ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Συναρπαστικό «μπί μούβι» και εξαιρετικές επανεκδόσεις

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

*** Κάθαρση: η αρχή

The First Purge. ΗΠΑ, 2018. Σκηνοθεσία: Τζέραλντ ΜακΜάρεϊ. Σενάριο. Τζέιμς ΝτεΜόνακο. Ηθοποιοί: Ί’λαν Νοέλ, Λεξ Σκοτ Ντέιβις, Τζόιβαν Γουέιντ, Μούγκα, Μαρίζα Τομέι. 98´

Σε μια εποχή όπου κυριαρχούν τα μπλόκμπαστερ και οι κωμωδίες (πρόσφατα και της Netflix) είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να γυριστούν «B movies», οι φτηνές, δηλαδή, γρήγορες σε γυρίσματα και με δεύτερα ονόματα μπροστά και πίσω από την κάμερα, εκείνες ταινίες που μέσα σε 65 με 75 συνήθως λεπτά, σου έδιναν με τον πιο άμεσο, και γρήγορο τρόπο την πλοκή, με μια σκηνοθεσία, αρκετές φορές, εντυπωσιακή – φτάνει να θυμηθούμε τις ταινίες που γύριζαν, βασικά στις δεκαετίες του ‘40 και ‘50, σκηνοθέτες όπως ο Ζακ Τουρνέρ, ο Ρόμπερτ Γουάιζ, ο Ρότζερ Κόρμαν και ο Γουίλιαμ Κασλ, για να αναφέρω μερικούς από τους πιο γνωστούς σκηνοθέτες, που με τα χρόνια οι ταινίες τους έγιναν καλτ.

Γι’ αυτό και είναι ιδιαίτερα ευχάριστο να ανακαλύπτεις μια ταινία όπως αυτή την «Κάθαρση: η αρχή» να ακολουθεί τα χνάρια των παλιών κλασικών ταινιών του είδους. Παρά το franchise που στο παρελθόν μας έδωσε τις τρεις ταινίες της εμπορικής αυτής σειράς, από την πρώτη «Κάθαρση» του 2013, περνώντας από την «Κάθαρση: Αναρχία» (την καλύτερη από τις τρεις) και φτάνοντας ως την «Κάθαρση : Έτος εκλογών» του 2016, ο Τζέιμς ΝτεΜόνακο που τις έγραψε και τις σκηνοθέτησε, περιορίστηκε στην υπογράμμιση, με τον τρόπο που επιβλήθηκε από την εποχή των σπαγγέτι γουέστερν, των βίαιων σκηνών για να δώσει τρεις περιπέτειες που πρόσφεραν το εύκολο σασπένς και την αγωνία, χωρίς καμία ιδιαίτερη προσοχή στους χαρακτήρες ή τον κοινωνικό, με μερικές επιφανειακά δοσμένες, εξαιρέσεις, περίγυρο.

Στο σημερινό «πρίκουελ», που σκηνοθέτησε ο Τζέραλντ ΜακΜάρεϊ, παρακολουθούμε, σε μια Αμερική ενός πολύ κοντινού μέλλοντος, τη «γέννηση» της ιδέας της παραχώρησης για μια μέρα (ένα 12ωρο στην πραγματικότητα) ελευθερίας στη βία και το έγκλημα, που ξεκίνησε η κυβέρνηση του κόμματος των Νέων Εθνοσωτήρων της Αμερικής. Πρόγραμμα, με τις ευλογίες του Αμερικανού Προέδρου, που υποτίθεται πως απελευθερώνει τη βία στον πολίτη και που, στην πραγματικότητα, βοηθά στην αντιμετώπιση του υπερπληθυσμού, με τη μείωση και, στη συνέχεια, την πλήρη απαλλαγή του έθνους από τη φτωχότερη τάξη, τους μετανάστες και τους περιθωριακούς («ένας τρόπος να αποφύγουμε να αυξήσουμε τους φόρους», εξηγεί ένας από τους υπεύθυνους για την πραγμάτωση του σχεδίου).

