Το «Μουσείο Μνήμη» είναι το τελευταίο που άνοιξε και ήρθε να προστεθεί στα ήδη αμέτρητα που υπάρχουν στη ρωσική επικράτεια και αφορούν το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Κείμενο-φωτογραφίες: Γιώργος Πιτροπάκης (geopitro@gmail.com)

Βρίσκεται στον υπόγειο χώρο ενός πολυκαταστήματος στο κέντρο της πόλης, απέναντι από το Θέατρο Γκόργκι και μερικές εκατοντάδες μέτρα από τον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό. Εκεί ακριβώς που είχε εγκαταστήσει το τελευταίο του στρατηγείο ο στρατάρχης Φον Πάουλους, κατά τη διάρκεια της μάχης του Στάλινγκραντ.

 

«Αν το 1942, σαν σήμερα, είχε τον ίδιο καιρό, τώρα θα μιλούσαμε όλοι γερμανικά» είπα στη φιλική ομήγυρη. Όμως, όχι μόνο κανείς τους δεν συμφώνησε μαζί μου αλλά έγινε αφορμή για έντονη συζήτηση. Ήταν μεσημέρι, 30 Δεκέμβρη του 2008 στο Βόλγκακραντ – Στάλινγκραντ ονομάζονταν μέχρι το 1961 – και βρισκόμασταν καθισμένοι σ’ ένα υπαίθριο καφέ. Ακριβώς μπροστά μας, το μεγάλο ποτάμι που κυλούσε ήρεμα.

 

Η θερμοκρασία ακροβατούσε γύρω από το μηδέν και ο ήλιος έκανε συχνά πυκνά την εμφάνιση του. Η πόλη ντυμένη στα καλά της ετοιμάζονταν να υποδεχτεί τον καινούριο χρόνο. Παρόλα αυτά στο βάθος των ματιών των κατοίκων της, υπήρχε μια μελαγχολική σκιά. Κι αυτό επειδή από την αρχή του χειμώνα δεν είχε χιονίσει ούτε μία φορά. Αυτός ήταν και ο λόγος που μ’ έκανε να ξεστομίσω τη «βαριά κουβέντα» περί γερμανικών και να γίνουν έξαλλοι οι ομοτράπεζοι μου. Αυτή όμως είναι η μίση αλήθεια. Η άλλη μισή είναι, ότι η ιστορική και ουσιαστική για την έκβαση του Δευτέρου παγκοσμίου Πολέμου, μάχη του Στάλινγκραντ, εξακολουθεί να αποτελεί καθημερινό θέμα συζήτησης ανάμεσα στους κατοίκους της πόλης.

4 moys

«Ο καιρός, βεβαίως και έπαιξε το ρόλο του. Ωστόσο σε οποιοδήποτε συνθήκες οι γερμανοί δεν είχαν καμία ελπίδα να μας κερδίσουν. Το αφόρητο κρύο, απλώς επιτάχυνε τις διαδικασίες. Το ότι έχουμε παραμονή πρωτοχρονιάς δεν έχει χιονίσει ακόμη μας ενοχλεί αλλά είναι σίγουρο θα γίνει κι αυτό. Σίγουρο επίσης είναι ότι η θερμοκρασία σύντομα θα πέσει κάτω από τους μείον 25 βαθμούς. Τότε θέλω να σε δω», μου είπε γελώντας σχεδόν σαρκαστικά ο φίλος Βαλόντια. Και είχε δίκιο. Την επομένη, τελευταία μέρα του χρόνου, από νωρίς άρχισε πυκνή χιονόπτωση που έκανε τις μετακινήσεις δύσκολες, ενώ η θερμοκρασία κατρακύλησε στους μείον 18 βαθμούς Κελσίου. Οι κάτοικοι του Βόλγαγκραντ είναι ιδιαιτέρως υπερήφανοι για την πόλη τους και λατρεύουν τον Στάλιν. Τόσο, που σε επανειλημμένα δημοψηφίσματα και με συντριπτική πλειοψηφία απαιτούν από το Κρεμλίνο να επονομαστεί η πόλη τους Στάλινγκραντ.

