Της Ζωής Τόλη

Με τον τρόπο που οι ιστορικές συγκυρίες στιγματίζουν τις ζωές των ανθρώπων, φέρνουν στην επιφάνεια τον κρυμμένο μας εαυτό και διαλύουν τους πιο ισχυρούς ανθρώπινους δεσμούς, ασχολείται ο πολωνός Ταντέους Σλομποντζιάνεκ στο έργο ” Η τάξη μας”.

Ένα δράμα, το οποίο παίζεται στην κεντρική σκηνή του εθνικού θεάτρου, στο κτήριο Τσίλλερ. Σκηνοθεσία Τάκης Τζαμαργιάς, μετάφραση Έρι Κύργια και δραματολόγος Βιβή Σταθούλα.

Το έργο

Ένα σπουδαίο κείμενο της σύγχρονης ευρωπαϊκής δραματουργίας, γραμμένο το 2009, έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και έχει παρουσιαστεί σε αρκετές χώρες,  όπως Ισραήλ, Ουγγαρία, Η.Π.Α, Ιταλία, Καναδάς, Σουηδία και Μεγάλη Βρετανία.   Έχει κερδίσει το αναγνωρισμένο βραβείο “Nike”, το 2010 – το κορυφαίο Πολωνικό βραβείο λογοτεχνίας -, που για πρώτη φορά απονεμήθηκε σε θεατρικό έργο.

“Ένα δυνατό έργο για τη συλλογική Ενοχή”, The Guardian.

  Η υπόθεση

Το έργο βασίζεται σε αληθινή ιστορία και αφορά στα γεγονότα της πόλης Γιεντβάμπνε, βορειοανατολικά  της Βαρσοβίας στην Πολωνία, όταν κατά το Β´ παγκόσμιο πόλεμο και υπό τη γερμανική κατοχή, οι 1600 Εβραίοι κάτοικοι της πόλης δολοφονήθηκαν από τους Καθολικούς συμπολίτες τους, στις 10/07/1941. Σώθηκαν μόνο επτά άνθρωποι. Οι έρευνες της κινηματογραφίστριας Ανιέσκα Άρνολντ αποκάλυψαν την αλήθεια, έτσι ώστε η επίσημη Ιστορία της Πολωνίας να αλλάξει. Ο πρόεδρος ζήτησε συγγνώμη και παραδέχθηκε την ύπαρξη ενός νέου είδους ολοκαυτώματος.

Η καθηλωτική αφήγηση της ζωής 10 Πολωνών συμμαθητών, εβραίων και χριστιανών που τους συνδέει η κοινή εθνικότητα και τους διαχωρίζει η διαφορετική θρησκεία, πραγματικά συγκλονίζει. Όταν ο ναζισμός εισβάλλει στη χώρα τους, οι σχέσεις φιλίας και αγάπης, που είχαν δημιουργηθεί μέσα στη σχολική αίθουσα γκρεμίζονται, ανατρέποντας ό,τι είχε δομηθεί ανάμεσα σε συμμαθητές, κοινά όνειρα, ελπίδες και συναισθηματικό δέσιμο. Τη θέση της συνύπαρξης και της αλληλεγγύης παίρνουν η θηριωδία και το μίσος, το οποίο με τη σειρά του γεννώντας το φθόνο και τη μισαλλοδοξία, κάνει την ανθρώπινη ύπαρξη να φανερώσει τα πιο αντιφατικά και αλλοπρόσαλλα στοιχεία του εαυτού της.

Άραγε ο χρόνος μπορεί να επουλώσει τις πληγές, και το  σήμερα να αθωώσει το χθες;

Πώς ησυχάζει η ψυχή, όταν έχει αυτοϋποτιμηθεί αποκαλύπτοντας τα ζοφερά της στοιχεία; Η απόσταση από το έρεβος στην φωτεινότητα πώς καλύπτεται; Αναπάντητα ερωτήματα για τουλάχιστον 60 χρόνια, όταν “ξεκαθάρισε” ιστορικά το τοπίο για εκείνη την περίοδο. Εγέρθηκαν πολλές αντιρρήσεις εκατέρωθεν, σχετικά με τη διαλεύκανση των συμβάντων και την ακόλουθη συμπεριφορά, για διαφορετικούς λόγους από την κάθε πλευρά.

Ο συγγραφέας ξεδιπλώνει την ιστορία του με σθένος και ψυχραιμία, περιγράφοντας όλα τα τρομερά που συνέβησαν και πριν τον πόλεμο επί σοβιετικής κατοχής και αμέσως μετά, όταν εισέβαλαν οι Γερμανοί στην Πολωνία. Και στις δύο περιπτώσεις αψίδες ύψωσαν οι Πολωνοί, για να τους υποδεχτούν.

