Tου Βασίλη Κ. Καλαμαρά [vasillis.kalamaras@gmail.com]

Πολλή συζήτηση έχει προκαλέσει τις τελευταίες δεκαετίας η έμφυλη κριτική ανάγνωση της λογοτεχνίας. Το φύλο, μετά την είσοδο των γυναικών στο πολιτικό και κοινωνικό  προσκήνιο επί ίσοις όροις με τους άντρες, προκάλεσε στην κειμενική συγκρότηση τον κραδασμό της εμφάνειας του καταπιεσμένου και περιθωριοποιημένου προσώπου.  

Οι τέσσερις ποιήτριες που παρουσιάζουμε δεν προσπαθούν να διαφύγουν μέσα από την ανάγνωση από το πατριαρχικό κοσμοείδωλο, το οποίο εξακολουθεί δια των ηλεκτρονικών παιχνιδιών να επανέρχεται, έστω και με όρους ανάκλησης του συμβόλου της γυναίκας-αμαζόνας.

Ωστόσο, κατευθύνονται κατευθείαν τοξεύουσες στο κέντρο του μητριαρχικού φαντάσματος, όπως αυτό έχει καθηλωθεί, μετά την κατανάλωση, σε αναφορές αρχετύπων. Ενας κάποιος ύστατος χιπισμός, μετά τον μαραρμό των «παιδιών των Λουλουδιών» και της αφομοίωσής του ως ενδυματολογική χειρονομία από τις βιομηχανίες της μαζικότητας της συνείδησης, επανέρχεται περισσότερο ως διαφυγή από την περιρρέουσα πραγματικότητα του νέου παγκοσμιοποιημένου κόσμου μας. Η όποια γοτθικότητα, απόρροια ξένων αναγνώσεων και υπό την αγωνία της επίδρασης, εκβάλλει στην τραγικότητα του βίου σε μία σκηνή κατεστραμμένη και ερειπωμένη.

                                         Κατερίνα Ζησάκη

Η προφορικότητα, έτσι όπως διαμορφώνεται στα νεανικά στέκια, με κάποια δόση λογιοσύνης αποτέλεσμα βιβλιακής ζύμωσης, κατακλύζει τη δεύτερη ποιητική συλλογή της Κατερίνας Ζησάκη, «μισέρημος». Στο εξώφυλλο κυριαρχεί ένα έργο της Αντιγόνης Κουράκου που παραπέμπει συνειρμικά στο «Κοράκι» του ‘Εντγκαρ ‘Αλαν Πόου.

Οι σχέσεις αρσενικού και θηλυκού έχουν διαρραγεί, τα σώματα κινούνται και δεν κινούνται, νέα ρομπότ σε νέες σκηνοθεσίες μακάβριου θεάματος, στις οποίες το αίμα λειτουργεί ως η τελευταία επιβράβευση της επιβίωσης του όντος. Δεν γνωρίζω αν η 35χρονη ποιήτρια γράφει μεταφορικά ομιλώντας με το αίμα της καρδιάς της ή αν οι πληγές είναι το όριο για να γραφτούν με αίμα τα ποιήματα της.

Γράφει: «μια μέρα θα πάρω τσιμεντόπροκα/θα δώσω μια γερή/θα λιώσω τον αντίχειρά μου/θα γκρεμίσει ο σοβάς/θ’ απομείνουν σφυρί/και καρφί και κρέατα/σφηνωμένα στον τοίχο//να ουρλιάζω από πόνο/εκεί να δεις ποίημα» («πάσα από Αναγνωστάκη για αδέξιους παίκτες»).  Το ουρλιαχτό της δεν χωράει στα όρια των σελίδων και το λευκό της, το ατύπωτο, ζητάει χειρονομιακά να γυρίσει στα ματωμένα αποτυπώματα. Μια ποίηση με γοτθικά στοιχεία, κινηματογραφούσα τον πόνο με εικόνες εφιάλτη.

