Αγαπητός φίλος του Πανοράματος Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου και τιμώμενο πρόσωπο στο 13ο Πανόραμα του 2000, ο διάσημος Ιταλός σκηνοθέτης Έτορε Σκόλα πέθανε χθες Τρίτη σε ηλικία 84 ετών.

Νοσηλευόταν σε πολυκλινική της Ρώμης, όπου βρισκόταν σε κώμα από την περασμένη Κυριακή, έχοντας εισαχθεί για εγχείρηση καρδιάς.

 

Σκηνοθέτης σατιρικών κωμωδιών, στο στιλ αυτό που χαρακτηρίστηκε «κομέντια αλά ιταλιάνα», αλλά και ταινιών που αντιμετωπίζουν με σοβαρότητα τα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα της σύγχρονης ιταλικής κωμωδίας (γι’ αυτό και τον αποκάλεσαν «στρατευμένο» σκηνοθέτη), ο Έτορε Σκόλα παραμένει από τους πιο σημαντικούς δημιουργούς του σύγχρονου ιταλικού κινηματογράφου των τελευταίων 40 χρόνων.

 

Γεννημένος στο Τρεβίκο της Ιταλίας στις 10 Μαϊου του 1931, ο Σκόλα μετακόμισε από μικρός μαζί με την οικογένειά του στη Ρώμη, όπου σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Ρώμης πριν αρχίσει την καριέρα του γράφοντας χιουμοριστικά κείμενα σε λαϊκής κατανάλωσης περιοδικά.

 

Το 1953 κάνει τελικά την είσοδό του στον κινηματογράφο ως σεναριογράφος, σε ταινίες του Ντίνο Ρίζι, ενός από τους εξέχοντες δημιουργούς της κομέντια αλά ιταλιάνα («Ο φανφαρόνος», «Τα τέρατα»), του Αντόνιο Πιετράντζελι («Ένας υπέροχος κερατάς», «Φαντάσματα στη Ρώμη») και άλλων.

 

Στη σκηνοθεσία θα στραφεί το 1964, για να γυρίσει, μέχρι το θάνατό του, συνολικά 41 ταινίες. Αρχικά κάνει στροφή στις κωμωδίες με σατιρικές πάντα αιχμές: «Μίστερ Σαμπατίνι: το μεγάλο σαφάρι» (1968), «Επιθεωρητής τμήματος ηθών» (1969), κ.ά.

 

«Πιστεύω ακράδαντα», θα πει ο ίδιος, «σ’ ένα λαϊκό κινηματογράφο, λαϊκό με την έννοια ότι απευθύνεται άμεσα στο κοινό, που ερμηνεύει τις ιδέες του και που συνεχίζει το διάλογο και τις απόψεις στο εσωτερικό της αφήγησης. Δηλαδή αναζητώ με τις ταινίες μου να φτιάξω ένα θέαμα που να μπορεί ν’ αγγίζει ένα όσο το δυνατό πιο μεγάλο κοινό. Αλλά έχω πειστεί ότι το χιούμορ είναι ένα από τα στοιχεία της βάσης του θεάματος. Το χιούμορ περιέχει ένα σίγουρο συστατικό, δηλαδή να μην είναι ποτέ αντιδραστικό. Το χιούμορ είναι πάντα εναντίον κάποιου πράγματος, δεν το αγαπά ποτέ η εξουσία, κανενός τύπου εξουσία. Δεν υπάρχει χιούμορ κυβερνητικό. Το χιούμορ έχει τη δύναμη της δικής του αμφισβήτησης. Με αυτή την έννοια είναι προοδευτικό».

