Από το χρονικό μιας γενοκτονίας ως τη δύναμη μιας φιλίας

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

 

**** Η πράξη του φόνου

 

The Act of Killing. Βρετανία/Δανία/Νορβηγία, 2012. Σκηνοθεσία-σενάριο: Τζόζουα Οπενχάιμερ, Ανώνυμος και Κριστίν Σιν. Με τους: Άνβαρ Κογκό, Χέρμαν Κότο, Σιαμσούλ Αρίφιν. 122΄

Μια συγκλονιστική εικόνα της γενοκτονίας στην Ινδονησία παρουσιάζει στο τολμηρό αυτό, υποψήφιο για Όσκαρ ντοκιμαντέρ του (αρχικά διαρκούσε τρεις ώρες), «Η πράξη του φόνου» («Η διαδικασία του φόνου» θα ήταν ίσως μια πιο σωστή μετάφραση), ο Τζόζουα Οπενχάιμερ (ήδη προβλήθηκε πρόσφατα το επόμενο, το ίδιο συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ του, «Η όψη της σιωπής»), που καταγράφει τις φρικτές αποκαλύψεις των πρώην ηγετών της Ινδονησίας για τις εν ψυχρώ σφαγές των αντιφρονούντων στη δεκαετία του ’60, σφαγές που δυστυχώς συνεχίζουν και οι σημερινοί στρατιωτικοί ηγέτες της χώρας.

Η ταινία παρακολουθεί ένα οφθαλμίατρο, αδερφό ενός από τα θύματα της σφαγής του 1965 (όπου τα θύματα της στρατιωτικής δικτατορίας είχαν ξεπεράσει το ένα εκατομμύριο) να αναζητά τους σφαγείς του αδερφού του και τους συγγενείς τους, από το ίδιο χωριό, ζητώντας τους να θυμηθούν τη συγκεκριμένη περίοδο και να μιλήσουν για το ρόλο τους στα γεγονότα.

Ενώ εξετάζει την όραση τους για γυαλιά, αυτοί απαντούν στις ερωτήσεις του, εξηγώντας με κάθε λεπτομέρεια τους φριχτούς τρόπους της σφαγής με τους οποίους σκότωναν τα θύματά τους (το κόψιμο των κεφαλιών, το ξεκοίλιασμα, το κόψιμο των βυζιών των γυναικών, ακόμη και του πέους των αντρών), υποτιθέμενους κομμουνιστές συχνά, διανοούμενους ή απλά αντιφρονούντες που τους χαρακτήριζαν κομουνιστές για να κερδίσουν, όπως πίστευαν, τη συμπάθεια των χωρικών.

Ορισμένοι από αυτούς αφηγούνται τα «κατορθώματά» τους με περηφάνεια (με φαντασιώσεις για ταινίες μιούζικαλ, με ορισμένους να μιλάνε για την αγάπη τους για τις ταινίες της εποχής, με τον Έλβις Πρίσλεϊ και άλλους), με την αίσθηση πως βοήθησαν το καθεστώς να επιβάλει την ειρήνη, την τάξη και την ασφάλεια, Ενώ άλλοι επιμένουν πως είναι πια καιρός όλα αυτά να ξεχαστούν («το παρελθόν είναι παρελθόν» τονίζει ένας από αυτούς).

Ακόμη, ορισμένοι συγγενείς τους ζητούν συγχώρεση, ενώ άλλοι επιμένουν πως δεν γνώριζαν τι συνέβαινε (εξηγώντας πως ήταν μικρά παιδιά στην περίοδο της σφαγής) ή αποφεύγουν να δεχτούν την αλήθεια (όπως ακριβώς οι Γερμανοί που έκαναν πως δεν γνώριζαν τίποτα για το Ολοκαύτωμα, ακόμη και όταν ζούσαν σε χωριά η πόλεις κοντά στα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης).

Σε μια από τις πιο συγκλονιστικές σκηνές της ταινίας, ο οφθαλμίατρος μιλάει στα παιδιά και τη σύζυγο ενός από τους αρχηγούς των δολοφόνων χωρικών (ο οποίος  έχει ήδη πεθάνει αλλά που είχε εξομολογηθεί τα κατορθώματα του σε ένα αποκαλυπτικό βίντεο) όπου, τελικά η σύζυγος ζητάει από τον οφθαλμίατρο συγγνώμη για όσα φριχτά διέπραξε ο άντρας της.

Σημαντική είναι και η σκηνή όπου ο οφθαλμίατρος συναντά δυο χωρικούς, τη γυναίκα και τον  άρρωστο, σε άνοια πια, γερασμένο δολοφόνο/σύζυγο (αξίζει να σημειώσω πως οι στρατιωτικοί ανάθεταν σε χωρικούς τη σφαγή των κομουνιστών και των αντιφρονούντων, για να μη μπορεί η διεθνής κοινή γνώμη να τους καταγγείλει ως υπεύθυνους), σκηνή που καταλήγει να συγκινούνται και οι δυο, θύμα και θύτης, και να συγχωρεί ο ένας τον άλλο, για να μπορέσουν να ζήσουν ειρηνικά ως γείτονες που είναι. Εκείνο που ίσως να χρειαζόταν ακόμη το συγκλονιστικό αυτό, σοκαριστικό ντοκιμαντέρ ήταν μια σε βάθος τοποθέτηση των ιστορικών γεγονότων, που θα έδινε μια πιο πλατιά εικόνα της μεγαλύτερης Ιστορίας και τη θέση της σ΄ εκείνη της Νοτιοανατολικής Ασίας.