*Κατερίνα Ζησάκη, μισέρημος, εκδόσεις Μανδραγόρας, σελ. 58, τιμή: 8,48€

                                                        Αγγελική Κορρέ

«Μαεστά», ο τίτλος της δεύτερης ποιητικής συλλογής της Αγγελικής Κορρέ, μιας πληθωρικής ποιητικής προσωπικότητας αν κρίνουμε από το ογκώδες αφηγηματικό ουϊτμανικό ποίημα της. Μαεστά, λοιπόν, στα ιταλικά προσφώνηση και τίτλος της ενθρονισμένης  βρεφοκρατούσας Μαντόνα. Η ρητορική, αναφωνητική και επιφωνηματική, της ποιήτριας οπωσδήποτε χρεία έχει της αναγνωστικής ετοιμότητας, καθώς δεν σε αφήνει να χαλαρώσεις, έστω και ελάχιστα, γιατί είναι μία ποίηση οραματιστική που βαθμολογείται από τον συγκρητισμό ενός οιονεί νεοπλατωνικού πνεύματος.

Λυρικός ο τόνος χωρίς να διασαλεύεται η μουσική της λέξης και του στίχου, και καθώς ο κόσμος είναι άκοσμος, άδειος, δοχείο που έχει μείνει το εκμαγείο του, μ’ αυτό το σχήμα πλάθει πηλό, πριν και μετά τον κατακλυσμό. Γιαυτό οι εικόνες της είναι κατακλυσμιαίες, πλήρεις ύδατος, θορυβούν όπως τα ρυάκια δεν ησυχάζουν μετά από μία ισχυρή νεροποντή. Κι διαρκώς καθεύδει, κατεβαίνει στον ‘Αδη, Ορφέας και Οδυσσέας, αλλά μία διαρκής άρνηση, μία αποφατική φιλοσοφική σκέψη την διαπερνά: δεν δηλώνει τι είναι, αλλά τι δεν είναι.

Ας την ακούσουμε: «κι ο μύθος έρχεται από το πουθενά καλοί μου γέροι’/ούτε ομορφιά ούτε σύμβολο ούτε κατάρα ούτε φήμη/ούτε λύρα πλατιά ούτε ανάμνηση ούτε γη δυνατή, κόκαλα, αιθέρας». ‘Απαντα από τον χου και εις τον χου επιστρέφουν, πάνω από τάφους, πάνω από σκάμματα, πάνω από ορύγματα: «Και κείνοι που δεν υπήρξανε ποτέ πως τώρα ξέρουν/ότι από πένθος συγγενή είναι κομμένα τα δάχτυλα/ότι από πένθος θεού είναι ξυρισμένα τα φρύδια’». Ο ακρωτηριασμός κι εδώ ως ύστατη πράξη, εντός και εκτός του τυπωμένου χαρτιού, όταν το βιβλίο είναι το σώμα μας και το σώμα ένα ανοιχτό, αιμάσσον βιβλίο.

* Αγγελική Κορρέ, Μαέστα, εκδόσεις Γαβριηλίδης, σελ. 128, τιμή: 10,60€

                                                      Ηλέκτρα Λαζάρ

Με τον Ιερεμία και τον Ιωήλ της Βίβλου πενθεί ως σώμα και ως γραφή, η 30χρονη Ηλέκτρα Λαζάρ. Εν τούτοις, παρά την βιβλικότητα της πρόθεσής της ως καθαρμός ψυχής. υιοθετεί το της διαμαρτυρίας ουρλιαχτό-όχι κατ’ ανάγκην το γκινσμπεργκικό, αφού ζει και αναπνέει κάτω από τον μεσογειακό ήλιο που καταυγάζει τα κτιστά έως το απόλυτο σκότος. Το ουρλιαχτό της όμως πνίγεται στην εσωτρέφεια της κίνησης που βαρύνει περισσότερο τον εαυτό του μ’ ένα σκοτάδι άφθονο και δωρεάν.

Σκότος και σ’ αυτή την πρώτη ποιητική της συλλογή, με φως από μία λάμπα πυρακτωμένη των ορυχείων είναι το νήμα για να βγούμε από τον λαβύρινθο των «Αγίων νηπίων». Μιά μουσική ακούγεται περασμένη στις πρώτες δεκαετίες του 21ού αιώνα, κι όμως επιστρέφει στην ασυμφωνία της παραδοσιακής ελληνικής οικογένειας, γιαυτό ακούγεται σαν να έχει ακουμπήσει την χορδή της καρδιάς μια λίμα βουτηγμένη στο κάρβουνο.