 

Κάτι παρόμοιο είχε γίνει και το 1944 όταν στην συνδιάσκεψη της Τεχεράνης ο Τσόρτσιλ πρότεινε η πόλη να μείνει ως έχει, ένα ζωντανό μνημείο, που να θυμίζει στην ανθρωπότητα την βαρβαρότητα του πολέμου. Όμως οι κάτοικοι της ήθελαν να κατοικίσουν και πάλι στην πόλη τους και με την βοήθεια χιλιάδων εθελοντών από ολόκληρη την Σοβιετική επικράτεια ανοικοδόμησαν και πάλι την πόλη τους. Παρόλα αυτά δεν υπάρχει πουθενά αλλού στον κόσμο πόλη που να έχει τόσα πολλά μνημεία που να θυμίζουν τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο όσο το Βόλγκαγκραντ. Όπου κι αν γυρίσεις το βλέμμα θα πέσει πάνω σε κάτι που θα σου θυμίσει τον Μεγάλο Πόλεμο.

 

1 μουσειο

Εκεί έγιναν οι σκληρότερες μάχες ολόκληρου του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Από τα 46.000 κτήρια της πόλης τα 41.000 καταστράφηκαν ολοκληρωτικά. Δεν υπήρξε ούτε ΕΝΑ κτήριο που δεν υπέστη σοβαρότατες καταστροφές. Στους λόφους γύρω από την πόλη το έδαφος ήταν εντελώς καλυμμένο από οβίδες. Πουθενά δεν φαίνονταν η γη. Οι χάρτες των επιτελείων για μήνες δεν έδειχναν καμιά αλλαγή. Περισσότεροι από 2.000.000 εκατομμύρια στρατιώτες πολέμησαν για 200 ημέρες και νύχτες, δρόμο – δρόμο, σπίτι – σπίτι, δωμάτιο – δωμάτιο και οι μισοί και πλέον έχασαν την ζωή τους. Από την περίφημη γερμανική 6η στρατιά έμειναν μόνον 91χιλιάδες στρατιώτες. Στην πόλη σύμβολο του σοσιαλισμού χάθηκε το ένα τέταρτο των Γερμανικών δυνάμεων από αυτές που βρίσκονταν στο Ανατολικό μέτωπο. Η μεγαλύτερη μάχη φθοράς που έγινε ποτέ στην ιστορία.

 

Η επίθεση κατά του Στάλινγκραντ ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1942 και στις 13 Σεπτέμβρη οι Γερμανικές δυνάμεις και οι σύμμαχοι τους, μπήκαν στην πόλη. Στην Γερμανία ο Γκέμπελς θριαμβολογούσε και οι στρατηγοί μοίραζαν απλόχερα τα ολόφρεσκα μετάλλια του είχαν τυπωθεί για τους κατακτητές της πόλης.

 

Ωστόσο η πραγματική μάχη του Στάλινγκραντ δεν είχε αρχίσει ακόμη. Πλέον η πρόοδος της εκστρατείας μετριόταν με μέτρα. Μέσα σε τρεις μέρες το κέντρο της πόλης άλλαξε χέρια πέντε φορές και κάποια κτήρια όπως ο σιδηροδρομικός σταθμός δεκαπέντε! Η γραμμή του μετώπου βρίσκονταν πίσω από κάθε σωρό με ερείπια. Στους γεμάτους δρόμους συντρίμμια τα τανκς δεν μπορούσαν να κάνουν μανούβρες, από τα παράθυρα των σπιτιών οι βόμβες μολότοφ έπεφταν σαν το χαλάζι και από παντού έμοιαζε να τους σημαδεύουν οι ελεύθεροι σκοπευτές.

 

3 moys

Το πυροβολικό και η αεροπορία δεν μπορούσαν να βομβαρδίσουν πέρα από το ότι έβλεπαν καθώς οι θέσεις των στρατευμάτων άλλαζαν συνέχεια και οι αντίπαλες θέσεις απείχαν μερικά μέτρα. Εδώ έγινε ένα είδος μάχης που πολύ μεγάλο ρόλο έπαιξαν οι ατομικές ικανότητες, η όραση, η ψυχραιμία και φυσικά η θέληση για νίκη. Συχνά οι μάχες γίνονταν σώμα με σώμα και σαν όπλα χρησιμοποιήθηκαν ακόμα πέτρες. Ήταν μια μάχη που δεν έμοιαζε με καμιά απ’ όσες είχαν γίνει μέχρι τότε. Αμέσως μετά την παράδοση των Γερμανικών δυνάμεων, ανακάλυψαν ότι τα δύο στρατηγεία είχαν απόσταση μεταξύ τους μικρότερη των τριακοσίων μέτρων το ένα από το άλλο.

