IΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Με τον εξαίρετο Λόουτς να καυτηριάζει την αδίστακτη εκμετάλλευση του απλού πολίτη   

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

**** Δυστυχώς απουσιάζαμε

Sorry We Missed You. Βρετανία, 2019. Σκηνοθεσία: Κεν Λόουτς. Σενάριο: Πολ Λάβερτι. Ηθοποιοί: Κρις Χίτσεν, Ντέμπι Χάνιγουντ, Νίκι Μάρσαλ, Ρις Στόουν, Κέιτι Πρόκτορ. 101΄

Με κάθε ταινία του ο Βρετανός (βραβευμένος δυο φορές με το Χρυσο Φοίνικα) σκηνοθέτης Κεν Λόουτς γίνεται και πιο αγωνιστικός, χωρίς όμως ποτέ να χάσει την ανθρωπιά και τη δύναμη εκείνη που κάνουν τις ταινίες του να σου μιλάνε άμεσα, και να σε συγκινούν, με τα θέματα και τα προβλήματα (κοινωνικά και πολιτικά) που (μαζί με τον τακτικό και εκλεκτό συνεργάτη του στο σενάριο, Τομ Λάβερτι) θέτει μ’ αυτές.

Το ίδιο αισθάνεσαι και με τη νέα του ταινία, «Δυστυχώς απουσιάζαμε», που πρωτοείδαμε στο διαγωνιστικό τμήμα του 72ου κινηματογραφικού φεστιβάλ των Κανών. Μια ταινία, συγγενική με τη βραβευμένη το 2016 με το Χρυσό Φοίνικα του φεστιβάλ ταινία του, «Εγώ ο Ντάνιελ Μπλέικ», μια ταινία με πρόσωπα, καταστάσεις και πλοκή, δοσμένα με ξεχωριστή δύναμη, σιγουριά και μιαν αυθεντικότητα τόσο στην καταγραφή των χαρακτήρων και των προβλημάτων τους, όσο και στον τρόπο με τον οποίο η ομάδα των ηθοποιών του τα κάνει αυθεντικά στην κάθε τους λεπτομέρεια.

Αυτό που ενδιαφέρει πάνω απ’ όλα τον Λόουτς είναι να δώσει μια εικόνα της καταστροφής της οικογένειας αλλά και του ίδιου του ατόμου που οφείλεται στον αδίστακτο ανταγωνισμό της ελεύθερης αγοράς που όσο περνάει ο καιρός γίνεται και χειρότερη, οδηγώντας στη φτώχεια, στην έλλειψη εργασίας και οποιασδήποτε ασφάλειας, που μαζί με τα άλλα μεγάλα προβλήματα της εποχής μας έχουν χτυπήσει όχι μόνο την Βρετανία αλλά, ακόμη περισσότερο την Ελλάδα και τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου.

«Ξέρω πως η Ελλάδα περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα, έχει πληρώσει για όλη αυτή την κατάσταση που έχει αποξενώσει το άτομο και την οικογένεια», απάντησε ο Λόουτς σε ερώτησή μου, πως βλέπει την κατάσταση αυτή να αναπτύσσεται στο μέλλον και να πιστεύει πως σύντομα τα πράγματα θ’ αλλάξουν. «Δυστυχώς δεν βλέπω καμιά αλλαγή στο εγγύς μέλλον», τόνισε, «αν και κάποια στιγμή σίγουρα τα πράγματα θ’ αλλάξουν. Το κεφάλαιο και τα ακροδεξιά κόμματα χρησιμοποιούν τη μετανάστευση, την ίδια τη φτώχεια, τα fake news, για να πείσουν τον κόσμο πως άλλοι είναι υπεύθυνοι για την ανεργία και όλα τα κακά που τους συμβαίνουν.

Εκείνο που χρειάζεται είναι μια δομική αλλαγή και είναι ευχάριστο πως αυτή τη στιγμή στην Αγγλία το αριστερό κόμμα (σ.σ.: των Εργατικών) έχει αποκτήσει έναν πολύ καλό αρχηγό τον Τζέρεμι Κόρμπιν, και είναι σίγουρος πως μαζί του θα μπορέσουμε να επιφέρουμε τις αλλαγές που χρειάζονται: μια σωστά εξασφαλισμένη ανθρώπινη εργασία, τη σωστή κατανομή του πλούτου, τη λήψη μέτγρων για την κλιματική αλλαγή, αλλιώτικα δεν κινδυνεύουν μόνο η οικογένειες με διάλυση αλλά και ο πλανήτης μας».