Χώρος δοκιμής του «πειραματικού» αυτού προγράμματος, πρόταση που αρχικά επιβλέπει μια αφελής ψυχολόγος (Μαρίζα Τομέι), επιλέγεται το Στέιτ Άιλαντ, νησί, όπου κυριαρχεί το υποβαθμισμένο, βασικά μαύρο, τμήμα του πληθυσμού. Παρά την προπαγάνδα και τα ελκυστικά μέσα που οι υπεύθυνοι προσφέρουν (5000 δολάρια σε όποιον παραμείνει στο νησί και μεγαλύτερη αποζημίωση σε όποιον πάρει ενεργό μέρος στη βία, και που ελέγχεται με ειδικούς φακούς ματιών) το πρόγραμμα των ατιμώρητων εγκλημάτων δείχνει αρχικά να μην πετυχαίνει.

Με τους πλούσιους λευκούς να έχουν εγκαταλείψει το νησί, και εκτός από πολύ περιορισμένες περιπτώσεις (ανάμεσά τους και ένα φρικιό που ονομάζεται Σκέλετορ), οι περισσότεροι, άνθρωποι που έχουν καταφέρει να κρατήσουν την ανθρωπιά τους και να μη μετατραπούν σε κτήνη, χρησιμοποιούν την «προσφορά» για να κάνουν πάρτι και να διασκεδάσουν, ενώ άλλοι, με επικεφαλής την Αφροαμερικανίδα Νία (Λεξ Σκοτ Ντέιβις), για να διαδηλώσουν την αντίθεσή τους στο απάνθρωπο αυτό πείραμα. Γεγονός που θα οδηγήσει τους οργανωτές του στη χρήση μελών της πολιτοφυλακής και μισθοφόρων, μεταμφιεσμένων σε Κου Κλουξ Κλάιν, για να αρχίσουν να εκτελούν αδιάκριτα όχι μόνο όσους έχουν ξεχυθεί στου δρόμους για να διασκεδάσουν αλλά και όσους αποφάσισαν να παραμείνουν στα σπίτια τους, ιδιαίτερα εκείνους που μένουν στην πιο φτωχική και υποβαθμισμένη περιοχή – δηλαδή ένα καθαρά πολιτικό πρόγραμμα των Νέων Εθνοσωτήρων για την αντιμετώπιση του υπερπληθυσμού.

Από την αρχή, στο πείραμα εναντιώνονται οι διάφορες συμμορίες (υπεύθυνες είτε για πορνεία είτε για ναρκωτικά), που αποφασίζουν να παραμείνουν στους χώρους τους και, σε περίπτωση ανάγκης, να τους υπερασπιστούν, μαζί τους και ο Ντμίτρι (Ί’λαν Νοέλ), φίλος της Νία και αρχηγός μιας συμμορίας διακίνησης ναρκωτικών. Κάποια στιγμή, και εδώ βρίσκεται και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον της ταινίας, μπροστά σε μια τέτοια διαστάσεων εισβολή, ο Ντμίτρι, και στη συνέχεια όλοι οι δικοί του άνθρωποι, παραμερίζουν τα συμφέροντα τους και αποφασίζουν να αγωνιστούν για το γενικότερο καλό και την υπεράσπιση της κοινότητάς τους.

Στη δεύτερη αυτή ταινία του, ο Τζέραρντ ΜακΜάρεϊ (Burning Sands), αντίθετα με τις τρεις προηγούμενες ταινίες, καταφέρνει να φτιάξει μια συγκλονιστική, εφιαλτική αλληγορία, επιλέγοντας ένα ιδιαίτερα ρεαλιστικό στιλ για να καταγράψει τα διάφορα επεισόδια, τονίζοντας την αγριότητα και την ωμότητα της σφαγής των αθώων πολιτών από μια ρατσιστική κυβέρνηση (με το θεατή να μη μπορεί παρά να κάνει αναφορά στον Τραμπ και την πολιτική του), τονίζοντας τις σκηνές φρίκης που σκορπούν στο διάβα τους τα «σώματα εξόντωσης» των Νέων Εθνοσωτήρων, ενώ, παράλληλα, ξέρει να δημιουργεί, εκεί που χρειάζεται, και ένα στιλιζάρισμα, όπως στις σκηνές της εξόντωσης από τον Ντμίτρι μιας ομάδας μισθοφόρων μεταμφιεσμένων σε Κου Κλούξ Κλάιν, σε ένα χώρο βουτηγμένο στον καπνό από τις βόμβες.

ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΕΙΣ

**** Ο κύριος Κλάιν

Monsieur Klein. Γαλλία/Ιταλία, 1976. Σκηνοθεσία: Τζόζεφ Λόουζι. Σενάριο: Φράνκο Σολίνας, Φερνάντο Μοράντι. Ηθοποιοί: Αλέν Ντελόν, Ζαν Μορό, Φρανσίν Μπερζέ, Ζιλιέτ Μπερτό, Σουζάν Φλον, Μάσιμο Τζιρότι. 123΄

Στη Γαλλία του 1942, εκτυλίσσεται η ταινία αυτή του Τζόζεφ Λόουζι. Στην περίοδο δηλαδή της γερμανικής κατοχής, ίδια περίοδο που εκτυλισσόταν και η ταινία «Επώνυμο Λακόμπ, Όνομα Λυσιέν» (1974), όταν, μαζί και στο χώρο της τέχνης κυριαρχούσαν η δειλία, η σιωπή και ο αντισημιτισμός. Ο κύριος Ρομπέρ Κλάιν, Γάλλος έμπορας έργων τέχνης, που εκμεταλλεύεται με τον χειρότερο τρόπο τους υπό διωγμό Εβραίους για να τους πάρει, για ψίχουλα, τα έργα αξίας που κατέχουν, θα ανακαλύψει ξαφνικά πως υπάρχει ακριβώς και ένας άλλος Ρομπέρ Κλάιν, τη φορά αυτή Εβραίος, που οι αστυνομικές αρχές ετοιμάζονται να στείλουν στα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης. Συνωνυμία που θα μπλέξει τον κύριο Κλάιν σε μια καφκική, με τραγικά αποτελέσματα, περιπέτεια.

Ο Λόουζι, που στις αρχές της δεκαετίας του ’50 είχε αυτοεξοριστεί από το Χόλιγουντ για να γλιτώσει από το κυνήγι των μαγισσών του μακαρθισμού, για να συνεχίσει την καριέρα του στη Βρετανία, με μια σειρά εξαιρετικές ταινίες («Ο εγκληματίας», «Ο υπηρέτης», «Το ατύχημα», «Ο μεσάζων», «Η ρομαντική Αγγλίδα»), στρέφεται στη Γαλλία σε μια περίοδο συμβιβασμών και αντισημιτισμού για να αφηγηθεί το δράμα του παγιδευμένου σε μια άνετη, απολιτική ζωή, αντί-ήρωά του. Από τις πρώτες κιόλας σκηνές (με τη γυμνή γυναίκα να εξετάζεται από ένα ρατσιστή γιατρό που προσπαθεί με διάφορους τρόπους να καθορίσει την φυλετική καταγωγή της) μέχρι τις τελευταίες (των συλλήψεων και του διωγμού των Εβραίων), ο Λόουζι αναπλάθει με λεπτομέρεια την όλη εφιαλτική ατμόσφαιρα της εποχής, με την πονηρή χειραγώγηση, τις διώξεις, και γενικά τον τρόμο και τη φρίκη που κυριαρχούσε στην υπό γερμανική κατοχή Γαλλία. Μια από τις πιο συγκλονιστικές ταινίες πάνω σ’ αυτό το θέμα η οποία κάπως υποτιμήθηκε την εποχή της.

*** ½ – Το χρονικό μιας αγάπης

Cronaca di un amore. Ιταλία, 1950. Σκηνοθεσία: Μικελάντζελο Αντονιόνι. Σενάριο: Μικελάντζελο Αντονιόνι, Ντανιέλε Ντ’ Ανζα, Φραντσέσκο Μαζέλι. Ηθοποιοί: Λουτσία Μποζέ, Μάσιμο Τζιρότι, Φερντινάντο Σάρμι. 98΄

Από την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, «Το χρονικό μιας αγάπης», που γύρισε σε ηλικία 37 χρονών, ο Αντονιόνι παρουσιάζεται σαν ώριμος σκηνοθέτης, αντίθετα με άλλους μεγάλους σκηνοθέτες, που στις πρώτες τους ταινίες μας έδωσαν πρωτόλεια ή γυμνάσματα. Και είναι σημαντικό να αναφέρω πως ο Αντονιόνι δεν περιορίζεται μονάχα στη σκηνοθεσία, αλλά, όπως και άλλοι μεγάλοι σκηνοθέτες του κινηματογράφου (Τσάπλιν, Μπέργκμαν, Ρενουάρ, Φελίνι), γράφει ο ίδιος τις ιστορίες και τα σενάρια των ταινιών του.

