Του Βασίλη Κ. Καλαμαρά [vasillis.kalamaras@gmail.com]

Η κηδεία της Κικής Δημουλά ήταν το τελευταίο επεισόδιο στην ποίησή της. ‘Αλεκτο, σιωπηλό, αμετάδοτο, θλιμμένο μέσα στην απουσία του σώματος. Ο χρόνος ο παρών και ο χρόνος ο άχρονος, συνευρέθηκαν μάρτυρες της απώλειας χωρίς επιστροφή.

Πόση φυσική και πόση μεταφυσική χωράει πάνω από τη σορό μιάς ανθρώπου-για να θυμηθούμε τη Ζωή Καρέλλη- με την οποία συνομίλησες, με το τσιγάρο να σιγουρεύει τον πυρήνα του διαλόγου και να σκεπάζει μέσα στην αχλύ του τα λόγια που δεν μεταδόθηκαν, γιατί η ποίηση είναι αυτό που ξεφεύγει και από την επικοινωνία υπέρ της σωματικότητας του κραδασμού.

Σύμπασα η πολιτική και θρησκευτική ηγεσία την τίμησε διά του πρόεδρου της Δημοκρατίας, του πρωθυπουργού και του Αρχιεπισκόπου, και δεν θα μπορούσε να απουσιάζει από αυτό το κοινωνικά μείζον γεγονός. Δεν ξέρω ποιό μήνυμα εξέπεμψε η παρουσία τους, πάντως εκ μέρους του «ανώνυμου» κοινού δεν απόκτησε τα χαρακτηριστικά αντιστασιακής πράξης, πάντα στα συμφραζόμενα της ελληνικής κρίσης. ‘Ισως θα πρέπει να θυμηθούμε ότι η εκλιπούσα είχε στενή σχέση με τον Κώστα Καραμανλή, αν και δεν θα πρέπει να την περάσουμε από το κόσκινο της πολιτικής της ένταξης.

Το φαινόμενο Δημουλά, δημιουργήθηκε μετά τον θάνατο του σύζυγου της ποιητή ‘Αθου Δημουλά, πάντα στη σκιά του, όπως δήλωνε η ίδια, με κάμποσα πικάντικα για τη συνύπαρξη τους υπό την κοινή δημιουργική στέγη.

Πρέπει να ήταν στα τέλη της δεκαετίας του ’80, που άρχισαν να προσμετρώνται περισσότεροι θάνατοι και λιγότερες ζώσες περιπτώσεις. Το κενό που άφηναν πίσω τους οι «μεγάλοι», έπρεπε (και) μιντιακά και καλυφθεί. Τα δημοσιογραφικά γραφεία, καθώς ξέμειναν από πρόσωπα με αξιακό πρόσημο, ανακάλυπταν στο πρόσωπο της το «Λίγο του κόσμου» και το «Τελευταίο σώμα μου» -δυό παλιά βιβλία που επανεκδόθηκαν από τις εκδόσεις Στιγμή.

Δεν περίμεναν τα Μέσα την αναγόρευσή της σε ακαδημαϊκού, ούτε το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας για να δημοσιοποιήσουν τον λόγο της από τις στήλες των εφημερίδων. Είχαν ήδη προβλέψει ότι η Κική Δημουλά θα ήταν από τούδε και στο εξής έγκυρη και καθωσπρέπει. ‘Αλλωστε οι συνεντεύξεις της δεν προκαλούσαν, δεν ξένιζαν, δεν έπαιρναν θέση, δεν είχαν καταγγελτικό τόνο.

Ετσι κι αλλιώς οι απαντήσεις της διατυπώνονταν γραπτώς, μετά την αποστολή γραπτών απαντήσεων. Πάντα επιθυμούσε μια τελευταία ματιά, πριν τη δημοσίευσή τους. Δεν προτίθεμαι να τονίσω ότι όλη αξία του ποιητικού της έργου ήταν δημιούργημα άνωθεν, των δημοσιογραφικών επιτελείων. Περισσότερο κάλυπτε την ανάγκη του συγκεκριμένου επαγγέλματος να αναπαραχθεί μέσα από ένα «καινούριο» και «αξιόπιιστο» πρόσωπο.

Ομως, παρέμεινε ώς το τέλος ποιήτρια, μία λοξίας της αλήθειας, έστω κι αν είχε παραχορτάσει από προσκλήσεις, αποδοχή, ανατυπώσεις. «Σκοτάδι και χάος», ήταν ο τίτλος συνέντευξής της στην Χέραλντ Τριμπιούν, με αφορμή της κυκλοφορίας ποιημάτων της από το Πανεπιστήμιο του Γέιλ, ρίχνοντας ταφόπλακα στους υπέρμαχους του Μνημονίου. Η τελευταία της ποιητική συλλογή «’Ανω τελεία» περίμενε την τελεία του τέλους της. Την είχε προβλέψει ότι θα την έβαζε ο θάνατος.