Στο «Sorry We Missed You» («Λυπούμαστε που απουσιάζατε», τίτλος που αναφέρεται στο σημείωμα που αφήνει ο πρωταγωνιστής, διανομέας πακέτων, όταν δεν βρει τα πρόσωπα στα οποία στέλνονται τα πακέτα), ο Λόουτς, με βάση το υποδειγματικό σενάριο του Πολ Λάβερτι, μας οδηγεί, για μια ακόμη φορά, στο Νιούκασλ, την αγγλική πόλη του Ντάνιελ Μπλέικ, του ήρωα της προηγούμενης ταινίας του, μια πόλη είδος μικρόκοσμου της ίδιας της Βρετανίας, για να μας γνωρίσει με μια συνηθισμένη οικογένεια, αυτή των Τέρνερ. Μια οικογένεια, με τους γονείς, τον Κρις και την Ντέμπι, με τα δυο παιδιά τους, τον 15χρονο Σεμπ και την 11χρονη Λίζα, που ξεκίνησε τη ζωή της με ελπίδες και όνειρα, αγόρασε με δόσεις το πρώτο της σπίτι, που, με την καταστροφική οικονομική πορεία της χώρας και τον Κρις χωρίς συγκεκριμένη δουλειά, τους το πήρε η τράπεζα, μαζί με την προκαταβολή τους.

Με αποτέλεσμα, ο Κρις, που ενδιάμεσα έκανε διάφορες προσωρινές δουλειές, να αναγκαστεί να δεχτεί εργασία σε μια εταιρίας γρήγορων μεταφορών πακέτων, που, στην πραγματικότητα, όπως θα ανακαλύψει στην πορεία, δεν του εξασφαλίζει καμιά σιγουριά ή ασφάλεια για το μέλλον του, μιας και ο ίδιος θεωρείται αυτοαπασχολούμενος (franchisee, όπως τον αποκαλούν): ο ίδιος είναι υποχρεωμένος να αγοράσει το βανάκι για τις παραδόσεις, δίνοντας προκαταβολή 1000 λίρες (που αποκτά έχοντας πουλήσει το αυτοκίνητο της γυναίκας του, με το οποίο ο Ντέμπι κάνει τις δικές της δουλειές), να ακολουθεί ένα σκληρό πρόγραμμα ταχείας παράδοσης, με πρόστιμα όταν δεν το πετυχαίνει και σε περίπτωση που μια μέρα δεν μπορεί να πάει στη δουλειά του είναι αναγκασμένος να βρει αντικαταστάτη, πληρώνοντάς τον 100 λίρες για την κάθε μέρα.

Τόσο η εξαντλητική, σκληρή δουλειά του Κρίς όσο και εκείνη της Ντέμπι (ένα είδος νοσοκόμας που φροντίζει ηλικιωμένα ή και ανάπηρα πρόσωπα στα σπίτια τους) δεν αφήνουν περιθώριο για μια οικογενειακή ζωή, έτσι που κάποια στιγμή τα πράγματα αρχίζουν να χειροτερεύουν και οι οικογενειακές σχέσεις να βρίσκονται στα πρόθυρα της διάλυσης.

Το γύρισμα σύμφωνα με τη χρονολογική ακολουθία των ταινιών του (κάτι που οι πιο πολλοί σκηνοθέτες αποφεύγουν) βοηθά τον Λόουτς να δημιουργήσει τη σωστή ατμόσφαιρα και να δώσει στους ηθοποιούς του την άνεση να αναπτύξουν όσο καλύτερα και πιο πειστικά τις ψυχολογικές διακυμάνσεις του ρόλου τους. Αυτό που πετυχαίνει ακόμη ο σκηνοθέτης είναι, εκτός από την καταγραφή της καταστροφικής πορείας της οικογένειας, να στήσει ενδιάμεσα και κάποιες διαφορετικές, πιο ρόδινες, δοσμένες με ανθρωπιά και στοργή για τα πρόσωπα, σκηνές όπως αυτή όπου, μετά από τις διάφορες συγκρούσεις (ιδιαίτερα πατέρα και γιου), να δούμε όλα τα μέλη της οικογένειας να τρώνε και να κάνουν αστεία όλοι μαζί ή σε μιαν άλλη, το γιο να ζητά να βοηθήσει τον τραυματισμένο πατέρα του, δείχνοντας, με το δικό του τρόπο, το μεταμέλειά του.

