Δευτέρα, 28 Οκτωβρίου 1940, ώρα 3 τα χαράματα. Ο Εμανουέλε Γκράτσι, πρεσβευτής της Ιταλίας στην Αθήνα επισκέπτεται τον Μεταξά και του παραδίδει το τελεσίγραφο του Μουσολίνι. Με το πιό ιταμό ύφος ο Ντούτσε αμφισβητεί την ουδετερότητα της Ελλάδας και την κατηγορεί ότι:

• Έτεινε και τείνει να μεταβάλλει το Ελληνικό έδαφος «εις βάσιν πολεμικής δράσεως εναντίον της Ιταλίας» (υπονοεί αγγλικές βάσεις).

Παράλληλα, ο Μουσολίνι απειλεί με πόλεμο, αν η Ελλάδα δεν επιτρέψει «αυθωρεί» τους Ιταλούς να καταλάβουν «ορισμένα στρατηγικά σημεία του ελληνικού εδάφους».
Ιδού πως αντέδρασε ο Έλληνας δικτατορίσκος:

«Ο Μεταξάς εισηγήθηκε στον τότε βασιλιά Γεώργιο Β’ να πούμε «ΝΑΙ» στο τελεσίγραφο, γιατί αυτός υπήρξε αντίθετος. Συγχρόνως, έκανε αυστηρή παρέμβαση και η Βρετανική κυβέρνηση. Ο Μεταξάς, επίσης, οργάνωσε τα πάντα, σε συνεργασία με τον αρχιστράτηγο του κηρυχθέντος πολέμου, Αλ. Παπάγο […], ώστε να καταρρεύσει τάχιστα η άμυνα». (βλ. Αρθρο της Αλίκης Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» με ημερομηνία 1/11/14).

Τελικά, ο Μεταξάς αναγκάστηκε να απαντήσει στον Γκράτσι ως εξής:
• Alors c’est la guerre, που σημαίνει σε ελεύθερη μετάφραση, «λοιπόν, έχουμε πόλεμο».

Επισημαίνεται πως και ο ίδιος ο Γκράτσι στο βιβλίο του «Η αρχή του τέλους», διαψεύδει τον Μουσολίνι ως εξής:

«Ούτε μια Βρετανική βάσις, ούτε ναυτική ούτε αεροπορική, υπήρξε ποτέ στην Ελλάδα πριν απ’ τις 28 Οκτωβρίου 1940».

Σαν σε πανηγύρι

Η είδηση για την κήρυξη του πολέμου έκανε φτερά σε όλη την ελληνική επικράτεια. Από την Πίνδο μέχρι την Κρήτη και από την Ήπειρο μέχρι τη Θράκη. Μετά το πρώτο μούδιασμα, οι Έλληνες σήκωσαν το λάβαρο του αγώνα. Έφευγαν για το μέτωπο μαζικά και τραγουδώντας, σαν σε πανηγύρι. Επικρατούσε ένας πρωτοφανής ενθουσιασμός, που έδινε ελπίδα και δύναμη τόσο στους φαντάρους όσο και στον άμαχο πληθυσμό.

Ο καθολικός ενθουσιασμός της Ρωμιοσύνης αποδέσμευσε τεράστιες δυνάμεις ενέργειας, που μετουσιώθηκαν σε περιφανή νίκη. Σε ένα ακόμα έπος, που καταγράφηκε στα κατάστιχα των αγώνων του λαού μας από το Μαραθώνα και τις Θερμοπύλες μέχρι τα Δερβενάκια και το Μεσολόγγι.

Οι Αθηναίοι ξυπνούν από τα παρατεταμένα ουρλιαχτά των σειρήνων και τις κωδωνοκρουσίες. Ξεχύνονται στους δρόμους, ενώ τα Ιταλικά αεροπλάνα πετούσαν πάνω από την Αθήνα. Αψηφώντας τον κίνδυνο, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, πλημμύρισαν το Σύνταγμα και τους γύρω δρόμους. Τούτο τον λαϊκό ξεσηκωμό ζωντανεύει επικουρικά ο Σπύρος Μελεντζής στο βιβλίο του «τους αντάρτες στα βουνά», σ.7-9:

«Τι ήταν εκείνο το πανηγύρι, εκείνη η παραζάλη, εκείνο το μεθύσι, που έκανε ένα λαό ολόκληρο μια σφιχτοδεμένη μάζα […] και ν’ αφήνεις τον εαυτό σου να παρασέρνεται σε αυτή τη φουρτουνιασμένη ανθρωποθάλασσα […]. Άστραψε από χαρά ο Παρθενώνας. Σταμάτησε το βάδισμά της πάνω στη ζωφόρο η Πομπή των Παναθηναίων […]. Γιγάντωσε με μιας το ΟΧΙ στο φασισμό, πέταξε πάνω από πολιτείες και κάμπους, έφτασε ως τις απρόσιτες βουνοκορφές της Πίνδου […]. Φούντωσαν των φαντάρων και των τσολιάδων τα στήθια, φύσηξαν ΑΕΡΑ, αέρα, αέρα και τα φαράγγια ορθώθηκαν κάστρα άπαρτα. Το πήρε και όλος ο Ελληνικός λαός, το έκανε πίστη και θρησκεία, τραγούδι και φλάμπουρο».
Τι απροσκύνητη γενιά…

