ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Πολιτισμική καταπίεση και ρατσισμός στην «πολιτισμένη» Ευρώπη

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

 

*** ½ – Η καταγωγή των Σάμι

 

Sameblod/Sami Blood. Νορβηγία/Σουηδία/Δανία, 2016. Σκηνοθεσία-σενάριο: Αμάντα Κέρνελ. Ηθοποιοί: Λένε Σεσίλια Σπάροκ, Μία Έρικα Σπάροκ, Μάι-Ντόρις Ρίμπι. 110΄

Μέχρι πρόσφατα γνωρίζαμε την αποικιοκρατική στάση των Αμερικανών εποίκων απέναντι στους αυτόχθονες Αμερικανούς (αρχικά με σφαγές με στόχο την εξόντωση και στη συνέχεια την πολιτισμική και κοινωνικοπολιτική υποταγή τους). Κι όμως η στάση αυτή των «πολιτισμένων» λαών δυστυχώς συνεχίζεται και στην εποχή μας: ξεκινώντας από την Τουρκία, με τη στάση της απέναντι στους Κούρδους (για τα εκατομμύρια Κούρδων της Τουρκίας η χρήση της κουρδικής γλώσσας, στην προσπάθεια πολιτισμικής εξαφάνισής τους, ήταν μέχρι το 2001 απαγορευμένη), ενώ, στη βόρεια Σουηδία, στη διάρκεια του 20ου αιώνα, η αυτόχθονη φυλή των Σάμι, αντιμετώπιζε ένα σκληρό πολιτισμικό και κοινωνικοπολιτικό πόλεμο από το επίσημο κράτος, όπως μας αποκαλύπτει η, βραβευμένη με το βραβείο Europa Lux 2017, ταινία οδυνηρής πορείας και ενηλικίωσης, «Η καταγωγή των Σάμι» της Αμάντα Κέρνελ.

Το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας εκτυλίσσεται στη δεκαετία του 1930, όταν η φυλή αυτή των Σάμι, ειδικευμένη στην ανατροφή ταράνδων, στην πιο βόρεια περιοχή της Σκανδιναβίας, υπόκειται σε ένα ανελέητο πολιτισμικό κατατρεγμό, όπως σταδιακά ανακαλύπτουμε μέσα από την ιστορία της 14χρονης Έλε-Μαρία, ενός αθώου, γεμάτου όνειρα, κοριτσιού, θύμα της αποικιοκρατικής βίας μιας υποτιθέμενης πολιτισμένης χώρας, που αγωνίζεται να ανακαλύψει την ταυτότητα της. Η ιστορία ξεκινάει στις μέρες μας, όταν, η ηρωίδα, ηλικιωμένη πια γυναίκα, που ζει στη μεγαλούπολη ως Σουηδή με το όνομα Κριστίνα, αποφεύγοντας να μιλάει την πατρική της γλώσσα των Σάμι, αναγκάζεται να επιστρέψει στην Λαπωνία, που είχε εγκαταλείψει χρόνια πριν, για να παραστεί στην κηδεία της αδερφής της.

Η ιστορία εκτυλίσσεται μέσα από διάφορα φλας-μπακ, όπου παρακολουθούμε τη ζωή της, ξεκινώντας από την περίοδο όταν, ακόμη παιδί, στέλνεται, μαζί με την αδερφή της, σε ειδική για παιδιά των Σάμι σχολή, όπου υποχρεώνονται να μάθουν την κοινωνική τους θέση: δηλαδή τον περιορισμό τους στη γνώση και την αποδοχή της κοινωνικής τους κατωτερότητας. Σε μια από τις πιο οδυνηρές σκηνές της ταινίας, για να αποδείξουν την «επιστημονική» τους έρευνα και τη «διαφορά» των Σάμι με τους υπόλοιπους Σουηδούς, οι υπεύθυνοι του σχολείου μετράνε τα διάφορα μέλη του σώματος και φωτογραφίζουν γυμνά τα κορίτσια, φέρνοντας στο νου αντίστοιχες σκηνές στα ναζιστικά στρατόπεδα με τους Εβραίους…

