Της Δανάης Τανίδου*
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα μικρό κοριτσάκι που το λέγαν΄ Φαντασία. Η Φαντασία είχε μια υπερδύναμη. Οτιδήποτε φανταζόταν μπορούσε να το πραγματοποιήσει. Τα πράγματα που φανταζόταν ήταν όλα δημιουργικά και έφερναν την ευτυχία. Άνοιγαν δρόμους που φαίνονταν κλειστοί και μοίραζαν χαμόγελα εκεί όπου υπήρχαν δάκρυα.

Η Φαντασία λάτρευε να κάνει τους άλλους χαρούμενους. Όμως στην άλλη πλευρά της πολιτείας ζούσε ένας γέρος κακός μάγος που ήθελε όλους τους ανθρώπους της πόλης να τους κάνει αυτός ό,τι ήθελε. Όσο όμως υπήρχε η Φαντασία, του χαλούσε τα σχέδια. Αυτό που κυρίως ήθελε ο μάγος ήταν οι άνθρωποι να είναι δυστυχισμένοι και να μην μπορούν να βρίσκουν λύσεις στα προβλήματα τους.

Έτσι μέσα σε αυτή τους την απόγνωση πήγαιναν στο γέρο μάγο που με το μαγικό του ραβδί έδινε λύση στο πρόβλημά τους, όχι όμως και στη στεναχώρια τους. Φυσικά και η λύση δεν δινόταν χωρίς αμοιβή. Η αμοιβή ήταν ένα κομμάτι από την ευτυχία και την ελευθερία που είχε μέσα του ο κάθε άνθρωπος. Ο μάγος έπαιρνε τα κομμάτια αυτά και τα έκλεινε σε δύο βαθιά πηγάδια που είχε κρυμμένα μέσα στο δάσος.

Όσο περνούσε ο καιρός, τα προβλήματα, η δυστυχία και η έλλειψη ελευθερίας στον τόπο άρχισαν να αυξάνονται. Η Φαντασία προσπαθούσε με όλη της τη δύναμη να βοηθήσει τους ανθρώπους, αλλά εκείνοι δεν της έδιναν πια την παραμικρή σημασία. «Φύγε μακριά!» της φώναζαν. «Απλά μας μπερδεύεις περισσότερο!». Η Φαντασία δεν ήξερε τι να κάνει.

 

Μια μέρα καθόταν στη ρίζα ενός γέρικου Πλάτανου. «Μπορώ να τους βοηθήσω και δεν με αφήνουν. Ενώ όσο περνάει ο καιρός και κανένας δεν με χρειάζεται, αρχίζω και χάνω και εγώ τη δύναμή μου. Είμαι λυπημένη!», είπε και ένα δάκρυ της κύλησε στη ρίζα του Πλάτανου. Μετά από λίγο κύλησε και άλλο ένα και μετά άλλο ένα. Και ενώ η Φαντασία έκλαιγε, ένα φύλλο από τον Πλάτανο της σκούπισε τα δάκρυα.

 

Η Φαντασία παραξενεμένη κοίταξε ψηλά τον Πλάτανο και είδε επάνω στον κορμό του να έχει δημιουργηθεί ένα πρόσωπο. Μάτια, μύτη, στόμα, ακόμα και λίγο ροζ της φάνηκε το ξύλο στο ύψος που θα ήταν κανονικά τα μάγουλα του Πλάτανου. «Μην κλαίς!» της είπε με γέρικη φωνή. «Πώς έγινε αυτό; Εγώ δεν φαντάστηκα τίποτα!» ψέλλισε με απορία η Φαντασία.

 

«Το ότι δεν το είπες δυνατά μέσα στο κεφάλι σου δεν σημαίνει και πως δεν ήταν εκεί. Τα δάκρυά σου από μόνα τους ήξεραν τι να κάνουν. Γιατί και τα δάκρυά σου είσαι εσύ!» είπε ο Πλάτανος και με ένα νέο μαλακό φυλλαράκι του της σκούπισε και τα τελευταία της δάκρυα. Η Φαντασία άρχισε να λέει στον Πλάτανο για τότε πιο παλιά, που με λίγη βοήθεια από εκείνην ήταν όλοι ευτυχισμένοι και ένιωθαν ελεύθεροι. Πως ήξερε ότι αυτήν την υπερδύναμη δεν την είχε μόνο εκείνη, αλλά όλοι οι άνθρωποι του τόπου, όμως την είχαν βάλει σε ένα κουτάκι στο βάθος του μυαλού τους και όσο περνούσε ο καιρός το άνοιγαν μόνο για να δίνουν κομμάτι της στο γέρο μάγο.

