Του Βασίλη Διαμαντάκη 

Στις περασμένες δεκαετίες, όταν δεν υπήρχε το Διαδίκτυο, και η τηλεόραση ήταν στα σπάργανα, άναυδο το κοινό ανακάλυπτε μέσα από τα δημοσιεύματα των εφημερίδων πόση βαρβαρότητα κρύβει ο άνθρωπος. Εννιά από τα εγκλήματα που τάραξαν την ελληνική κοινωνία, και έμειναν στην ιστορία των εγκληματολογικών χρονικών, παρουσιάζει σήμερα το enetpress.gr. To αφιέρωμα ξεκινά από τη δεκαετία του ΄30 και φτάνει στις μέρες μας.

ΥΠΟΘΕΣΗ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ

Βρισκόμαστε ακριβώς στο ξεκίνημα της δεκαετίας του 1930. Η καινούργια χρονιά μόλις έχει μπει σιγά σιγά για όλους τους Έλληνες. Είναι η 5η Ιανουαρίου του 1931 στην οδό Χαροκόπου στην Καλλιθέα. Ξημερώνει άλλη μια ημέρα η οποία δεν θα ήταν καθόλου ποτέ η ίδια στα ελληνικά χρονικά.

 

Ο Δημήτρης Αθανασόπουλος είναι ένας πλούσιος εργολάβος, παντρεμένος με μια πανέμορφη 25χρονη, τη Φούλα Κάστρου.Το ζευγάρι είναι πολύ ταιριαστό και έχει τέσσερα παιδιά, από τα οποία δυστυχώς θα επιζήσει μόνο ένα, το μικρότερο, ο Δημήτρης. Η καθημερινή ζωή της οικογένειας, όμως, ήταν πολύ διαφορετική από τα αντρόγυνα τα υπόλοιπα της εποχής. Ο Αθανασόπουλος είναι ένας αθεράπευτος γυναικάς, που κακοποιεί σεξουαλικά τη νεαρή γυναίκα του. Οι κακές γλώσσες της εποχής τον κατηγορούν, ότι έχει ερωτική σχέση και με τη μητέρα της γυναίκας του. Υποστηρίζουν ότι η σχέση με την πεθερά του είχε ξεκινήσει πριν από το γάμο του.

 

Στις 4 Ιανουαρίου του 1931, ο Αθανασόπουλος έχει φτάσει σε έξαλλη κατάσταση κι έχει κακοποιήσει τη γυναίκα του χειρότερα από ποτέ. Εκείνη φεύγει από το σπίτι κρυφά και ζητά βοήθεια από τη μητέρα της. Η πεθερά, ανάστατη για την κατάσταση της κόρης της, αναλαμβάνει δράση. Πείθει τον ανιψιό της, Δημήτρη Μοσκιό, να πυροβολήσει τον Αθανασόπουλο στο κρεβάτι του, παραμονή των Θεοφανίων στις 5 Ιανουαρίου του 1931. Η Κάστρου δεν δυσκολεύεται καθόλου να τον πείσει, να πάρει μέρος στο έγκλημα.

 

Xarokop 05

 

Ο Μοσκιός ήταν ένας από τους πολλούς θαυμαστές της Φούλας και είχε σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα. Αφού σιγουρεύονται ότι ο Αθανασόπουλος είναι νεκρός, αποφασίζουν να κάψουν το πτώμα του, για να εξαφανίσουν τα ενοχοποιητικά στοιχεία. Έτσι και κάνουν με τη βοήθεια της υπηρέτριας, Γιαννούλας Μπέλλου. Μόνο που δεν υπολογίζουν τη φοβερή μυρωδιά της καμένης σάρκας. Φοβούνται ότι θα τους πάρουν είδηση οι γείτονες και σταματούν. Επιλέγουν, λοιπόν, να τεμαχίσουν το πτώμα και να το πετάξουν κομμάτι κομμάτι στο ρέμα του Ιλισού. Η τύχη, όμως, δεν είναι με το μέρος τους. Τα πακέτα που περιέχουν το διαμελισμένο πτώμα ανακαλύπτονται πολύ γρήγορα από έναν περαστικό. Εξίσου γρήγορα αποκαλύπτεται όλο το στυγερό έγκλημα παγώνοντας την ελληνική κοινή γνώμη.