Στη δημιουργία της ατμόσφαρας συμβάλλει και η φωτογραφία του Ρόμπι Ράιαν, ιδιαίτερα στην καταγραφή των χώρων όπου κινούνται ο Κρις και η οικογένειά του, τα θλιβερά, πνιγμένα στο τσιμέντο εργατικά διαμερίσματα, τους άδειους, εγκαταλειμμένους χώρους και γενικά την όψη μιας πόλης που ενώ έχει τόσα να προσφέρει, μετατρέπει τη ζωή, εξαιτίας της κατάστασης, σε αληθινή κόλαση.

*** Κλέφτης αλόγων

Ut og stjaele hester/Out Stealing Horses. Νορβηγία, 2019. Σκηνοθεσία-σενάριο: Χανς Πέτερ Μόλαντ. Ηθοποιοί: Στέλαν Σκάρσγκαρντ, Μπγιορν Φλόμπερτ, Τομπίας Σάντελμαν. 123

Η ζωή στη φύση είναι ένα από τα θέματα της ταινίας “Κλέφτης αλόγων” του Νορβηγού σκηνοθέτη Χαν Πέτερ Μόλαντ (“Ψυχρή καταδίωξη”, “Με σειρά εξαφάνισης”). Σ` αυτήν, ένας ηλικιωμένος άντρας, που έχει χάσει σε αυτοκινητικό ατύχημα της γυναίκα του, επιστρέφει στην επαρχία όπου έζησε κι αντιμετωπίζει μνήμες από το παρελθόν του: από τη σχέση του με τον πατέρα του, το θάνατο, επίσης από άλλο ατύχημα, του μικρού αδερφού του, τη φιλία του μ` ένα ασυνήθιστο αγόρι που μαζί του “έκλεβαν” άλογα – στην πραγματικότητα απλά τα κυνηγούσαν για να τα καβαλλικέψουν.

Με ένα σενάριο βασισμένο στο λυρικό μυθιστόρημα του Περ Πάτερσον και με φόντο τα χιονισμένα βασικά τοπία της Νορβηγίας, μαζί και το γειτονικό ποτάμι, όπου ο ήρωας, σε νεαρή ηλικία, μαζί με τον πατέρα του, έκοβαν τα δέντρα για ξυλεία και τα έστελναν στη Σουηδία μέσα από το ποτάμι, ο Μόλαντ αφηγείται, με απλότητα, με ωραίες εικόνες και ένα βασικά, όχι πάντα δικαιολογημένο, αργό ρυθμό, την ιστορία του 67χρονου Τοντ Σάντερ (με τον Στέλαν Σκάρσγκαρντ να δίνει μια πολύ ωραία ερμηνεία).

*** Ο Λένιν τον Οχτώβρη

Lenin v 1018 godu. Σοβιετική Ένωση, 1939. Σκηνοθεσία: Μιχαήλ Ρομ. Σενάριο: Αλεξέι Κάπλερ, Ταϊσίγια Ζλατογκόροβα. Ηθοποιοί: Μπόρις Σιούκιν, Νικολάι Οχλόπκοβ, Αλεξάντερ Σάτοβ. 130´

Το τελευταίο μέρος της βιογραφίας του Ρομ για τον Λένιν, τη φορά αυτή γύρω από την πολιτική του δραστηριότητα στα πρώτα χρόνια της εγκαθίδρυσης σοβιετικής εξουσίας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η ταινία γυρίστηκε στη διάρκεια της σταλινικής προσωπολατρείας και την εξουδετέρωση των καταδικασμένων από τον Στάλιν συντρόφων του, με αποτέλεσμα η ταινία να εστιάζεται στην υποτιθέμενη πολύ στενή σχέση ανάμεσα στον Λένιν και τον Στάλιν. Και είναι μόνο αργότερα, στη διάρκεια της δεκαετίας του ‘60, που ο Μιχάηλ Ρομ ξανά πόνταρε την ταινία του και περιόρισε τη δράση του Στάλιν. 

