Του Βασίλη Κ. Καλαμαρά [vasillis.kalamaras@gmail.com]

Ο Αντώνης ‘Εξαρχος διαθέτει μια γνήσια φλέβα αφηγηματογράφου, γιατί διαρκώς ανάμεσα στις πεζογραφικές του γραμμές συνομιλεί με το κενό και επιτείνει την διαλογικότητα ως τον εξατομικευμένο εσωτερικό μονόλογο. 

‘Εγραψα την λέξη φλέβα κι αμέσως το μυαλό μου αυθόρμητα πήγε στην ακόλουθη εικόνα ως μεταφορά του έργου του: Σκάβει κι όλο σκάβει στο ηπειρώτικο ορυχείο και μέσα από τις σήρραγες που ανασκάπτει, προχωρά σκυφτός με το φως του κεριού που φωτίζει τις μνήμες, αυτό το πολύτιμο μετάλλευμα. Σκυφτός; Θέλω να το αλλάξω το επίθετο με την μετοχή μπουσουλώντας, γιατί σαν το νήπιο συγγράφει αγνοώντας προς τα πού κατευθύνεται,  αφού το σώμα άσκεφτα παρακολουθεί τον εμβαπτισμό του στο παρελθόν.

Αυτή η συνομιλία του λοιπόν για να συνεχίσουμε από εκεί που αρχίσαμε, δεν είναι κενή νοήματος, όμως διαρκώς κινείται στα όρια της ομιλίας και του αμίλητου, της κατάφασης και της άρνησης, της θερμότητας και της ψυχρότητας. Γιαυτό το νόημα δεν είναι καθηλωμένο σε μία κίνηση πληρότητας λες η επικοινωνία εξαντλείται σε μονοσήμαντες επικλήσεις διαλόγου, αλλά παραμένει πάντοτε ανοιχτό, πάντοτε ερωτηματικό, καθόλου αποτελεσματικό ως προς τις απαντήσεις.

Χωρίς να άπτεται ο λόγος του των δυαδικών αντιθέσεων, χωρίς να εκπίπτει σ’ έναν εύκολο μανιχαϊστικό τρόπο αντιμετώπισης των αντιδράσεων των προσωπείων του-γιατί τα δρώντα υποκείμενα του διηγηματογραφικού του κόσμου δεν είναι τίποτα άλλο παρά τραγικές και κωμικές φυσιογνωμίες του ίδιου του συγγραφέα. ‘Εχουμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε έναν δημιουργό, ο οποίος δεν χαρίζεται στην ευκολία του μελοδραματικού συναισθήματος, ενώ θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί το φοκλκόρ ώς την άρση της πραγματικής πραγματικότητας.

Κι όμως, η άπειρος ‘Ηπειρος γίνεται όλη ένα ζωντανό ομιλούν πλάσμα που περισσότερο συστέλλεται παρά διαστέλλεται, βουβά πενθεί, κλαυθμό εκπέμπει και δεν λένε τα μάτια να βουρκώσουν, γιατί τα χώματα δεν είναι άγια και οικεία, είναι αφιλόξενα και καταραμένα. Σ’ αυτά έχουν ριζώσει οι άρριζοι, οι ανέστιοι, οι φυγάδες, οι αποδιοπομπαίοι, οι λοξοί, οι αριστεροί, οι τρελοί, οι ανήμποροι. Και ο Αντώνης ‘Εξαρχος, επειδή δεν είναι ένας τσαρλατάνος της γραφής, επειδή τιμά την ρίζα του ως πονεμένη και πονετική καταφυγή, γιαυτό δεν την ξεριζώνει με το άγος του θεάματος που ξεπουλά τις κυρίαρχες εικόνες που έχουν σχηματίσει οι ξένοι, οι  επισκέπτες, οι παραθεριστές για τον γενέθλιο τόπο.

Τα δεκατρία διηγήματα χωρίς να διαθέτουν την αμεσότητα της αυτοβιογραφίας, διαβάζονται ως πεδία αυτογνωσίας του Αντώνη ‘Εξαρχου κι αυτή η αυτοσυνειδησιακή διαδικασία, δηλώνεται νωρίς πολύ νωρίς, ήδη από τον τίτλο του βιβλίου-που είναι το πρώτο του: «Σχεδόν αποδημητικά…». Το επίρρημα σχεδόν με καταγωγή από τον αρχαιοελληνικό αόριστο έσχον, έχει τυποποιηθεί από τον παρελθόντα χρόνο δια παντός.

Το ουσιαστικοποιημένο επίθετο αποδομητικά (από + δήμος) δεν παραπέμπει στις μετακινήσεις των πτηνών, γιατί τα αποσιωπητικά που ακολουθούν σηματοδοτούν αυτή την άρθρωση του κενού που προαναφέραμε στον χώρο και στον χρόνο. Κι αυτή την κενότητα ο αναγνώστης αμέσως καταλαβαίνει ότι πρέπει να την γεμίσουν οι άνθρωποι με λόγια και με πράξεις υπό  τους οιωνιοσκοπικούς κρωγμούς της αναγκαστικής αναχώρησης και της νοσταλγικής επιστροφής.