 

Η σύζυγός του και πεθερά του καταδικάζονται σε θάνατο, η υπηρέτρια Γιαννούλα Μπέλλου καταδικάζεται σε ισόβια και ο Μοσκιός σε κάθειρξη 20 ετών. Το δικαστήριο του αναγνώρισε ελαφρυντικά, λόγω της ψυχολογικής του κατάστασης. Η ομορφιά της Φούλας είναι καταλυτική τα επόμενα χρόνια μέσα στις φυλακές. Με τα κάλλη της, μαγεύει τον ίδιο το διευθυντή των φυλακών και η ζωή της γίνεται άνετη. Το ίδιο ισχύει και για τη μητέρα της. Τελικά η θανατική καταδίκη μετατρέπεται σε δεκαετή φυλάκιση και το 1941 μάνα και κόρη είναι πάλι ελεύθερες.

 

Η Φούλα παντρεύεται για δεύτερη φορά. Ο δεύτερος γάμος είναι με το συνταγματάρχη Αγαπητό Κομήτη και κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής της, το 1971. Η υπόλοιπη οικογένεια δεν είχε και τόσο ευχάριστο τέλος. Η μητέρα της, Άρτεμις Κάστρου, πέθανε το 1956 και ο Δημήτρης Μοσκιός εισήχθη στο Δρομοκαΐτειο, όπου και πέθανε λίγους μήνες αργότερα όντως ψυχασθενής πια.

 

Αν και η Φούλα ήταν θύμα οικογενειακής βίας, ολόκληρη η ελληνική κοινωνία την αντιπάθησε τελείως, καθώς το έγκλημά της ήταν στυγερό και προκάλεσε αληθινό σοκ στην τότε συντηρητική Ελλάδα των αρχών της δεκαετίας του 1930. Από αυτό το στυγερό έγκλημα, που συγκλόνισε την αθηναϊκή κοινωνία εκείνη την εποχή, εμπνεύστηκε ο στιχουργός Ιάκωβος Μοντανάρης και έγραψε του στίχους του τραγουδιού, που εξιστορούν ολόκληρο το γεγονός με τον τίτλο: «Η κακούργα πεθερά». Η μουσική σύνθεση αποδίδεται από τους περισσότερους στον ίδιο τον Μοντανάρη, ενώ σύμφωνα με κάποιους άλλους μελετητές στον Μάρκο Βαμβακάρη.

 

drakos

 

 

ΥΠΟΘΕΣΗ: ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΠΑΓΚΡΑΤΙΔΗΣ

Το 1959 η Θεσσαλονίκη και ολόκληρη η Ελλάδα συγκλονίζεται από την αποκάλυψη του Αριστείδη Παγκρατίδη, 19 χρόνων, γνωστό και ως «δράκο του Σέιχ Σου», του περιαστικού δάσους της συμπρωτεύουσας. Συλλαμβάνεται τελικά όταν μεθυσμένος αποπειράθηκε να βιάσει μια τρόφιμο στο ορφανοτροφείο «Μέγας Αλέξανδρος». Μετά από πολυήμερες ανακρίσεις ομολογεί τους 4 φόνους και βιασμούς των τραγικών γυναικών. Το 1964 το Κακουργιοδικείο Θεσσαλονίκης του επιβάλλει κάθειρξη 9 χρόνων.

 

Το 1966 σε δεύτερο βαθμό τον καταδικάζει σε τετράκις θάνατο. Τον Φεβρουάριο του 1968 τελικά οδηγείται στον τόπο του εγκλήματος στο δάσος του Σέιχ Σου, όπου εκτελείται από το εκτελεστικό απόσπασμα σε ηλικία 28 χρόνων. Οι τελευταίες λέξεις που ψέλλισε ήταν «Μανούλα μου, είμαι αθώος». Μέχρι και σήμερα το Σέιχ Σου προκαλεί τρόμο και φόβο στην ανάμνηση αυτής της ιστορίας.

 

koemtzis

 

ΥΠΟΘΕΣΗ: ΝΙΚΟΣ ΚΟΕΜΤΖΗΣ

Βρισκόμαστε στο 1973, στη διάρκεια της δικτατορίας. Ο κόσμος βρίσκει διέξοδο στη διασκέδαση, στα νυχτερινά κέντρα. Σε ένα τέτοιο κέντρο, στη «Νεράιδα», θα διαδραματιστεί ένα φονικό, που συγκλονίζει ακόμα και σήμερα. Στις 24 Φεβρουαρίου εκείνο το βράδυ, ο Νίκος Κοεμτζής, 35 ετών, ο αδερφός του Δημοσθένης, 27 ετών, και ο Θωμάς Καραμάνης, 31 ετών, διασκεδάζουν μαζί με τα κορίτσια τους.

