Του Βασίλη Κ. Καλαμαρά (vasillis.kalamaras@gmail.com)

Ο Ισραηλινός συγγραφέας Άμος Οζ, λίγα εικοστετράωρα, προτού χαιρετίσουμε το νέο έτος, εξέπνευσε, αφού είχε δώσει πολλές και πολλαπλές μάχες με την επάρατο.

Δεν είχε προλάβει να κλείσει ολόκληρα τα ογδοντάχρονά του, είχε όμως ζήσει τα πρώτα ιδρυτικά χρόνια του κράτους του Ισραήλ, καθώς ήταν ένας από τους τελευταίους μάρτυρες ενός στοιχήματος που πρόσκαιρα κερδήθηκε και στην πορεία χάθηκε, αφού ο φανατισμός έδρασε ως κακιά σκιά πάνω από Ισραηλινούς και Παλαιστίνιους.

Βρέθηκε εγγύτερα στο πνεύμα του σοσιαλισμού, ο γεννημένος -με το πραγματικό του επώνυμο «Κλάουσνερ»-το 1939 στην Ιερουσαλήμ από γονείς που είχαν μεταναστεύσει στο υπό δημιουργία κράτος από την Λιθουανία και την Πολωνία- το ψευδώνυμο ‘Οζ σημαίνει «δύναμη» στα εβραϊκά.

Το πείραμα των κιμπούτς της Χούλντα, της κολεκτιβοποίησης των πάντων -πριν την φάση της αγοράς της εργασίας- το δοκίμασε εκ των έσω, γιαυτό πάντα παρέμεινε πιστός στις αρχές της Αριστεράς και εναντιώθηκε σε κάθε είδους εξτρεμισμό. Μία από τις κρυφαίες αντιδράσεις που αντίβαινε στις φιλειρηνικές αρχές του, ήταν η υιοθέτηση της εισβολής των ισραηλινών στρατευμάτων στο Λίβανο ενάντίον της οργάνωσης Χεζμπολάχ.

Με αφορμή το τελευταίο του βιβλίο με δοκίμα «Αγαπητοί ζηλωτές» -κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη, όπως και η πλειονότητα των βιβλίων του- είχε δώσει συνέντευξη στην ιταλική εφημερίδα «Λα Ρεπούμπλικα» (όπως την μετέφερε ο Θανάσης Γιαλκέτσης στην «Εφημερίδα των Συντακτών»), όπου αναφέρεται στον πάσχοντα από φανατισμό άνθρωπο:

«Ο αληθινός φανατικός δεν ενδιαφέρεται για τα συγκεκριμένα πρόσωπα ούτε για την καθημερινή κοινωνική ζωή. Το δικό του ενδιαφέρον είναι για μια πίστη και μιαν ιδέα. Νομίζει ότι δρα για το καλό του άλλου, αλλά στην πραγματικότητα θέλει έναν κόσμο στον οποίο όλοι θα του μοιάζουν, όλοι θα είναι ίδιοι, και επομένως δεν θα υπάρχει πλέον ο άλλος. Μια σαφής ένδειξη με την οποία αναγνωρίζουμε ένα φανατικό είναι η έλλειψη της αίσθησης του χιούμορ».

Σε αντίθεση με τον Αβραάμ Β. Γεοσούα, τον άλλο σημαίνοντα Ισραηλινό συγγραφέα, ο οποίος θέτει «κόκκινες» γραμμές μεταξύ αυτοβιογραφίας και λογοτεχνίας, ο ‘Αμος Οζ  αντλεί λοξά από την αυτοβιογραφία του και καθίσταται ο δημιουργός μίας διαρκούς και επαναφορτιζόμενης σάγκας για την ιστορία του κράτους του Ισραήλ, με γνώμονα τις πάντα ανοιχτές και υπό διαμόρφωση οικογενειακές σχέσεις.

«Πιστεύω ότι είμαι ένας “οικογενειακός” (domestic) συγγραφέας. Βρίσκω ότι η οικογένεια είναι ο πιο μυστήριος, ο πιο παράδοξος, ο πιο σουρεαλιστικός, ο πιο τραγικοκωμικός θεσμός που υπάρχει στη ζωή μας. Για μένα η οικογένεια, η δική μου και των άλλων, είναι η πηγή από όπου αντλώ τα θέματά μου.

Βεβαίως, όταν λέμε οικογένεια πρέπει να συμπεριλάβουμε και όλες τις πολιτικές και κοινωνικές της παραμέτρους, το ιστορικό φόντο στο οποίο αυτή κινείται. Ιδιαίτερα στο Ισραήλ, όπου η Ιστορία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της καθημερινότητας κάθε οικογένειας», είχε πει και είχε σφραγίσει έτσι με τα δικά του λόγια την επιλογή του ως προς την συγγραφή.

Τα έργα του, μυθιστορήματα και διηγήματα, όταν άρχισε να τα γράφει, δεν είχε διαμορφώσει μία πυρηνική ιδέα, γύρω την οποία θα περιστραφεί η αφήγηση. Η εκκίνηση της σχηματοποποίησής τους γίνεται, όταν οι σκιές των χαρακτήρων του «έπεφταν» πάνω στο λευκό χαρτί: «Τους ακούω στο κεφάλι μου. Μου μιλάνε και τους μιλώ. Για αρκετό καιρό δεν γράφω τίποτα. Υστερα αρχίζω να τους βλέπω: πώς ντύνονται, ποιος είναι κοντός και ποιος ψηλός. Και συλλέγω τις στιγμές που συγκρούονται μεταξύ τους. Η σύγκρουση αυτή θα αποτελέσει το κουκούτσι της πλοκής του βιβλίου».

Φωτογραφία: Ο ‘Αμος Οζ διαβάζει στα εβραϊκά το μυθιστόρημά του «Η ίδια θάλασσα»