Τα ανέμελα παιδιά του 1935, που τραγουδούσαν ξέγνοιαστα στη σχολική τάξη τους, γίνονται ενήλικες βουτηγμένοι στην καχυποψία, τον τρόμο, την αμφιβολία, την προδοσία και την διαπλοκή.

Οι Πολωνοί εθνικιστές ιδρύουν την επαναστατική οργάνωση Λευκός Αετός με σκοπό να εξεγερθούν ενάντια στους Σοβιετικούς. Κατηγορούν τους Εβραίους για σύμπραξη με τον εχθρό, αλλά καθώς η προπαγάνδα των κατακτητών είχε εισχωρήσει παντού, βλέπουμε και καθολικούς Πολωνούς να εμπλέκονται σε όλο αυτό το παρασκήνιο, με αλληλοκαρφώματα και ωφελιμισμό, υποταγμένοι στον κατακτητή.

Παλιοί φίλοι αλληλοϋποπτεύονται, ασκούν βία ο ένας στον άλλον, σε μια δύσκολη αντικειμενικά ιστορική περίοδο, όπου δοκιμάζονται οι σχέσεις, οι ιδεολογίες, και οι θρησκευτικές πεποιθήσεις. Η κατοχή και το προγκρόμ από ένα ξένο λαό, καθώς επίσης ένας σκληρός πόλεμος με το ναζισμό κυρίαρχο, βοηθούν στην ευδοκίμηση ανάπτυξης άγριων ενστίκτων και στην αποδόμηση της ανθρώπινης υπόστασης ως πολιτικό υποκείμενο. Επικρατούν έκρυθμες  καταστάσεις, που ταιριάζουν σε τερατόμορφες υπάρξεις και όχι σε πολίτες μέλη ενός παγκόσμιου πολιτισμού με σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα.

Η πλοκή του έργου αποβαίνει συνταρακτικά δραματική, οι ηθοποιοί ερμηνεύουν με σεβασμό στο κείμενο και με το απαραίτητο βάθος, που απαιτεί ένα συγγραφικό πόνημα τέτοιου βεληνεκούς. Συλλήψεις, ανακρίσεις, δολοφονίες, αμείλικτο μίσος, βιασμοί, μυστικά και ψέματα, αποτελούν τον καμβά του θεατρικού, αφού ο φανατισμός και η μισανθρωπία έχουν υπερβεί κάθε όριο.

Ενδεικτική η ατάκα ενός Εβραίου: “Δεν ήρθε όμως ο Χριστός να κρίνει ζώντες και νεκρούς, ήρθε ο Ιωσήφ Στάλιν”, αναφερόμενος στην προπολεμική κατάκτηση της Πολωνίας από τους Σοβιετικούς.

Τα γέλια, οι έρωτες και οι χαριτωμενιές της παιδικότητας των συμμαθητών, χάνονται, καθότι οι ιδιωτικοί και ομαδικοί δημόσιοι εξευτελισμοί των εβραίων κατοίκων του Γιεντβάμπνε από τους συντοπίτες τους, που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήσαν φίλοι ή γείτονες, μέλη του κοινωνικού ιστού της πόλης τους, αλλάζουν με επικίνδυνο τρόπο τα μέχρι τότε δεδομένα.

Αποκορύφωμα των παραπάνω είναι η απόπειρα μαζικής αποτέφρωσής τους με κηροζίνη μέσα σ’ένα στάβλο, στοιβαγμένοι γυναίκες, άνδρες και παιδιά σύνολο 1600.  Λίγοι μόνο κάηκαν, οι υπόλοιποι πέθαναν από ασφυξία. Φρίκη και δυσοσμία πλανιόταν στον ορίζοντα. Τους θάψανε έξω από το στάβλο, αφού πριν σκύλευσαν τα πτώματα, αρπάζοντας ό,τι πολύτιμο έφεραν πάνω τους. Οι Γερμανοί γι’αυτή την πράξη της κλοπής τούς ξυλοκόπησαν για τιμωρία.

Οι Πολωνοί φόρτωσαν όλο αυτό το αποτροπιαστικό γεγονός στους Ναζί για να αποφύγουν τη συλλογική ευθύνη υποκρινόμενοι τους αθώους για 60 χρόνια.

