Για τη Συνθήκη της Λωζάννης

Του Δημοσθένη Δ. Δημόπουλου*

Χθες, στις 29 Σεπτεμβρίου, μόλις δύο μήνες μετά την 93η επέτειο από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης, ο πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν με δηλώσεις του άσκησε κριτική τόσο στους διαπραγματευτές αυτής της ιστορικής συνθήκης όσο και στα αποτελέσματα αυτής.

Η Συνθήκη της Λωζάννης αντικατέστησε τη Συνθήκη των Σεβρών, η οποία είχε υπογραφεί στις 10 Αυγούστου του 1920 και επέφερε την κατάλυση και το διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το εθνικιστικό καθεστώς του Κεμάλ Ατατούρκ, μη αποδεχόμενο τη Συνθήκη των Σεβρών που είχε υπογράψει η Οθωμανική Αυτοκρατορία, προσπάθησε και κατάφερε μέσω στρατιωτικών και διπλωματικών ενεργειών, αλλά και εκμεταλλευόμενη τα λάθη των αντιπάλων της, να επιτύχει μια αρκετά ευνοϊκότερη συνθήκη ειρήνης στη Λωζάννη, τερματίζοντας έτσι και επίσημα τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

 

Με τη Συνθήκη της Λωζάννης τίθενται τα θεμέλια του σύγχρονου τουρκικού κράτους, αφού καταλυόταν οριστικά η Οθωμανική Αυτοκρατορία, ορίζονταν ρητά τα σύνορα της νεοσύστατης Τουρκικής Δημοκρατίας, ανακαλούνταν όλες οι εδαφικές διεκδικήσεις της τελευταίας στις πρώην αραβικές κτήσεις της και αναγνωριζόταν τόσο η βρετανική κατοχή της Κύπρου όσο και η ιταλική κατοχή των Δωδεκανήσων.

 

Οι δηλώσεις του Τούρκου προέδρου πρέπει να εξεταστούν από δύο διαφορετικές οπτικές. Η πρώτη έχει να κάνει με την εσωτερική κατάσταση στην Τουρκία, καθώς με τις δηλώσεις αυτές, πλέον της Ελλάδας όπως θα δούμε παρακάτω, ο Τούρκος πρόεδρος επιχειρεί να στείλει ένα μήνυμα προς το εσωτερικό της χώρας του, με σκοπό να υποβαθμίσει το ρόλο των πολιτικών του αντιπάλων που βρίσκονται υπό διωγμό, μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, αλλά και ταυτόχρονα να ενισχύσει τη δική του εικόνα και να περάσει στο υποσυνείδητο της τουρκικής κοινής γνώμης πως αυτός, σε αντίθεση με τους κεμαλικούς και κοσμικούς (οι πολιτικοί προπάτορες των οποίων διαπραγματεύτηκαν και υπέγραψαν τη Συνθήκη της Λωζάννης), είναι πολύ ικανότερος να υπερασπιστεί τα εθνικά συμφέροντα της χώρας, η οποία θα βρεθεί σε κίνδυνο εφόσον αυτός δεν βρίσκεται στην εξουσία. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά που κάνει, κατά τη διάρκεια της δήλωσής του, στους πραξικοπηματίες του Ιουλίου.

 

Η δεύτερη οπτική εξέτασης των χθεσινών δηλώσεων Ερντογάν αφορά τους Έλληνες γείτονες την Τουρκίας, δηλαδή τόσο τη χώρα μας αλλά και την Κύπρο. Όπως προφητικά ανέφερε σε άρθρο του, λίγες μέρες πριν, ο καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Άγγελος Συρίγος, οι τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο και στην Κύπρο είναι άμεσα συνδεδεμένες μεταξύ τους. Καθώς την τελευταία περίοδο οι συζητήσεις για την ανεύρεση λύσης στο Κυπριακό ζήτημα έχουν επιστρέψει στην επικαιρότητα, είναι λογικό η Τουρκία να προσπαθεί να δημιουργεί εντάσεις και να ανεγείρει επιπρόσθετα ζητήματα για να ενισχύει τη θέση της στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.

 

F2B2E117E4511807DFE8526ABD7B326E

 

Όσον αφορά, τώρα, ενδεχόμενο αλλαγής του εδαφικού status quo μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, αυτό είναι κάτι εξαιρετικά δύσκολο να συμβεί, καθώς -όπως μας έχει διδάξει η Ιστορία- οι εδαφικές αλλαγές ως επί το πλείστον είναι στενά συνδεδεμένες με τη χρήση ή την απειλή χρήσης βίας. Μια μικρή αναδρομή στο πρόσφατο παρελθόν είναι αρκετή για να μας επιβεβαιώσει: χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι περιπτώσεις της Κριμαίας, της Ανατολικής Ουκρανίας, της Οσετίας και της Αμπχαζίας, η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας κ.ά. Παρά το γεγονός ότι αρκετές φορές κατά το παρελθόν η Τουρκία έχει επιχειρήσει να εξωτερικεύσει τα εσωτερικά της προβλήματα προκαλώντας εντάσεις με τους γείτονές της, θα ήταν απίθανο να επιχειρηθεί κάποια αντίστοιχη ενέργεια, και μάλιστα τέτοιου βαθμού, ειδικά εναντίον μιας χώρας-συμμάχου, μέλους του ΝΑΤΟ, στην τρέχουσα περιφερειακή και παγκόσμια γεωπολιτική συγκυρία (βλ. Ουκρανία, Συρία, Νότια Σινική Θάλασσα).

 

O καθηγητής John J. Mearsheimer, ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους θεωρητικούς των διεθνών σχέσεων, έχει γράψει χαρακτηριστικά: «Το λυπηρό γεγονός είναι ότι η διεθνής πολιτική ήταν ανέκαθεν μια αδίστακτη και επικίνδυνη δουλειά, και είναι πιθανό να παραμείνει έτσι».

Με βάση το παραπάνω, είναι σημαντικό η εκάστοτε ηγεσία μιας χώρας -η οποία θα πρέπει να έχει πρωταρχικό της μέλημα την προστασία και την ασφάλεια των πολιτών της- να είναι πάντα προετοιμασμένη για να αποτρέψει κάθε δυνητική απειλή.

 

* Διεθνολόγος, συντονιστής της Ερευνητικής Ομάδας Εξωτερικής Πολιτικής, Άμυνας και Ασφάλειας του Κέντρου Ρωσίας, Ευρασίας και Νοτιοανατολικής Ευρώπης, του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων του Παντείου Πανεπιστημίου