Ο Ρομ βέβαια, ως εξαίρετος, πάντα εμπνευσμένος, σκηνοθέτης κατάφερε, πέρα από τα προπαγανδιστικά στοιχεία, να δώσει μια πολύ ανθρώπινη εικόνα στα διάφορα (συχνά τα ανώνυμα) πρόσωπα του, στοιχείο που συναντάμε σε όλες τις ταινίες του (από τους «Δεκατρείς» ως την μοναδική «Εννιά μέρες ενός χρόνου»), δείχνοντας ταυτόχρονα τη μαεστρία του στις θαυμάσια γυρισμένες σκηνές των μαχών.

*** Make the Economy Scream 

Ελλάδα, 2019. Ντοκιμαντέρ. Σκηνοθεσία-σενάριο: Άρης Χατζηστεφάνου. Φωτογραφία: Θάνος Τσάντας. Μουσική: Ερμής Γεωργιάδης. Μοντάζ: Άρης Τριανταφύλλου. 80´

“Κάντε την οικονομία να ουρλιάξει!”, ήταν η διαταγή που έδωσε το 1970 ο Αμερικανός πρόεδρος Νίξον προς την CIA, για να διαλύσει την οικονομία της Χιλής και να εμποδίσει τον Σαλβαδόρ Αλιέντε από του να αναλάβει την εξουσία της χώρας. Κάτι παρόμοιο γίνεται και σήμερα από μέρους του Τραμπ για να ανατρέψει τον πρόεδρο Μαδούρο της Βενεζουέλας, μας λέει στο εξαιρετικό, δοσμένο με λεπτομερή ανάλυση, ντοκιμαντέρ του, “Make the Economy Scream”, ο δημοσιογράφος Άρης Χατζηστεφάνου, που πρωτοείδαμε  στο τμήμα του φεστιβάλ ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης και που τώρα άρχισε να προβάλλεται στο «Στούντιο». 

Ξεκινώντας με χιούμορ (οι Αμερικανοί, αλλά και δικοί μας «σχολιαστές» σοκαρίστηκαν επειδή από τα ράφια των καταστημάτων του Καράκας έλειπε το χαρτί τουαλέτας), ο Χατζηστεφάνου ταξίδεψε στη Βενεζουέλα αλλά και στις Βρυξέλλες και στην Ουάσιγκτον για να περισυλλέξει τις διάφορες πληροφορίες του από πρόσωπα ανεξάρτητα (τόσο από Αμερική όσο και από Ευρώπη), που αποδεικνύουν με αριθμούς και γεγονότα τη μανία με την οποία τα επίσημα μίντια και από τις δυο πλευρές του Ατλαντικού προσπαθούν να αποδείξουν πως η Βενεζουέλα κινδυνεύει από λιμό και πολιτική καταπίεση, τη στιγμή που όλα καταδεικνύουν τον απεγνωσμένο αγώνα των Αμερικανών και των λοιπών συμμάχων τους (από Καναδά μέχρι αρκετές χώρες της Λατινικής Αμερικής που στηρίζονται στην αμερικανική βοήθεια) να αποτρέψουν την οποιαδήποτε αλλαγή του καθεστώτος, γεγονός που βάζει σε κίνδυνο όχι μόνο τα ντόπια συμφέροντά τους (και συγκεκριμένα το πετρέλαιο) αλλά και τα νεοφιλελεύθερα (σχεδόν ολοκληρωτικά, όπως το πρόσφατο της Βραζιλίας) καθεστώτα της Λατινικής Αμερικής που, με την επιτυχία της Βενεζουάλας κινδυνεύουν να απορρίψουν τον (θανατηφόρο) εναγκαλισμό των Ηνωμένων Πολιτειών, με άλλα λόγια του κεφαλαίου.

