Της Ζωής Τόλη

«Ένας ανεπαίσθητος πόνος», του Χάρολντ Πίντερ στο Θέατρο «Μπιπ», σε μετάφραση του Αλέξη Αλάτση και σκηνοθεσία της Χριστίνας Χριστοφή.

Το έργο γράφτηκε το 1958 με πρωτότυπο τίτλο «A slight ache» και αρχικά προοριζόταν για το ραδιόφωνο, όχι πολυπαιγμένο που διακρίνεται ακόμα και σήμερα η διαχρονικότητά του. Εξάλλου το αίτημα της ειλικρινούς και μη συμπλεγματικής επικοινωνίας σε όλα τα επίπεδα της ανθρώπινης δραστηριότητας, είναι επίκαιρο και ζωτικής σημασίας και στον παρόντα χρόνο.
Αποτελεί μια χρήσιμη και καταλυτική συνθήκη για την κοινωνική προαγωγή.

Τι γίνεται όταν ένας εισβολέας παραβιάζει τον comme il faut μικρόκοσμο ενός τυπικού ζευγαριού με τακτοποιημένη ζωή; Ο Έντουαρντ και η Φλώρα μεσήλικες, ζουν φιλήσυχα στην αγροικία τους στην αγγλική εξοχή. Πώς αντιμετωπίζουν αυτή την απροσδόκητη επέμβαση στην προσωπική τους ζωή;

Παρακολουθούμε σκηνές απείρου κάλλους, με τον ηλικιωμένο επισκέπτη/ εισβολέα που πουλάει σπίρτα, να παραμένει εντελώς σιωπηλός, ακίνητος, σκέτος γρίφος και το ζευγάρι να αναστατώνεται. Η αντίδραση είναι σφοδρή με διαφορετικό όμως τρόπο έκφρασης λόγου και κίνησης που προοικονομεί και τον τρόπο αντίληψης της πραγματικότητας από τον καθένα.

Πέφτουν οι μάσκες και καθώς ο ξένος, αντιπροσωπεύει το μη οικείο, γίνεται ταυτόχρονα ο αναδευτής του ζελεδένιου κόσμου τους. Κρυμμένες επιθυμίες αναδύονται, αλήθειες ξεστομίζονται αυθόρμητα, σε κλίμα όπου η υποδόρια δράση, αλλά και η φανερή βαθαίνουν το ρήγμα ανάμεσα στον Έντουαρντ και την Φλώρα.

Η αίσθηση της απειλής και η όλη αλλόκοτη συμπεριφορά του σπιρτοπώλη πυρπολούν κρυμμένους φόβους και καταπιεσμένα συναισθήματα. Η ειρωνεία και το τραγελαφικό ύφος πολιορκούν την σκοτεινή, προφυλαγμένη πλευρά των ηρώων, η οποία εκτινάσσεται σαν λάβα ηφαιστείου και παρασέρνει τα πάντα. Άλλος νικιέται, όπως ο Έντουαρντ που δεν θέλει να δει την αλήθεια και άλλος μετακινείται προς το «ανθηρό» και το καινούριο, όπως η Φλώρα.

Όλο αυτό το μεταπτωσιακό περιβάλλον η σκηνοθέτιδα Χριστίνα Χριστοφή το αποτυπώνει με ενάργεια, τονίζοντας σθεναρά την οδυνηρή κλιμάκωση της ψυχοσύνθεσης των ηρώων. Την πτώση και την τύφλωση του ενός και την χαρά / ανυπομονησία της άλλης μπροστά στο πολλά υποσχόμενο μέλλον.

Η σκηνοθετική γραμμή φωτίζει την εμβέλεια της επιλογής και πώς αυτή μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα. Μόνο που αυτή η ικανότητα της επιλογής, τελικά, όπως φαίνεται, είναι μόνο για δυνατούς λύτες στο σταυρόλεξο του κοινωνικού γίγνεσθαι.

Φλύαρος λόγος, σιωπές, πλούσια εκφραστικότητα, μεταφορές, λεκτικές αδιάφορες εντάσεις και σωματική κίνηση τελοιοποιούν το δραματικό ένδυμα των ηθοποιών που ερμηνεύουν ευσυνείδητα και με σεβασμό στο κείμενο.