*** ½ – Μικροί κύριοι

Little Men. ΗΠΑ, 2016. Σκηνοθεσία: Άιρα Σακς. Σενάριο: Άιρα Σακς, Μαουρίτσιο Ζακαρίας. Ηθοποιοί: Γκρεγκ Κίνιαρ, Τζένιφερ Ελε, Τέο Τάπλιτζ, Μάικλ Μπαρμπιέρι, Πολίνα Γκαρσία. 85΄

Η δυνατή φιλία ανάμεσα σε δυο τινέιτζερς ενάντια στον κόσμο του χρήματος και ένα τελικά ανύπαρκτο αμερικανικό όνειρο είναι στο επίκεντρο της όμορφης αυτής, συγκινητικής, δοσμένης με ανθρωπιά και αγάπη, ταινίας του Άιρα Σακς. Δυο μαθητές από διαφορετικά κοινωνικά στρώματα, ο Τζέικ (Τέο Τάπλιτζ), που του αρέσει η ζωγραφική και ο Τόνι (Μάικλ Μπαρμπιέρι), που θέλει να γίνει ηθοποιός, συναντιούνται στο Μπρούκλιν, όταν ο Τζέικ φτάνει με τους γονείς του, τον πατέρα ηθοποιό, Μπράιαν (Γκρεγκ Κίνιαρ) και τη θεραπεύτρια μητέρα του, Κάθι (Τζένιφερ Έλε), για να μετακομίσουν στο σπίτι που κληρονόμησαν από το νεκρό παππού. Τόνι ζει με τη μητέρα του Στο ίδιο κτίριο ζει ο Τόνι με την μητέρα του, Λίνορ (Πολίνα Γκαρσία), που διευθύνει κατάστημα ενδυμάτων το οποίο ο νεκρός παππούς παραχωρούσε με χαμηλό ενοίκιο («είμασταν φίλοι, με αγαπούσε», θα πει σε μια στιγμή η Λίνορ στον Μπράιαν).

Ανάμεσα στα δυο παιδιά αρχίζει να αναπτύσσεται μια ωραία, δυνατή φιλία που κινδυνεύει όταν οι δυο κληρονόμοι του σπιτιού/μαγαζιού, πατέρας του Τζέικ (οι πρόβες στο ρόλο του Τριγκόριν από τον «Γλάρο» του Τσέσοχ σχολιάζουν έμμεσα το χαρακτήρα του) και η στραμμένη αποκλειστικά προς το κέρδος αδερφή του, αποφασίζουν να αυξήσουν σημαντικά το ενοίκιο (ποσό που η Λίνορ δεν μπορεί να πληρώσει) αναγκάζοντάς την να το εγκαταλείψει.

Εκείνο που ενδιαφέρει πάνω απ’ όλα τον Σακς («Love Is Strange») είναι η σχέση ανάμεσα στα δυο παιδιά και ο αντίκτυπος στις δυο οικογένειες. Σχέση που παρακολουθεί και αναπτύσσει με τρόπο εξαιρετικό, δίνοντας στα πιο ασήμαντα, φαινομενικά, στοιχεία, τη σημασία αλλά και την ομορφιά που τους αξίζει, αφήνοντας την κάμερά του να καταγράφει με κάθε λεπτομέρεια τη συμπεριφορά, τις αντιδράσεις, τις σιωπές, τα βλέμματα των ηθοποιών του, ιδιαίτερα των δυο νεαρών που ερμηνεύουν τα δυο αγόρια. Ηθοποιών που δείχνουν να βιώνουν πραγματικά τους ρόλους τους, να αισθάνονται και να εκφράζονται με απίστευτη δύναμη και πειθώ τους δυο χαρακτήρες, να εκφράζουν με πάθος και αποφασιστικότητα τα αισθήματά τους (αναφέρω χαρακτηριστικά τη σκηνή του Τόνι να επαναλαμβάνει με την ίδια επιθετικότητα τις φράσεις που του φωνάζει ο καθηγητής υποκριτικής, από τις πιο δυνατές σκηνές της ταινίας).

Μπορεί οι δυο νεαροί φίλοι να είναι «μικροί», σύμφωνα με τον τίτλο, στην πραγματικότητα όμως, αποδεικνύονται τελικά πιο μεγάλοι και πιο σοφοί από τους «μεγάλους» πατεράδες τους που, παρασυρμένοι από το κυνήγι του χρήματος είναι έτοιμοι να καταστρέψουν οποιοδήποτε αίσθημα και ανθρωπιά γύρω τους.