‘Ολα καμένα. όλα διαλυμένα, γάζες μαύρες κομμένες, λαμπτήρες πεταμένοι από άνεμο που σπάζουν στο έδαφος ανήκουστα: «Θα σπάσουμε στο φως/θα αποκολληθούμε από τον μαλακό φλοιό/Σκληροί σαν αρχαίο δρεπάνι/όχι μόνο μοναχοί/μα και τέρατα αλκοολικά/τέρατα απάντρευτα/Θα εξαπλωθούμε/με τις χαζές περιορισμένες μέρες μας/χωρίς καμία αφορμή/στον χώρο της πανευτυχίας».

Η ειρωνεία, αν και ξεθυμασμένη, αν και χωρίς κέντρο, οδηγείται στην εκτός κύκλου φυγόκεντρο, ωστόσο είναι αυτή που κρατάει τα προσχήματα ενός ήδη γελοιοποιημένου μικρόκοσμου. Τα διαφημιστικά μηνύματα, αλλά και οι προγραμματισμένες ευκολίες «Μ’ αρέσει» ή «Δεν μ’ αρέσει» των μέσων κοινωνικής δικτύωσης αποδομούνται με παρεμβάσεις στην τυπωμένη σελίδα.

* Ηλέκτρα Λαζάρ, ‘Αγια νήπια, εκδόσεις ‘Απαρσις, σελ. 39, τιμή: 8,00€

 

                                                  Μαρία Σύρρου

Στα πενήντρα τρία της, η Μαρία Σύρρου επανέρχεται με τη δεύτερη της ποιητική «Λογότυπα», με το μότο «στους ανέστιους όπου γης», με το οποίο κατά κάποιο τρόπο-προλαμβάνει την αναγνωστική εμπειρία. Ωστόσο, όσο η ανάγνωση του ποιητικού βιβλίου προχωράει, παρατηρούμε ότι η ποιήτρια εισέρχεται όλο και περισσότερο στην δική της κατεστραμμένη Νοτρ Νταμ: «μάταιοι οι καιροί που πορευόμαστε/αποσιώπησαν τη φτώχεια τους/κι η φτώχεια, για αντπερισπασμό/αποποιήθηκε τα όριά της./δίπλα μου ο φτωχότερος / λίγο πιο κει ο πιο φτωχός κι απ’ το φτωχότερο».

Η δεκαετία της Κρίσης έχει περάσει μέσα από τους στίχους της και χωρίς να εκπίπτει το αποτέλεσμά της στην καταγγελία, στρέφεται εν τούτοις εις τα ένδον, έστω και με το χαμένο στοίχημα μιας ψευδεπίγραφής ασφάλειας. Μέσα στην πόλη ζει, και σε διχοστασία βρίσκεται, την θέλει και δεν την θέλει, την επιθυμεί και δεν την επιθυμεί, την διαγράφει και επιστρέφει στα ανοίγματά της. στα πεδία της, όπου περισσεύει το φως εσθίοντας σκοτεινιά ψυχής.  ‘Οπως στην «Τελετουργία»: «τα είδα να στροβιλίζονται σ’ ατέρμονο χορό/-δέκα με δεκαπέντε (αν υπολόγισα σωστά)/μικρά, αθόρυβα κατσούφια-/να καταδύονται μέχρι τη γης/κι ύστερα πάλι προς τον ουρανό να υψώνονται/σε μια τελετουργία σιγής».

Τα ποιήματά της συν τοις άλλοις παίζουν με τον χρόνο, τον παρελθόντα, της φθοράς που διαπιστώνεται στην στιγμή του παρόντος που είναι ήδη παρελθόν, γιαυτό φωνάζει το αεί γίγνεσθαι, είμαι εδώ, είμαι παρόν, μην μου στρέφετε τα νώτα, μέσα στην ροή μου κουλυμπείστε κι  βγείτε από μέσα μου, από το ποτάμι μου ακέραιοι.

*Μαρία Σύρρου, λογότυπα, εκδόσεις Ηριδανός, σελ. 48, Τιμή: 10€