Αποκαλύπτουν το εύρος και το βάθος του ανεπαίσθητου πόνου που και αισθητότατος γίνεται βαθμιαία, όσο εξελίσσεται η πλοκή, και πολλές αντιστάσεις έχει για να βγει από το στεγανό κέλυφός του.

Οι παύσεις που παρατηρούνται επιτείνουν την απόλυτη δυσκαμψία της θεμελιακής επαφής των χαρακτήρων, στοιχείο δηλωτικό της ψυχοπνευματικής αποξήρανσής τους. Η πιντερική γλώσσα, με τολμηρή ευθύτητα τσιγκλίζει τους πρωταγωνιστές και συνακόλουθα το θεατή που «βλέπει» και «ακούει» το μέγεθος της δικής του επικοινωνιακής χρεωκοπίας.

Ο Δημοσθένης Φίλιππας, ως Έντουαρντ, πολύ καλός, σε δύσκολο ρόλο, καθώς πρέπει να περάσει τα στάδια της αμφισβήτησης, της οργής, της εθελοτυφλίας, της καταρράκωσης και του τελικού αφανισμού. Απειλείται πλήρως και καθοριστικά, ανήμπορος να ερμηνεύσει τα «σημάδια» και ανάπηρος μπροστά στη συναισθηματική μεταλλαγή που υφαίνεται υποδόρια.

Όσο πιο πολύ αναγκάζεται να δει το ναυάγιο της σχέσης του με τη Φλώρα, αλλά και γενικότερα του βίου του, τόσο πιο πολύ τυφλώνεται. Ο τρόπος που αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα προμηνύει την αποκαθήλωσή του από το πάγιο, νοικοκυρεμένο καθεστώς του εαυτού και των αποκτημάτων του.

Φλώρα είναι η Μαρία Μπρανίδου, αρκετά γήινη, αεικίνητη, αποπνέει μια ζεστασιά και ταυτόχρονα έναν κραταιό δυναμισμό, κεντραρισμένη στο ρόλο της. Ανάλογα με τη σκηνική πράξη, κινείται με υποκριτική ευχέρεια και αξιοσημείωτη προσαρμοστικότητα. Η ερμηνεία της ξεχωρίζει με το εκτόπισμά της.

Τον πλανόδιο πωλητή υποδύεται ο Κωνσταντής Μιζάρας, με τέτοια νουνέχεια και εσωτερικότητα που κερδίζει το θεατή. Η σιωπηλή του παρουσία αποκτά ανατρεπτική δραματική υφή, προκαλώντας ένα πέπλο μυστηρίου. Η εκνευριστική ακινησία του είναι ο μοχλός που βγάζει στη φόρα την προσεκτικά καταχωνιασμένη ζοφερή έκδοση του χαρακτήρα του ζευγαριού.

Έκδοση που εμπεριέχει υπόγειες διαδρομές, χαμαιλεοντικές αναρριχήσεις, ψευδεπίγραφα όνειρα και ασυμβίβαστο τρόμο για οποιαδήποτε αλλαγή. Τους υποβλητικούς φωτισμούς, εναρμονισμένους με το θεματικό πυρήνα, φροντίζει ο Γιάννης Ζέρβας, τα σωστά σκηνικά και τα ενδεικτικά κοστούμια η Μυρτώ Κοσμοπούλου και την υπαινικτική μουσική οι Stratum 3.

Με καλή μετάφραση, αβανταδόρικη σκηνοθεσία, λειτουργική σκηνογραφία και γεμάτες βάθος ερμηνείες, η παράσταση διακρίνεται για το κατασκευαστικό της ανάστημα. «Ανεπαίσθητος πόνος», μια δομημένη θεατρική δουλειά, με αέρα ποιητικό, απολαυστική, σκωπτική και ιδιαίτερα οχληρή, λόγω των συμβολισμών και της θεματικής της.

YΓ: Οι δύο τελευταίες παραστάσεις αύριο και μεθαύριο.