*** Personal Shopper: Η βοηθός

Personal Shopper. Γαλλία/Γερμανια, 2016. Σκηνοθεσία: Ολιβιέ Ασαγιάς. Ηθοποιοί: Κρίστεν Στιούαρτ, Λαρς Έιντιγκερ, Σίγκριντ Μπουαζίζ, Νόρα φον Βάλστατεν, Τάι Ολγουιν. 105΄

Στο φανταστικό σινεμά και συγκεκριμένα στην ταινία τρόμου στρέφεται ο Γάλλος σκηνοθέτης Ολιβιέ Ασαγιάς στη νέα του, βραβευμένη στις Κάνες (Βραβείο σκηνοθεσίας) ταινία του «Personal Shopper¨η βοηθός¨. Με τη Κρίστεν Στιούαρτ, την 26χρονη σταρ του Twilight αλλά και της κωμωδίας Cafe Society του Γούντι Άλεν, να ερμηνεύει τη Μορίν, μια νεαρή Αμερικανίδα, βοηθό διάσημου μοντέλου και υπεύθυνη για τις επιλογές των φορεμάτων και των κοσμημάτων της, που, με το θάνατο του δίδυμου μέντιουμ αδερφού της, αρχίζει να έχει επαφές με ένα  πνεύμα που πιστεύει πως είναι εκείνο του αδερφού της.

Το πρώτο μέρος της ταινίας, με την ανάμιξη πραγματικότητας και φαντασίας, είναι σκηνοθετημένο με έμπνευση και ευρηματικότητα, με τον Ασαγιάς να δημιουργεί, με τη βοήθεια του Γιόρικ Λε Σο στη φωτογραφία, μιαν απειλητική ατμόσφαιρα, με τη χρήση των μισοφωτισμένων διαδρόμων, των περίεργων ήχων και την «εμφάνιση» τω ν φαντασμάτων, ιδιαίτερα μιας μυστηριώδους παρουσίας που παρεμβαίνει στη ζωή της Μαρίν (και που μου θύμισε εκείνη στην κλασική ταινία The Uninvited του Λούις Άλεν).

Αντίθετα, στο δεύτερο μέρος, με τη δολοφονία του μοντέλου και τα προβλήματα πνευματικής διαταραχής που δείχνει να βασανίζουν την Μορίν), ο  Ασαγιάς («Κάρλο», «Τα σύννεφα του Σιλς Μαρία»)  δείχνει να ανοίγεται, αδικαιολόγητα, σε διάφορα θέματα και να χάνει το ρυθμό, πράγμα που οφείλεται βασικά στο σενάριο (τα απειλητικά διαδικτυακά μηνύματα και τα περίεργα τηλεφωνήματα αλά-Scream), αν και σκηνοθετικά η ταινία έχει αρκετές αρετές και προκλήσεις, ιδιαίτερα στις σκηνές με την Μορίν να δοκιμάζει τα ρούχα της Κίρα (πράγμα που η Κίρα της απαγόρευε) και, φορώντας τα να αλλάζει σταδιακά προσωπικότητα, θέμα που συναντάμε και σε άλλες ταινίες του σκηνοθέτη.

** Η ενοχή των αθώων

Les Innocentes. Γαλλία/Πολωνία, 2016. Σκηνοθεσία: Αν Φοντέν. Σενάριο: Σαμπρίνα Μπ. Καρίν, Αλίς Βιάλ, Αν Φοντέν. Ηθοποιοί: Λου ντε Λάαζ, Αγκάτα Μπούζεκ, Αγκάτα Κουλέσα. 115΄

Βασισμένη σε αληθινά γεγονότα, η ταινία της Αν Φοντέν («Coco Before Chanel», «Η άλλη Μποβαρί»0, αφηγείται την ιστορία μιας Γαλλίδας γιατρού του Ερυθρού Σταυρού η οποία, στην Πολωνία του 1945, ανακαλύπτει, πως πολλές μοναχές ενός μοναστηριού είχαν βιαστεί από σοβιετικούς στρατιώτες και παραμείνει έγκυοι. Όταν οι μοναχές θέλησαν να κρατήσουν μυστική την ιστορία τους, η γιατρός αποφασίζει να μείνει στο μοναστήρι και να τις ξεγεννήσει χωρίς να αποκαλύψει στους άλλους την ιστορία τους.

Η Φοντέν ακολουθεί ένα βασικά ακαδημαϊκό στιλ για να αφηγηθεί το δράμα των μοναχών, εκμεταλλευόμενη εικαστικά την ομορφιά του παγωμένου τοπίου, αν και σεναριακά, η ταινία της έχει αρκετές αδυναμίες, με αφέλειες και μια προσπάθεια αγιοποίησης κάποιων χαρακτήρων. Στα συν της ταινίας η πολύ καλή ερμηνεία της Λου ντε Λάαζ στο ρόλο της γιατρού.