Στη φωτιά της Μάχης

Το πολεμικό μέτωπο εκτεινόταν από τις Πρέσπες μέχρι το Ιόνιο Πέλαγος, σε μήκος 240 περίπου χιλιομέτρων. Τα ελληνικά επιτελεία το χώρισαν σε τρεις τομείς:
-Τον βόρειο, από τις Πρέσπες μέχρι το χωριό Γράμμα.
-Τον κεντρικό, που περιλάμβανε ολόκληρη την Πίνδο.
-Τον νότιο, που διέτρεχε την Ηπειρο, μέχρι τη θάλασσα.
Οι πρώτες συγκρούσεις σημειώθηκαν στον κεντρικό τομέα. Ηταν 28 Οκτωβρίου μια ώρα μόλις μετά την επίδοση του ιταλικού τελεσιγράφου. Υπεύθυνος του τομέα ήταν ο συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Δαβάκης επικεφαλής ενός αποσπάσματος με δύναμη μόλις 2.000 ανδρών και μόνο μία πυροβολαρχία.

Το απόσπασμα είχε απέναντί του την επίλεκτη μεραρχία «Τζούλια», που μετρούσε, σύμφωνα με τις πηγές, από 10.500 -15.000 άνδρες, ενώ διέθετε και εννέα πυροβολαρχίες.
Επιπλέον, οι Ιταλοί είχαν την απόλυτη κυριαρχία στον αέρα, διαθέτοντας συνολικά 400 σύγχρονα αεροσκάφη, έναντι περίπου 140 πεπαλαιωμένων ελληνικών.
Με τη συνδρομή Αλβανών οδηγών οι Ιταλοί σαμποτέρ πέρασαν νύχτα την μεθοριακή γραμμή κόβοντας προηγουμένως τα τηλεφωνικά καλώδια των ελληνικών φυλακίων που οι υπερασπιστές τους αιφνιδιάστηκαν και εξουδετερώθηκαν. Οι άνδρες της «Τζούλια» κατέλαβαν με άνεση το ύψωμα Σταυρός, ενώ οι ολιγάριθμες ελληνικές δυνάμεις υποχώρησαν, «λόγω και της πλήρους εξαντλήσεως των πυρομαχικών» σύμφωνα με το ΓΕΣ. ΄
Τις επόμενες ημέρες οι Ιταλοί προελαύνουν, παρά την αντίσταση των νηστικών και σχεδόν άοπλων Ελλήνων.
Στις 2 Νοεμβρίου τραυματίζεται μαχόμενος ο Δαβάκης και διακομίζεται σε νοσοκομείο.
Προηγουμένως, ωστόσο, μπροστά στον κίνδυνο να φτάσει η «Τζούλια» στο Μέτσοβο και να περικυκλώσει τα Γιάννινα, άρχισαν να καταφτάνουν ενισχύσεις, όπως:
• Η 1η μεραρχία με διοικητή τον Βασίλη Βραχνό, η μεραρχία ιππικού με διοικητή τον Γ. Στανωτά και η 5η ταξιαρχία πεζικού με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Αναστ. Καλή.

Μετά από έξυπνες και συντονισμένες κινήσεις, οι δυνάμεις μας εγκλωβίζουν την «Τζούλια» κοντά στο χωριό Ελεύθερο. Επακολουθεί επτάωρη σφαγή, αιχμαλωσία πολλών Ιταλών και διάλυση της «Τζούλια».

Στις 12.11 τα τμήματα της Πίνδου προωθούνται στο αλβανικό έδαφος. Μαζί με τις λοιπές δυνάμεις του Β΄Σώματος Στρατού και μετά από χρονοβόρες και αιματηρές μάχες κυριεύουν διαδοχικά Πρεμετή και Κλεισούρα. Στη συνέχεια, πολέμησαν στην Τρεμπεσίνα, μαζί με άλλες μονάδες, μέχρι την συνθηκολόγηση.

Νότιος τομέας

Το μέτωπο της Ηπείρου κάλυπτε κυρίως η 8η μεραρχία με διοικητή τον Χαράλαμπο Κατσιμήτρο. Ο τελευταίος είχε ορθώς επιλέξει ως γραμμή άμυνας το Καλπάκι (Ελαία), όπου ο ίδιος με την πρόθυμη συνδρομή των κατοίκων της περιοχής είχε εγκαίρως κατασκευάσει οχυρωματικά έργα. Στις 30.10.1940 οι Ιταλοί εξαπολύουν αλλεπάλληλες επιθέσεις, που αποκρούει η σθεναρή άμυνα της μεραρχίας. Την ίδια ημέρα το γενικό στρατηγείο που στεγαζόταν στο αθηναϊκό ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία», με εντολή Μεταξά διατάζει τον Κατσιμήτρο να εγκαταλείψει το Καλπάκι και να υποχωρήσει στην Αμφιλοχία! Αν υλοποιούνταν η εξωφρενική διαταγή, η Ηπειρος μαζί με τα Γιάννινα θα έπεφταν στα χέρια των Ιταλών με άμεση συνέπεια την κατάρρευση ολοκλήρου του μετώπου.