 

Τsum (Τσεντράλνιι Ουνιβερμάγκ Μαγκαζίνι) ονομάζονταν το πολυκατάστημα και το ίδιο όνομα διατηρεί μέχρι στις μέρες μας. Ήταν ένα από τα μαγαζιά μιας αλυσίδας που δημιουργήθηκαν τα πρώτα χρόνια της εγκαθίδρυσης του σοσιαλισμού και σ’ αυτά κάθε πολίτης έβρισκε τα πάντα σε ότι αφορούσε την ένδυση, την υπόδηση, τις ηλεκτρικές συσκευές τον οικιακό εξοπλισμό και τα είδη δώρων. Βρίσκονταν και στόλιζαν το κέντρο κάθε πόλης, ήταν τεράστια, πολυώροφα και οι ουρές του κόσμου, έξω από την είσοδο του, σχεδόν μόνιμες.

 

Το Univermag, όπως για συντομία αποκαλούν το μαγαζί, φυσικά στην διάρκεια της μάχης είχε βομβαρδιστεί και μεγάλα τμήματα του είχαν καταρρεύσει, όμως έμεινε σχεδόν άθικτο το μεγαλύτερο μέρος του υπογείου του, γύρω στα 200 τετραγωνικά μέτρα. Όμως για το ερειπωμένο Στάλινγκραντ ήταν ένας «πολύ ασφαλής» χώρος και ικανός ώστε να στεγάσει το επιτελείο του ο Φον Πάουλους. Ένας μακρύς διάδρομος με μικρά δωμάτια στα δεξιά, όπου είχε στηθεί και ένα μικρό χειρουργείο και τα καταλύματα των στρατηγών του. Στα αριστερά δυο μεγαλύτερα δωμάτια χρησιμοποιούνταν ως αίθουσα συσκέψεων και στο βάθος του διαδρόμου δεξιά και απέναντι, σ’ ένα μικρό δωματιάκι με σακιά στα παράθυρα κοιμόνταν ο Πάουλους. Ακριβώς απέναντι του βρίσκονταν το κέντρο διαβιβάσεων και επικοινωνίας. Εκεί βρίσκεται ακόμη και το τηλέφωνο με το οποίο ειδοποίησε τους σοβιετικούς ότι προτίθεται να παραδοθεί.

6 moys

Μέχρι που μετατράπηκε σε μουσείο, ήταν αποθηκευτικός χώρος και τα αντικείμενα που βρέθηκαν εκεί είχαν πάρει θέση σε άλλα μουσεία στην πόλη. Λάμπες θύελλης, κιβώτια με φαρμακευτικό υλικό, η μοτοσυκλέτα του αγγελιοφόρου του Πάουλους, μπιτόνια και βαρέλια για καύσιμα, γράμματα γερμανών προς τους οικείους τους και πολλά προσωπικά αντικείμενα των «τελευταίων ενοίκων» του υπογείου. Οι επιτελικοί χάρτες ήταν τα αντικείμενα που μέχρι πρότινος εκτίθονταν σε άλλα μουσεία της πόλης και σιγά – σιγά επιστρέφουν στον «πάτριο». Στο υπόγειο του Univermag.

 

Έτσι όπως εκθέτουν τα ιστορικά ντοκουμέντα της περιόδου εκείνης, οι υπεύθυνοι του μουσείου δημιουργούν πολύ δυνατά, στον επισκέπτη το αίσθημα της αντιπαράθεσης. Σχεδόν στο μισό χώρο του στρατηγείου έχουν προσθέσει και εκθέτουν τα αντίστοιχα σοβιετικά ντοκουμέντα και μάλιστα βάζοντας ακριβώς απέναντι. Σε πολλά σημεία του χώρου ακούγονται οι ήχοι της μάχης ενώ σε κάποια άλλα μέρη δεν λειτουργεί η θέρμανση, έτσι ώστε ο επισκέπτης να «νιώθει» τις καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν στο Στάλινγκραντ το χειμώνα του 1942 – 43.

 

Όσο για τους υπόλοιπους χώρους του πενταώροφου κτηρίου μπορεί πλέον να μην θυμίζουν τίποτα από τα χρόνια του υπαρκτού, όμως εξακολουθεί να είναι το αγαπημένο πολυκατάστημα των κατοίκων του Βόλγκαγκραντ. Είναι συνέχεια ασφυκτικά γεμάτο και δεν χάνουν την ευκαιρία για να ρίξουν, ξανά και ξανά, μια ματιά στον ιστορικό τόπο.

 

«Εδώ έρχονται επισκέπτες από όλο τον κόσμο» μας είπε η ξεναγός του μουσείου, «όμως οι περισσότεροι είναι Γερμανοί. Ιδιαίτερα τον μήνα Σεπτέμβρη περιμένουν ουρές μέχρι να μπουν μέσα».