Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

**** Βικτώρια και Αμπντούλ

Victoria and Abdul. Βρετανία, 2017. Σκηνοθεσία: Στίβεν Φρίαρς. Σενάριο: Λι Χολ. Ηθοποιοί: Τζούντι Ντεντς, Άλι Φαζάλ, Ολίβια Γουίλιαμς, Μάικλ Γκάμπον, Έντι Ίζαρντ. 112 λεπτά.

Σε αληθινή ιστορία στηρίζεται η ταινία του Στίβεν Φρίαρς, που πρωτοείδαμε στο πρόσφατο φεστιβάλ της Βενετίας: στην ιστορία της φιλίας που αναπτύσσεται ανάμεσα στη βασίλισσα Βικτώρια (εκπληκτική όπως πάντα στο ρόλο της βασίλισσας η Τζούντι Ντεντς) και τον Ινδό Αμπντούλ, ο οποίος το 1887 στέλνεται από την Ινδία στο Λονδίνο για να παραδώσει στη βασίλισσα ένα ειδικό ινδικό μετάλλιο με αφορμή το Χρυσό Ιωβιλαίο της βασίλισσας.

Η Βικτώρια θα τον συμπαθήσει, θα τον κάνει αρχικά υπηρέτη της και στη συνέχεια πνευματικό της δάσκαλό της, προκαλώντας την αντίδραση και την έχθρα των αυλικών της. Ο Φρίαρς καταγράφει τη σταδιακή αυτή ανάπτυξη της φιλίας ανάμεσα στους δυο τους, με μπόλικο χιούμορ και λεπτή ειρωνεία (το σενάριο περιέχει μερικούς από τους πιο απολαυστικούς διαλόγους).

Παράλληλα φτιάχνει, με βάση το εξαίρετο σενάριο του Λι Χολ, ένα πιο ανθρώπινο, πάντα με χιούμορ, πορτρέτο της Βικτώριας, «κλεισμένης» σ’ ένα ασφυκτικό, κάτω από αυστηρούς κανόνες, παλάτι, κουρασμένης από τις διάφορες επίσημες υποχρεώσεις της – ανάμεσα στις πιο απολαυστικές σκηνές αναφέρω εκείνες που την ξυπνούν κάθε πρωί, τη σηκώνουν και την ντύνουν, ή εκείνες όπου, στα διάφορα επίσημα γεύματα, έχοντας δοκιμάσει όλα τα φαγητά, την παίρνει ο ύπνος  ή ακόμη εκείνες με το γιατρό που ενδιαφέρεται για την «κίνηση των εντέρων της», όπως την αναφέρει, γνωρίζοντας πως αυτή υποφέρει από δυσκοιλιότητα.

Ο Φρίαρς αναπλάθει με ξεχωριστή φροντίδα την εποχή (είτε αυτή της Ινδίας του 19ου αιώνα, είτε αυτή της αυτοκρατορικής Αγγλίας), δείχνοντάς μας μιαν άλλη, διαφορετική πλευρά του βασιλικού οίκου και των σκευωριών του, καθώς και τη στάση του απέναντι στην τότε υπό βρετανική κυριαρχία Ινδία (με σχόλια που δίνονται μέσα από το χαρακτήρα του βοηθού του Αμπντούλ, Μοχάμεντ). Όλα μέσα από εικαστικά έξοχες, στιλιζαρισμένες σκηνές (η ωραία φωτογραφία είναι του Ντάνι Κοέν, υπευθύνου και για τη φωτογραφία στο “Λόγο του βασιλιά”), που θυμίζουν περισσότερο την εποχή που αυτός γύριζε ταινίες όπως «Το ωραίο μου πλυντήριο» και «Τεντώστε τ’ αυτιά σας».

 

** 1/2- Πικαδέρο

Picadero. Ισπανία/Βρετανία, 2015. Σκηνοθεσία-σενάριο: Μπεν Σάροκ. Ηθοποιοί: Μπάρμπαρα Γκοενάγκα, Ζόριον Εγκιλεόρ, Γιοζέμπα Ουσαμπιάγκα. 98 λεπτά.

Στη χώρα των Βάσκων στρέφεται ο νέος Βρετανός σκηνοθέτης Μπεν Σάροκ στην πικρόγλυκια αυτή δραματική κομεντί του (βραβείο “Μάικλ Πάουελ” καλύτερης βρετανικής ταινίας στο φεστιβάλ του Εδιμβούργου), για να μας αφηγηθεί την ιστορία δυο νεαρών, βασικά άνεργων, νέων, του Γκόρκα και της Άνε, ενός τυπικού στη σημερινή κρίση ζευγαριού, που χωρίς δικό του σπίτι, προσπαθεί να βρει κάποιο δικό του χώρο για να ολοκληρώσει τον έρωτά του, για να καταλήξει στα “πικαδέρος”, ειδικούς χώρους που χρησιμοποιούνται για σεξ.

Ταινία δοσμένη με ζεστασιά, ανθρωπιά, χιούμορ, ενδιάμεσα με μια πικρή γεύση,  αλλά και κριτική ματιά πάνω στην πρόσφατη οικονομική κρίση που έχει πλήξει ιδιαίτερα τους νέους, αποσπώντας ταυτόχρονα δυο πολύ καλές ερμηνείες από το δίδυμο των ηθοποιών του.

 

** 1/2 – Ενα κάποιο τέλος

The Sense of an Ending. Βρετανία, 2017. Σκηνοθεσία: Ρίτες Μπάτρα. Σενάριο: Νικ Πέιν, από μυθ.  Τζούλιαν Μπαρνς. Ηθοποιοί: Σάρλοτ Ράμπλινγκ, Τζιμ Μπρόουντμπεντ, Χάριετ Γουόλτερ, Έμιλι Μόρτιμερ. 108 λεπτά.

Με βάση το ομότιτλο, βραβευμένο μυθιστόρημα του Τζουλιαν Μπαρνς (βραβείο Booker), ο Ινδός σκηνοθέτης Ρίτες Μπάτρα (“The Lunchbox”) έφτιαξε μια ταινία γύρω από τη μνήμη, τον έρωτα και φιλία.

Πρωταγωνιστής ένας χωρισμένος, συνταξιούχος 60άρης, που ζει με την έγκυο κόρη του, και που μια “κληρονομιά” τον αναγκάζει, μέσα από μια σειρά φλας μπακ, να στραφεί στο παρελθόν, την καταπιεσμένη νιότη του, τους έρωτες και τις φιλίες του.

Ο Μπάτρα συνδυάζει με δεξιοτεχνία το παρόν με το παρελθόν, επιλέγοντας τις μικρές εκείνες λεπτομέρειες που ρίχνουν φως στο χαρακτήρα των προσώπων του, εκμεταλλευόμενος και το στοιχείο του σασπένς, για να δημιουργήσει την κατάλληλη ατμόσφαιρα, και να αποσπάσει μιαν εξαιρετική ερμηνεία από τον Τζιμ Μπρόουντμπεντ, κι είναι κρίμα που στο τελευταίο μέρος καταφεύγει στα κλισέ και τους συναισθηματισμούς, αφαιρώντας από τη δύναμη του κεντρικού χαρακτήρα του.