνεία υποδειγματική, καθώς αναδεικνύει με συνέπεια την εσωτερικότητα του ήρωα. Υποδύεται αριστοτεχνικά ένα ταλαιπωρημένο και άρρωστο άνθρωπο, που δούλεψε πολλά χρόνια, χωρίς καμμία προσωπική ζωή ή μελλοντική προοπτική.

Ο Αλέξανδρος Μανωλίδης παίζει τον Μπάροουζ, με αξιοπρέπεια και αυθορμησία.

Συντελεστές:

Σκηνικά – κοστούμια, διεύθυνση παραγωγής, Γιώργος Χατζηνικολάου, λειτουργικοί φωτισμοί Αντώνης Παναγιωτόπουλος, μουσική και επιμέλεια ήχου, Στέλιος Γιαννουλάκης. Παραγωγή Ομάδα Νάμα Λυκόφως ΙΚΕ.

Αξιολόγηση:

«Οι Λαντζέρηδες», σύγχρονο κοινωνικό έργο, με σαρκασμό και χιούμορ, μία άρτια μέλέτη πάνω στις σκληρές εργασιακές και αμφιλεγόμενες διαπροσωπικές σχέσεις. Ένα βαθιά πολιτικό έργο, με κέντρο βάρους το αίτημα της ανάγκης του ατόμου για δικαιώματα. Με αιχμηρότητα στο λόγο και την εκφραστική αμεσότητά του, εστιάζει στην εξασφάλιση της αξιοπρέπειας της ανθρώπινης ύπαρξης, ως πολιτικό υποκείμενο και όχι ως αναλώσιμο προϊόν , ή γρανάζι μιας παγκόσμιας μηχανής.

«Οι Λαντζέρηδες» αποτελούν συγκροτημένη θεατρική παράσταση, γροθιά στο ματαιόδοξο σύστημα αξιών που διέπει τη σύγχρονη κοινωνία. Θα είναι τουλάχιστον βάρβαρο και σίγουρα εγκληματικό, αν η ανθρωπότητα αισθάνεται ακόμα περήφανη για την έπαρση και το ναρκισσισμό της.

Ενδεικτικές φράσεις από το κείμενο:

– Έμετ: «Κι αν τελικά υπάρχει θεός;».

-Μος: «Έχει να λογοδοτήσει για πολλά».

-Ντρέσλερ: «Ποτέ στη ζωή μου δεν έφερα εγώ την αναστάτωση….θα κατάλαβες, δεν μπορεί».

-Έμετ: «Τα καραμελωμένα πράσα, το καμένο λίπος πάπιας, οι σάλτσες, τα πατέ……….Όλα μαζί, μια παχύρρευστη λίμνη κι εγώ να πνίγομαι μέσα της».