Το κακό, όπως αποδεικνύει με τα σχόλια, τις αποκαλυπτικές συνεντεύξεις και τα αδιάσειστα παραδείγματα, ο Χατζηστεφάνου, βρίσκεται στην απόφαση του Τραμπ να επιβάλει κυρώσεις στη Βενεζουέλα. Κυρώσεις, για να ανατρέψουν «το σοσιαλισμό που επιβλήθηκε ευλαβικά», όπως αναφέρει ο Αμερικανός πρόεδρος, και που αναγκάζουν τη χώρα, η οποία, αν και έχει χρήματα, δεν μπορεί να αγοράσει, από τις γειτονικές χώρες ή τον Καναδά, τα φάρμακα και τα διάφορα τρόφιμα που χρειάζεται, αναγκασμένη συχνά να στρέφεται στην Ινδία και την Κίνα.

Ενώ, με τη δήθεν ανθρωπιστική βοήθεια (παρόμοια μ’ εκείνη που πρόσφεραν στη Λιβύη με στόχο να ανατρέψουν τον Γκαντάφι), επιζητούν τρόπο να εισβάλουν στρατιωτικά στη χώρα. Η Βενεζουάλα, σίγουρα, έχει προβλήματα, όπως δεν αποφεύγει να το αναφέρει η ταινία, αλλά όλες οι χώρες της Λατινικής Αμερικής έχουν προβλήματα, και μάλιστα, στις πιο πολλές περιπτώσεις, χειρότερα. Στο στόχαστρο όμως είναι αποκλειστικά η Βενεζουέλα, όχι για τα εσωτερικά της προβλήματα (είναι η μόνη χώρα με πετρέλαιο που, όπως μαθαίνουμε, το κέρδος αυτό δεν το παραχώρησε αποκλειστικά στο κεφάλαιο αλλά μοίρασε μέρος του στους ίδιους τους κατοίκους. Αυτός, για τον Τραμπ και τους οπαδούς του, είναι σοσιαλισμός και πρέπει να εξαφανιστεί πριν… δηλητηριάσει και τις άλλες γειτονικές χώρες… Συνολικά, ένα ντοκιμαντέρ που αξίζει να δει ο κάθε Έλληνας γιατί η δύσκολη πορεία της Βενεζουέλας έχει πολλά κοινά σημεία και με τη χώρα μας.

ΟΙ ΑΛΛΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ 

** 1/2 –  ΔΟΚΤΩΡ ΥΠΝΟΣ (Doctor Sleep). ΗΠΑ, 2019. Σκηνοθεσία: Μάικ Φλάναγκαν. Σενάριο:  Μάικ Φλάναγκαν. Στίβεν Κινγκ (από το ομότιτλο βιβλίο του). Ηθοποιοί: Ρεμπέκα Φέργκουσον, Γιούαν ΜακΓκρέγκορ, Τζέικομπ Τρέμπλεϊ. 151´ 

Αρχικά υπήρχε το νέο βιβλίο του Στίβεν Κινγκ, είδος «σίκουελ» στην «Λάμψη», όπου, χρόνια μετά τα γεγονότα που παρακολουθούσαμε τόσο στο βιβλίο όσο και στην αριστουργηματική ταινία του Στάνλεϊ Κιούμπρικ (παρά την αντίθεση του ίδιου του Κινγκ με το κιουμπρικό αποτέλεσμα), ο μεγάλος πια, και τώρα αλκοολικός, Νταν Τόρανς (ένας πολύ καλός Γιουάν ΜακΓκρέγκορ) συναντά ένα μικρό κορίτσι με τις ίδιες με αυτόν τηλεπαθητικές ικανότητες και προσπαθεί να την προστατέψει από μια συμμορία απέθαντων που τρέφεται με τις ψυχές όσων κατέχουν τηλεπαθητικές δυνάμεις. 

Βέβαια το να προσπαθήσει κανείς να ξεπεράσει το αριστούργημα του Κιούμπρικ είναι κάτι το απίθανο. Ο Μάικ Φλάναγκαν («Ouija: η πηγή του κακού»), πάντως, με την αποδεδειγμένη αγάπη του για τις ταινίες τρόμου, καταφέρνει να ξεπεράσει τη συνηθισμένη συνταγή των μετρίων ταινιών, και να συνδυάσει πολλά στοιχεία από την ταινία του Κιούμπρικ μαζί με άλλα παρμένα από άλλες ταινίες του είδους και να δημιουργήσει τα απαραίτητα ρίγη που προκαλούν οι καλό γυρισμένες, με σωστή ατμόσφαιρα, ταινίες του είδους.