 

Ο Πλάτανος στο άκουσμα του μάγου θρόισε όλα του τα φύλλα. Η Φαντασία του ζήτησε να σκύψει για να του ψιθυρίσει ένα μυστικό -αυτό που δεν ήξερε η Φαντασία είναι ότι τα δέντρα όσο και να θέλουν να κρατήσουν μυστικό δεν μπορούν. Γιατί το μυστικό πάει στα φύλλα τους, ο αέρας τα κουνάει και έτσι το μυστικό ταξιδεύει παντού.

 

Κάπως έτσι και το μυστικό της Φαντασίας έφτασε στα αυτιά του μάγου. «Πώς;!;! Αυτό είναι αδύνατον!!!» ούρλιαξε και ένα μικρό κακτάκι που είχε για φυτό έριξε από το φόβο του κάτω μερικά αγκαθάκια. Ο μάγος πήγε να περάσει από εκεί και μιας και ήταν μέσα στο κάστρο του και ήταν ξυπόλυτος πάτησε τα αγκαθάκια. Από τα νεύρα του για το μυστικό και από τον πόνο έδωσε μια δυνατή κλοτσιά στο κακτάκι, που πέταξε έξω από το παράθυρο και προσγειώθηκε στη ρίζα μιας Λεύκας. «Τι κάνεις εσύ εδώ;» ρώτησε απορημένη.

 

pnaks

 

Το κακτάκι, που ακόμη έτρεμε από το σοκ και το φόβο του, την ενημέρωσε πως ο μάγος είχε μάθει το μυστικό της Φαντασίας και ετοιμαζόταν να λάβει τα μέτρα του. Η Λεύκα τότε τίναξε δυνατά τα κλαδιά της και όλα τα μικρά λευκά χνουδάκια της άρχισαν να ταξιδεύουν για να προλάβουν να προειδοποιήσουν τη Φαντασία αλλά και όλους τους ανθρώπους.

Όμως, όσο γρήγορα και να πήγαιναν, όταν έφτασαν στην κεντρική πλατεία είδαν ότι πια ήταν αργά. Ο μάγος είχε συγκεντρώσει όλους τους ανθρώπους, όλων των ηλικιών και τη Φαντασία την είχε δέσει σε μια καρέκλα, ενώ ακριβώς πίσω της κυλούσε γάργαρα το ποτάμι.

«Όπως πολύ πρόσφατα έμαθα, αυτό εδώ το πλάσμα δεν είναι άνθρωπος!» είπε και έδειξε τη Φαντασία.
«Δεν είναι ένα μικρό κορίτσι όπως όλοι νομίζετε» συνέχισε και το πλήθος έκανε ένα τεράστιο μακρόσυρτο «Α!».
«Αυτό εδώ το πλάσμα το δημιουργήσατε εσείς. Εσείς. Εσείς για να νιώθετε ασφάλεια. Εσείς για να βλέπετε ότι αν υπάρχει, ο κόσμος θα είναι καλύτερος. Αλλά δεν είναι τίποτα άλλο από ένα τέρας. Που χάνει τη δύναμή του κάθε φορά που μου δίνετε ένα κομμάτι σας. Πρέπει λοιπόν να το εξαφανίσουμε αυτό το τέρας. Γι’ αυτό εδώ και τώρα θα πάρω από όλους σας όλο το μέρος της ευτυχίας και της ελευθερίας που έχετε μέσα σας. Μόνο έτσι θα μπορέσω να σας σώσω από αυτό το κακό τέρας που λέγεται Φαντασία και μοιάζει με μικρό κορίτσι», ούρλιαξε μανιασμένα ο μάγος.

 

Η Φαντασία, που έκλαιγε βουβά γιατί της είχε κλείσει το στόμα και φυσικά την είχε αποδυναμώσει, αφού είχε ήδη κλέψει από τους ανθρώπους μεγάλο μέρος από τα κομμάτια τους, απλά τους κοιτούσε.