Απο τους συμμαθητές δολοφονήθηκαν οι Γιάκουμπ (Βασίλης Μαγουλιώτης) και ο Ρυσίεκ (Αλέξανδρος Μαυρόπουλος).  Η Ντόρα (Κων/να Τάκαλου) με το βρέφος της,  κάηκαν στο στάβλο. Από τους υπόλοιπους, ένας αυτοκτόνησε ο Μενάχεμ (Θέμης Πάνου),οι υπόλοιποι πέθαναν από φυσικά αίτια, ζώντας άλλοι μέσα στον πόνο και στο φόβο και άλλοι στην εχθρότητα και την ενοχή.

  Συντελεστές

Από τους ηθοποιούς ξεχώρισε η αξιόλογη Ράνια Οικονομίδου. Υποδύεται τη Ραχέλκα -μετέπειτα Μαριάννα-, η οποία μέσα στο ερμηνευτικό της κέντρο, παίζει κεντώντας το ρόλο της με μεταξένιο τρόπο. Επίσης ο Γιάννης Νταλιάνης, ο καθολικός Βλάντεκ, που παντρεύτηκε την εβραία Ραχέλκα, διακρίνεται για την πειστικότητα υπηρετώντας τη δυναμική του κειμένου με όλη την έκταση των υποκριτικών ικανοτήτων του.

Τον πανούργο καθολικό Πολωνό Ζίγκμουντ ενσαρκώνει ο Γιώργος Πυρπασόπουλος, χειμαρρώδης πάνω στη σκηνή, που έδειξε την ερμηνευτική του δεινότητα με ωριμότητα, που ταιριάζει στο ταλέντο, αλλά και στη μέχρι τώρα πορεία του. Χαρακτηριστική η διατύπωσή του προς το τέλος του έργου: “ανελέητο ξόδεμα η ζωή μας”, δείχνει στοιχεία ενοχής, καθώς η ζωή τον πλήρωσε με το ίδιο νόμισμα του άφατου πόνου, σαν κι’αυτόν που σκόρπιζε στο παρελθόν.

Πολύ καλοί επίσης η Καίτη Κωνσταντίνου ως Ζόχα, ο Θέμης Πάνου, η Μαρία Τάκαλου, ο Βασίλης Μαγουλιώτης, ο Αλέξανδρος Μαυρόπουλος και ο Κώστας Γαλανάκης ως Άμπραμ.

Τον Καθολικό ιερέα Χένιεκ ερμηνεύει ο υπέροχος Άλκης Παναγιωτίδης, με ευστοχία και υποκριτική αυτοτέλεια, φανερώνοντας την ευρεία γκάμα του ηθοποιού, που στέκεται επάξια στο σανίδι.

Η σκηνοθεσία του Τάκη Τζαμαργιά ρεαλιστική,  αποτύπωσε τόσο τις πρώτες ευχάριστες στιγμές των παιδιών όσο και τα κατοπινά κολασμένα γεγονότα με μέτρο και επιδεξιότητα, προσφέροντας στο θεατή μια παράσταση με πάθος, ένταση, ρυθμό και δύναμη ψυχής.

Τα λειτουργικά σκηνικά και τα κοστούμια ανήκουν στην Ελένη Μανωλοπούλου, οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη στήριξαν καίρια το τελικό αποτέλεσμα, οι εξαιρετικοί στίχοι των τραγουδιών είναι του Σωτήρη Τριβιζά και η καλοδουλεμένη κίνηση της Ζωής Χατζηαντωνίου.

Ο Δημήτρης Μαραμής εμπνεύστηκε την όμορφη μουσική από τη πολωνική και την εβραϊκή παράδοση. Μουσικός επί σκηνής με το ακορντεόν ο Γιώργος Σχοινάς, συνόδευσε αριστοτεχνικά το θεατρικό εγχείρημα.

Μία παράσταση αφιερωμένη στο νόημα της ζωής, μιας ζωής που στη διάρκεια πολλών αιώνων, ενάντια σε κάθε παρανοϊκή πρόβλεψη συνεχίζεται, ασπαζόμενη τη διαφορετικότητα και οραματιζόμενη το αύριο, νικά τα στερεότυπα και την εμπάθεια δίχως όμως να αλλοιώνει τη μνήμη της. Τα άσχημα και τα τερατώδη τα χωράμε  με πικρία και με όποιο άλλο κόστος, αλλά δεν τα ξεχνάμε ή σύμφωνα με τη λαϊκή ρήση δεν τα προσπερνάμε. Λαοί χωρίς μνήμη εξαφανίζονται από το χάρτη.

Συστήνεται ανεπιφύλακτα.