 

Είναι από ταινίες, όπως το «Δράμα ζηλοτυπίας» (1970), που ο Σκόλα αρχίζει να αποκτά μια πιο συγκεκριμένη κοινωνική κατεύθυνση, με αποτέλεσμα να καταφέρει μέσα από ένα καθημερινό, εκχυδαϊσμένο, λαϊκό δράμα να συλλάβει, με χιούμορ και λεπτή ειρωνεία, την αυθεντικότητα των χαρακτήρων, αλλά και της συγκεκριμένης κοινωνικής τους τάξης. Το ίδιο και με τις επόμενες δ;yο ταινίες του: «Βίαιοι, βρώμικοι και κακοί» (1976), σάτιρα της φτώχειας δοσμένο μ’ έναn γκροτέσκο τρόπο, μέσα από την ιστορία ενός περιθωριακού και της οικογένειάς του, ταινία για την οποία κέρδισε το βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ των Κανών, και «Μια ξεχωριστή μέρα» (1977), πικρό, δηκτικό σχόλιο πάνω στη φασιστική Ιταλία του Μουσολίνι, μέσα από την αλληγορική συνάντηση της φτωχής γυναικούλας τής Σοφίας Λόρεν και του ομοφυλόφιλου δημοσιογράφου τού Μαρτσέλο Μαστρογιάνι – η ταινία κέρδισε Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ταινίας και ήταν υποψήφια για το ξενόγλωσσο Οσκαρ.

 

Ακόμη και σε ιστορικά έπη, όπως «Η νύχτα της Βαρέν» (1982), ο Σκόλα προσπάθησε, μέσα από μια ιστορία με φόντο τη Γαλλική Επανάσταση, να δώσει μια εικόνα του αντίκτυπου και των επιπτώσεων που μπορεί να έχει η πολιτική στα διάφορα άτομα. Στην περίοδο αυτή, ο Σκόλα σκηνοθετεί όχι μόνο δύο από τις καλύτερες κωμωδίες του, αλλά και της περιόδου του ιταλικού κινηματογράφου, «Αγαπηθήκαμε τόσο» (1974) και «Η ταράτσα» (1980), ταινίες που έγραψε μαζί με δύο από τους καλύτερους σεναριογράφους της ιταλικής κωμωδίας: τους Ατζε και Σκαρπέλι.

 

Στο «Αγαπηθήκαμε τόσο» (1974), που δυστυχώς δεν προβλήθηκε ποτέ στην Ελλάδα γιατί ο διανομέας φοβήθηκε ότι το… μαυρόασπρο φιλμ δεν θα τραβούσε το κοινό (!), ο Σκόλα φτιάχνει ένα αφιέρωμα στο έργο του Βιτόριο Ντε Σίκα, διεισδύοντας ταυτόχρονα με ξεχωριστή οξυδέρκεια αλλά και ειρωνική ματιά στην τριαντάχρονη πολιτική ιστορία της Ιταλίας (1944-1974) μέσα από την ιστορία τριών φίλων (ενός αστού, ενός προλετάριου κι ενός διανοούμενου), βετεράνων της Αντίστασης, που θέλουν ν’ αλλάξουν τον κόσμο, αλλά που τελικά ο κόσμος τους αλλάζει.

 

Με το ίδιο λεπτό χιούμορ αλλά και την οξυδερκή διεισδυτικότητα αντιμετώπισε ο Σκόλα την ταινία του «Η ταράτσα». Μια πικρή, ταυτόχρονα νοσταλγική, πάντα απολαυστική κωμωδία, γύρω από τις απογοητεύσεις μιας ομάδας ανθρώπων, βασικά διανοούμενων (πολιτικών, δημοσιογράφων, συγγραφέων και ανθρώπου του θεάματος) που έχουν φτάσει σε μια κρίσιμη καμπή της ηλικίας τους. Μια διαυγής ματιά πάνω σε μια κοινωνία ανθρώπων που βρίσκονται σε αδιέξοδο. Ματιά που συναντάμε σχεδόν σ’ όλες τις ταινίες του δημιουργού αυτού.

 

«Ήταν ένας μάστορας της οθόνης, με μια ικανότητα τόσο απίθανη όσο και ευκρινή στον τρόπο με τον οποίο ερμήνευε την Ιταλία, την κοινωνία της και τις αλλαγές που πέρασε», ανάφερε ο Ιταλός πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι, μόλις πληροφορήθηκε το θάνατό του σκηνοθέτη, για να προσθέσει στο twitter πως «ο θάνατός του άφησε ένα τεράστιο κενό στην ιταλική κουλτούρα».