Η Έλε-Μαρία, όμως, που ονειρεύεται μια καλύτερη, διαφορετική ζωή,  θα εξεγερθεί και θα αναζητήσει μια πιο αντικειμενική και ουσιώδη εκπαίδευση. Κάποια στιγμή, στη διάρκεια ενός χορού, θα γνωρίσει ένα αγόρι, με αποτέλεσμα το ρομαντικό τους ειδύλλιο, που αναπτύσσεται γρήγορα, επαναφέρει στην επιφάνεια τις πολιτισμικές διαφορές τους, όταν στην ιστορία μπλέκονται οι συντηρητικοί γονείς του αγοριού.

Η σκηνοθέτρια Αμάντα Κέρνελ, που κατάγεται από την ίδια, για χρόνια καταπιεσμένη, φυλή, ισορροπεί σωστά, συχνά με ευρηματικότητα, τα επιμέρους στοιχεία, την όμορφη εξέλιξη του ρομάντζου ανάμεσα στους δυο νέους, από τη μια, με τα ρατσιστικά και άλλα προβλήματα που δημιουργούνται τόσο στο σχολείο όσο και όταν γνωρίζει τους γονείς του αγαπημένου της, από την άλλη.

Με μια συνεχώς σε έρευνα κάμερα,  ακολουθεί από κοντά την ηρωίδα της, καταγράφοντας με λεπτομέρεια τις αντιδράσεις της, χωρίς ποτέ να αγνοεί τους χώρους και το κοινωνικό περιβάλλον, σχολιάζοντας με χιούμορ, συχνά και ειρωνεία, ορισμένες από τις καταστάσεις, συνδυάζοντας, με τον καλύτερο τρόπο, τις ερμηνείες των επαγγελματιών ηθοποιών της (με επικεφαλής τη Λένε Σεσίλια Σπάροκ, έξοχη στο ρόλο της θαρραλέας έφηβης Έλε_Μαρία) με εκείνες των πολλών ερασιτεχνών Σάμι που εμφανίζονται στην ταινία της – αρκετοί απ’ αυτούς, μαζί με τους πρωταγωνιστές και τη σκηνοθέτρια, μας εντυπωσίασαν όταν εμφανίστηκαν με τοπικά κοστούμια στο Λίντο για να παρουσιάσουν την ταινία τους στο τμήμα «Μέρες των δημιουργών» του περσινού φεστιβάλ της Βενετίας.

 

*** Revenge

Γαλλία, 2017. Σκηνοθεσία-σενάριο: Κοραλί Φαρζά. Ηθοποιοί: Ματίλντα Άνα Ίνγκριντ Λουτζ, Κέβιν Γιάνσενς, Βενσάν Κολόμπ, Γκιγιόμ Μπουσέντ. 108΄

Φεμινιστικό θρίλερ βιασμού και εκδίκησης, σκηνοθετημένο με μπόλικο σασπένς και ιδιαίτερα άγριες σκηνές, από την πρωτοεμφανιζόμενη Κοραλί Φαρζά. Τα ηνία του φεμινισμού κρατάει η νεαρή Ματίλντα Άνα Ίνγκριντ Λουτζ στο ρόλο της νεαρής, ιδιαίτερα σέξι, ηρωίδας Τζεν (η μόνη, πρέπει να πω, καλή ερμηνεία της ταινίας), ένα είδος θηλυκού Μαντ Μαξ, που αποφασίζει να συνοδεύσει για κυνήγι τον παντρεμένο πλούσιο επιχειρηματία φίλο της στο εντυπωσιακό εξοχικό του, κάπου στα έρημα, ατέλειωτα φαράγγια της Καλιφόρνια (οι σκηνές γυρίστηκαν στο Μαρόκο). Εκεί θα πέσει θύμα βιασμού από τον έναν από τους δυο πλούσιους συνεργάτες του συνοδού της, ο οποίος για να αποφύγει το σκάνδαλο και να της κλείσει το στόμα την σπρώχνει από ένα βράχο στο κενό, αφήνοντάς την, όπως πιστεύει νεκρή. Η Τζεν όμως θα γλιτώσει και θα ετοιμάσει τη δική της άγρια εκδίκηση.