Οπωσδήποτε και το έργο εκκεντρώνεται στην ηπειρώτικη εντοπιότητα και στην δραματουργική επεξεργασία της. Ο Αντώνης ‘Εξαρχος μετέρχεται μία γλώσσα μικτή με πολλά στοιχεία ντοπιολαλιάς που όμως δεν ακυρώνεται ως αποτέλεσμα από  την γραφικότητα, γιατί επιλέγει να την τραβήξει και να την τεντώσει έως τα αιμάσσοντα σύνορα της δηλωμένης καταγωγής του με όρους μοναδικότητας.

Ο συγγραφέας είναι υποψιασμένος ότι κάθε πρόταση και κάθε φράση της εκδίπλωσης του κάθε διηγήματος πρέπει να είναι δομικό και λειτουργικό υλικό, γιαυτό το γλωσσάρι διαφωτιστικά ερμηνεύει τις λέξεις, τις χτισμένες όπως τα σπίτια, όπως οι σταύλοι, όπως τα αλώνια, όπως οι κήποι. Λέξεις-πέτρες κομμένες και πελεκημένες όπως οι φωνές των βοσκών, όταν φωνάζουν από το ένα στο άλλο βουνό, καθώς η ηχώ κατεβαίνει από τις ακρώρειες προς τα κάτω, και με την πτώση της στο ηχείο του περάσματος όπου ενυπνιούν οι υπώρειες, ανακτά την πρωτογενή χορδή των λαρυγγισμών, πρωτογενών, μοναδικών, αξεπέραστων.

Ο Αντώνης ‘Εξαρχος θεματοποεί την εσωτερική μετανάστευση, τον ξεριζωμό σε Βέλγιο και Γερμανία, την βιαιότητα του μετεμφυλιακού κράτους, τις οικογενειακές προδοσίες, την συνύπαρξη Ελλήνων, Εβραίων και Τούρκων, το αλισβερίσι με τις αρχές για ένα μεροκάματο ή για έναν διορισμό στο Δημόσιο.

Κι όμως το κάθε θέμα του δεν ολοκληρώνεται στην οριζόντια αφήγηση με αρχή, μέση και τέλος, αλλά είναι μία αφορμή, μία ενόρμηση για να ριχτεί με τα μούτρα στην τύχη των συφοριασμένων, εξου και ο πυρήνας της θεματικής ροής αποσχηματίζεται, σμικρύνεται, μεταμορφώνεται σε μία ιστορία που χωράει στην τσέπη σαν ενθύμιο, σαν φυλαχτό, σαν τεκμήριο. «Και κάθε που έφτανες, άλλη ξενιτιά στη μέσα σου πατρίδα», ακούγεται ο μίτος εκκίνησης της μυθοπλασίας στο διήγημα «Σκιά στη θάλασσα ή ‘Αλλη ξενιτιά».

Οι ήρωες και οι ηρωΐδες, δραπετεύουν από τον περίκλειστο και ασφυκτικό περιβάλλον του ήθους της περιφέρειας, κι ενώ αναζητούν την επιβράβευση ψυχολογικού τύπου, στο κέντρο, στην μητρόπολη, στην ξένη πατρίδα, παραμένουν δέσμιοι της επιβίωσης, αυτής της μάγισσας που κλείνει το μάτι στο Κακό που εναντιώνεται στο ήθος και στην ηθική της κλειστής, ασφαλούς και περιφρουρημένης κληρονομιάς. Μιας κληρονομιάς αμίλητης, συνένοχης, σιωπώσας, αδιακινδύνετης στην επιφάνειά της, γιατί το βάθος της είναι απροσμέτρητο, καθορίζεται από την ανομία του μονοδιάστατου πάθους και την επικύρωσης της συμβιβασμένης ζωής.

Η διηγηματογραφία του Αντώνη ‘Εξαρχου ανακαλεί τις ευτυχείς στιγμές του έργου του ‘Ιβο Άντριτς, ο οποίος γνωρίζει να διαβάζει την Ιστορία όχι εκ των υστέρων ως μία απονεκρωμένη πολιτεία αισθήσεων, αισθημάτων και συναισθημάτων. Την εκκεντρώνει στον χρόνο δημιουργίας της, εν τη γενέσει της, πολύ κοντά στα δρώντα και πάσχοντα υποκείμενα, όταν ανυποψίαστα για την έκβαση των γεγονότων, παλινδρομούν στο παρελθόν, ενώ γνωρίζουν ότι είναι τετελεσμένο, καθώς οι νέοι καιροί είναι παρόντες κι όλα έχουν αλλάξει ανεπανόρθωτα και αδικαίωτα.

* Το βιβλίο του Αντώνη ‘Εξαρχου, «Σχεδόν αποδομητικά…» (τυπογραφική επιμέλεια: Νίκος Μπλαζουδάκης, εκδόσεις Ηριδανός) παρουσιάζεται αύριο στις 6 το απόγευμα, στο Polis Art Cafe (Πεσμαζόγλου 5). Την εκδήλωση θα χαιρετίσει ο ποιητής Μιχάλης Γκανάς. Θα μιλήσουν οι συγγραφείς Σταυρούλα Δημητρίου και Τηλέμαχος Κώτσιας. Αποσπάσματα από τα διηγήματα θα διαβάσει ο ηθοποιός Νίκος Αρβανίτης.  θα ακουστούν ηπειρώτικα πολυφωνικά με το συγκρότημα Χαονία, ενώ κλαρίνο θα παίξει ο Θωμάς Λώλης.