Προς τιμήν του ο Κατσιμήτρος αγνόησε τη διαταγή. Εμεινε στο Καλπάκι, αποκρούοντας και απωθώντας τους εισβολείς. Η νίκη αυτή έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αναχαίτιση των Ιταλών σε όλο το εύρος του μετώπου.

Στις 14.11 οι Ελληνες περνούν στην αντεπίθεση σε όλα τα μέτωπα. Στο νότιο τομέα δραστηριοποιείται το Α΄Σώμα Στρατού, όπου υπάγονται 2α και 8η μεραρχίες και το απόσπασμα Λιούμπα. Καρπός της δράσης αυτών των δυνάμεων ήταν η κατάληψη του Αργυροκάστρου, των Αγίων Σαράντα και της Χιμάρας.

Βόρειος τομέας

Με την κήρυξη του πολέμου, σ’ αυτό τον τομέα σημειώθηκαν αψιμαχίες μεταξύ των δύο αντιπάλων. Ωστόσο, από τις 14.11 εξαπολύουν ορμητική επίθεση η 9η μεραρχία (διοικητής Χρήστος Ζυγούρης), και η 4η ταξιαρχία πεζικού (διοικητής Αγαμένων Μεταξάς). Στην πορεία, ο τομέας ενισχύθηκε με τις 10η και 13η μεραρχίες, ενώ η 4η ταξιαρχία αναβαθμίστηκε σε μεραρχία (15η).

Οι μεγαλύτερες και πεισματώδεις μάχες του τομέα έγιναν στα βουνά Μόραβα ή Μοράβα και Ιβάν, προπύργια της Κορυτσάς. Στις 21.11 οι ιταλικές δυνάμεις υποχωρούν και την επομένη ο ελληνικός στρατός μπαίνει στην ιστορική πόλη.

Οι κάτοικοι, Ελληνες σε μεγάλο ποσοστό, ξεχύθηκαν στους δρόμους με ελληνικές σημαίες κάτω από τις κωδωνοκρουσίες των εκκλησιών. (Η Κορυτσά ήταν έδρα μητρόπολης. Στην πόλη λειτουργούσαν και ελληνικά σχολεία).

Στις 22.11 η Κορυτσά ανακηρύχθηκε ελεύθερη πόλη, ενώ ως δήμαρχός της τοποθετήθηκε ο γιατρός Επαμεινώνδας Χαρισιάδης.

Μετά την Κορυτσά, οι Ελληνες κατέλαβαν το Πόγραδετς. Ακολούθησαν πεισματώδεις και αιματηρές μάχες στο Μνήμα της Γριάς. Η ορεινή και χιονοσκέπαστη αυτή περιοχή έγινε ο τάφος χιλιάδων Ελλήνων και Ιταλών.

Η Ελλάδα υποδουλώθηκε στις 20.4.41, μετά την κάλπικη συνθηκολόγηση που υπέγραψε με τους Γερμανούς ο εθνοπροδότης Γ. Τσολάκογλου. Ο ίδιος …ανταμείφθηκε από τους κατακτητές, που τον διόρισαν πρώτο κατοχικό πρωθυπουργό…

Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος είχε μια σπάνια ιδιαιτερότητα, που βάρυνε στην πλάστιγγα. Κι αυτή δεν ήταν άλλη από την εθελοντική και ουσιαστική συμμετοχή των αμάχων της Ηπείρου και της Πίνδου στον κοινό αγώνα. Γυναίκες, γέροι και παιδιά διασφάλισαν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον ανεφοδιασμό των μαχομένων τμημάτων σε τρόφιμα και πολεμοφόδια. Συχνά λειτούργησαν και σαν τραυματιοφορείς.

Κατά κανόνα, οι άμαχοι μετέφεραν τα όποια φορτία κυριολεκτικά στην πλάτη τους. Κάθε στιγμή κινδύνευαν να τσακιστούν, σκαρφαλώνοντας σε απόκρημνα βουνά και γιδόστρατες, μες στο χιόνι, τη λάσπη και τη βροχή, σ΄έναν κατ΄εξοχήν ορεινό πόλεμο. Ουσιαστικά, αποτελούσαν το τέταρτο όπλο των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων.

*Ο Νίκος Πηγαδάς είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας του εξαιρετικού βιβλίου «Το ΟΧΙ της Ρωμιοσύνης . Το έπος 1940-41. Φως στην ιστορική αλήθεια» (εκδ. Μπατσιούλας) . Η αφήγηση του αγώνα βασίζεται σε αρχεία και αξιόπιστες πηγές αποδεικνύοντας πως ο Μεταξάς φοβήθηκε να αντιταχθεί στο Μουσολίνι την 15η Αυγούστου 1940 αποκρύπτοντας την ταυτότητα του ιταλικού υποβρυχίου που τορπίλισε άνανδρα το καταδρομικό «Ελλη».