Παρά το με αρκετές αδυναμίες σενάριο και τις μέτριες βασικά ερμηνείες, η Κοραλί Φαρτζά δείχνει να γνωρίζει πολύ καλά το είδος και να χρησιμοποιεί τους κανόνες του για να φτιάξει μια γεμάτη σασπένς, αιματοβαμμένη, φεμινιστική ταινία (σίγουρα θα ικανοποιήσει τους οπαδούς του @Me Too), με ωραίες, πρωτότυπες ιδέες και μαύρο χιούμορ, με σκηνές που εκμεταλλεύονται τους εξωτερικούς απέραντους χώρους της ερήμου του Μαρόκου, με ωραία χρώματα και ευρήματα, με εικαστικά συναρπαστικά πλάνα – αναφέρω χαρακτηριστικά εκείνα όπου «παίζει» με τα πλάνα των ματιών, του στόματος, αλλά και άλλων μικρολεπτομερειών, για να δημιουργήσει την αλλόκοτη, απειλητική ατμόσφαιρα.

 

*** Ο κύριος και η κυρία Άντελμαν

 

Mr. and Mme Adelman. Γαλλία/Βέλγιο, 2017. Σκηνοθεσία: Νικολά Μπεντός. Σενάριο: Νικολά Μπεντός, Ντοριά Τιλιέ. Ηθοποιοί: Ντοριά Τιλιέ, Νικολά Μπεντός, Ντενί Πονταλιντές. 120΄

Τα μυστικά, τις φιλοδοξίες, τις αλήθειες αλλά και τα ψέματα, μιας συζυγικής ζωής 45 χρόνων φέρνει στην επιφάνεια η Σάρα, η γυναίκα ενός διάσημου, βραβευμένου με το Γκονκούρ λογοτεχνίας, συγγραφέα, μετά το θάνατο του τελευταίου. Η ταινία αρχίζει μετά την κηδεία του Βικτόρ, όταν η Σάρα δέχεται να αφηγηθεί τη σχέση τους σ’ ένα δημοσιογράφο. Μέσα από την αφήγησή της, αποκαλύπτεται σιγά-σιγά ο αινιγματικός χαρακτήρας της γυναίκας που έζησε τόσα χρόνια στη σκιά ενός διάσημου συζύγου: ο έρωτας, οι φιλοδοξίες, οι απιστίες, οι απογοητεύσεις, οι χαρές και οι λύπες, όλα τα στοιχεία που αποτελούν ένα τόσο μακρόχρονο συζυγικό μεσοαστικό βίο.

Ο γνωστός στη Γαλλία ηθοποιός, δραματουργός και χιουμορίστας, Νικολά Μπεντός, έγραψε μαζί με τη σύντροφό του, Ντοριά Τιλιέ (μαζί είναι και συμπρωταγωνιστές), αυτή τη δηκτική, πικρή, αποκαλυπτική κωμωδία, όπου τελικά η γυναίκα αποδεικνύεται ο κύριος μοχλός και δημιουργός της προσωπικότητας του συγγραφέα-συζύγου. Με ρυθμό και ζωντάνια, με μικρές ανατροπές και με πολύ ωραίες ερμηνείες, ο Μπεντός έφτιαξε μια ταινία γύρω από τον έρωτα και τις μεταπτώσεις του (θυμίζοντας κάπως εκείνες του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν στις «ρόδινες» κωμωδίες του) που βλέπεται με απόλυτη ευχαρίστηση.