Επιφανειακά, «Το χρονικό μιας αγάπης» είναι ταινία αστυνομική, αλλά, όπως σωστά παρατήρησε ένας Άγγλος κριτικός, με τον ίδιο τρόπο μπορεί να θεωρηθεί αστυνομική και η ιστορία του «Οιδίποδα». Κάτω από το μανδύα αυτό κρύβεται μια δυνατή ψυχολογική διερεύνηση πάνω στην ερωτική ζωή και τα συναισθήματα δυο προσώπων. Ένα νεαρό ζευγάρι, η Πάολα και ο Γκουίντο (Λουτσία Μποζέ και Μάσιμο Τζιρότι), αποφασίζουν να χωρίσουν, κατατρεγμένοι από ένα αίσθημα ενοχής για το θάνατο της αρραβωνιαστικιάς του Γκουίντο.

Ύστερα από εφτά χρόνια, ο πλούσιος σύζυγος της Πάολα (Φερντινάντο Σάμι), υποπτευόμενος πως η γυναίκα του έχει εραστή, πληρώνει ιδιωτικούς ντετέκτιβ για να την παρακολουθήσουν. Οι υποψίες του είναι στην πραγματικότητα ψεύτικες, η παρακολούθηση όμως σπρώχνει την Πάολα να ανανεώσει τη σχέση της με τον Γκουίντο. Σχεδιάζουν να σκοτώσουν το σύζυγο, αυτός όμως σκοτώνεται σε δυστύχημα – πηδά με το αυτοκίνητό του σε ένα λάκκο όταν μαθαίνει τις ερωτικές σχέσεις της γυναίκας του. Το δεύτερο αυτό «δυστύχημα» κατορθώνει να χωρίσει τους εραστές για πάντα.

Στην ταινία αυτή του Αντονιόνι συναντούμε κάποια ομοιότητα με την ταινία «Οι κυρίες του δάσους της Βουλώνης» του Ρομπέρ Μπρεσόν, ενός άλλου σκηνοθέτη που κύριο ενδιαφέρον του είναι το εσωτερικό δράμα των προσώπων του. Το δράμα αυτό στον Μπρεσόν προβαλλόταν σ’ ένα αφηρημένο περιβάλλον, απομονώνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο τα πρόσωπα. Στην ταινία του Αντονιόνι, η απομόνωση αυτή δημιουργείται διαφορετικά: το ρεαλιστικό περιβάλλον, με τη ψυχρή, αρχιτεκτονική ομορφιά του, αντιπαρατίθεται με τα ασταθή συναισθήματα των πρωταγωνιστών. Η εγωιστική στάση της Πάολα, που αναζητά τον έρωτα για μια σαρκική ικανοποίηση, ο αδύνατος χαρακτήρας της που την κρατά δεμένη στη ψεύτικη αλλά ασφαλή ζωή της ανώτερης ιταλικής κοινωνίας που της προσφέρει ο πλούσιος άντρας, έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τον Γκουίντο, που ζει σ’ ένα λαϊκό ξενοδοχείο, φοράει πάντα το ίδιο παλιό παλτό και καπνίζει φτηνά τσιγάρα. Το κάθε πρόσωπο απομονώνεται στο δικό του διαφορετικό κόσμο. Οι ατέλειωτοι στενοί και αδειανοί δρόμοι της πόλης, φωτογραφημένοι συνήθως ύστερα από βροχή (τονίζοντας ακόμη περισσότερο τη μοναξιά τους), η παγωμένη, χειμωνιάτικη θάλασσα, όπου συναντιούνται για πρώτη φορά οι εραστές, ο σκοτεινός άδειος χώρος του αστεροσκοπείου, μια καχεκτική, φιλανθρωπική αγορά με το σνομπ περιβάλλον, το λαμπρά στολισμένο σπίτι της Πάολα, το φτηνό και παγωμένο δωμάτιο του Γκουίντο, τα αριστοκρατικά μπαρ, ένα πελώριο μεταλλικό γεφύρι, πάνω στο οποίο οι εραστές σχεδιάζουν τη δολοφονία του συζύγου, η κάθε σκηνή διαλεγμένη και τοποθετημένη έτσι ώστε να δημιουργεί μια κινηματογραφική αντίθεση, πλούσια σε σύμβολα και συναισθήματα, που, μέχρι σήμερα, δεν έχουμε ξανασυναντήσει στην οθόνη. (το κείμενο, γραμμένο το 1961, για την ταινία του Αντονιόνι είναι από το υπό έκδοση βιβλίο μου «Αρχίζει η προβολή», με διάφορα κινηματογραφικά κείμενα, που θα κυκλοφορήσει το φθινόπωρο)