Ο μάγος σήκωσε ψηλά το ραβδί του και το κούνησε κυκλικά. Από τους ανθρώπους άρχισαν να φεύγουν και τα τελευταία τους κομμάτια. Ο μάγος γελούσε δυνατά και τρανταχτά. Τόσο τρανταχτά που η γη κουνιόταν. Και όσο η γη κουνιόταν, κουνιόταν και η δεμένη στην καρέκλα της Φαντασία. Ώσπου από το πολύ κούνημα η Φαντασία βρέθηκε όπως ήτανε δεμένη μέσα στο ποτάμι. Στην αρχή στην επιφάνεια και σιγά σιγά άρχισε να κατευθύνεται στον πάτο του ποταμιού.

 

Άρχισε να χάνει τις αισθήσεις της. Ήταν ήδη εξαντλημένη. Της είχαν πάρει όλη τη ζωή. Ενώ οι αισθήσεις της την εγκατέλειπαν, μια πολύ ψιλή φωνούλα της ψιθύρισε στο αυτί: «Είσαι η Φαντασία και μπορείς να γίνεις ό,τι θέλεις!! Γίνε νεράκι στο ποταμάκι! Εγώ πιστεύω σε σένα!». Ήταν ένα μικροσκοπικό ψαράκι, που αφού της μίλησε, της χάιδεψε τη μύτη με την ουρά του προσπαθώντας να την ξυπνήσει.

Η Φαντασία δεν κατάλαβε ποτέ ακριβώς το πώς και το γιατί, αλλά πολύ γρήγορα έγινε ένα με το ποταμάκι. Ο μάγος, ευχαριστημένος που πια κανένας άνθρωπος δεν θα μπορούσε να ζήσει χωρίς αυτόν και κυρίως πως όλοι θα παρέμεναν δυστυχισμένοι όπως αυτός, βεβαιώθηκε πως η Φαντασία αποτελούσε παρελθόν και πως το ποτάμι τον είχε βοηθήσει να την ξεφορτωθεί μια και καλή.

Τα χρόνια περνούσαν και οι άνθρωποι εξακολουθούσαν να είναι δυστυχισμένοι. Όμως πέντε παιδάκια, που είχαν γεννηθεί μετά τη μέρα του τέλους της Φαντασίας, για κάποιο ανεξήγητο για όλους λόγο ήταν πολύ ευτυχισμένα και ελεύθερα (κάτι που φυσικά το κρατούσαν κρυφό από το μάγο). Αυτά λοιπόν τα παιδάκια αποφάσισαν μια μέρα να εξερευνήσουν το δάσος.

Εξερευνώντας το βρέθηκαν μπροστά σε δύο βαθιά πηγάδια. Κατέβασαν τους κουβάδες και πήραν νερό για το σπίτι τους. Στο βραδινό τραπέζι οι οικογένειες ήπιαν από αυτό το δροσερό νερό και μετά την πρώτη γουλιά σε όλους κάτι άλλαξε μέσα τους. Η ευτυχία, η ελευθερία και η δημιουργία επέστρεψαν. Με τη βοήθεια που παρέχουν τα παραμύθια στους ήρωές τους δεν άργησαν να καταλάβουν πως η Φαντασία είχε γίνει νερό στην πηγή και πολύ σύντομα όλη η πολιτεία είχε πιει από αυτό το νερό.

 

Ο μάγος όμως; Τι θα μπορούσε να γίνει με το μάγο; Μα έλα τώρα, παραμύθι είναι. Φυσικά και στο μάγο ένα βράδυ του βάλανε κρυφά αυτό το νερό στο ποτήρι του και είδε την αλήθεια. Έγινε και αυτός ελεύθερος και ευτυχισμένος. Εκείνο το βράδυ η Φαντασία φανερώθηκε στον ύπνο όλων τους. «Είδατε ότι ποτέ δεν έφυγα; Ήμουν πάντα εδώ δίπλα σας. Έπρεπε απλά να με ανακαλύψετε πάλι! Φανταστείτε έναν κόσμο καλύτερο και κάν’τε τον! Ο καθένας όπως και όσο μπορεί!».

Και ζήσαν΄ αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

* Θεατρολόγος – συγγραφέας