Λίγο αργότερα τα δυο αδέρφια ενημερώνουν το μουσικό σχήμα, για το τραγούδι «Οι βεργούλες} και ζητάνε παραγγελιά. Ο Δημοσθένης σηκώνεται για να το χορέψει, αλλά η πίστα είναι γεμάτη από τους θαμώνες. Κανείς δεν ακούει την προτροπή των τραγουδιστών, από το μικρόφωνο. Ο Νίκος, θολωμένος από το πιοτό, σηκώνεται από το τραπέζι βγάζοντας το μαχαίρι του, και σαν μαινόμενος ταύρος επιτίθεται σε όποιον βρει μπροστά του, ξεστομίζοντας τη φράση: «Παραγγελιά, ρε!».

 

efimerida

 

Από το μακελειό σκοτώνει δυο αστυνομικούς και έναν ιδιωτικό υπάλληλο, και τραυματίζει άλλους 7. Στο Κακουργιοδικείο Αθηνών, στις 8 Νοεμβρίου 1973, οι κατηγορίες που του απαγγέλλονται είναι οι εξής: τρεις ανθρωποκτονίες εκ προθέσεως, οκτώ απόπειρες ανθρωποκτονιών (επτά στο κέντρο και μια σε βάρος αστυνομικού κατά τη σύλληψή του), παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία. Καταδικάζεται σε τρεις φορές εις θάνατον, και τελικά η ποινή του μετατρέπεται σε ισόβια τον Μάρτιο 1977.
Αποφυλακίζεται στις 29 Μαρτίου 1996 απο τις φυλακές Πατρών. Πεθαίνει από καρδιακή προσβολή στις 23 Σεπτεμβρίου 2011, στο Μοναστηράκι, όπου πουλούσε την αυτοβιογραφία του για να ζήσει, σε ηλικία 73 χρόνων.

 

Η ιστορία του Κοεμτζή γυρίστηκε σε ταινία, το 1980, από τον Παύλο Τάσιο με τίτλο «Παραγγελιά» και με κύριους πρωταγωνιστές τον Αντώνη Αντωνίου στο ρόλο του Νίκου Κοεμτζή, τον Αντώνη Καφετζόπουλο στο ρόλο του αδερφού του Νίκου, Δημοσθένη, και την Κατερίνα Γώγου σε ρόλο-έκπληξη. Η ταινία σημείωσε τεράστια εμπορική επιτυχία.

 

royssos

 

ΥΠΟΘΕΣΗ: ΧΡΗΣΤΟΣ ΡΟΥΣΣΟΣ

Το 1976 η ελληνική κοινωνία συνταράσσεται από ένα πρωτοφανές και ειδεχθές έγκλημα, στα ελληνικά χρονικά. Ο Χρήστος Ρούσσος, 19 χρόνων, ναύτης, ομοφυλόφιλος, έχει δεσμό με ένα αγόρι ονόματι Ανέστη Παπαδόπουλο, 18 ετών, ναύτη. Η Ελλάδα μόλις έχει εισέλθει στην πρώτη φάση της μεταπολίτευσης, μετά το 1974. Οι ομοφυλόφιλοι ήταν κάτι το αδιανόητο για εκείνη την εποχή, πόσω μάλλον να συζούν.

Ο δεσμός των δύο νέων αγοριών κυλάει φυσιολογικά, με μερικά ξεσπάσματα από την πλευρά του Χρήστου. Ώσπου το μοιραίο βράδυ ο Ανέστης του ξεστομίζει τη φράση: «Θα γίνεις γυναίκα και θα πας για πιάτσα στη Λεωφόρο Συγγρού». Το μυαλό του Χρήστου στην κυριολεξία τρελαίνεται. Αρπάζει το μαχαίρι και σφαγιάζει μέχρι θανάτου τον άνθρωπο που έλεγε ότι αγαπούσε και δεν ήθελε να χάσει ποτέ από τη ζωή του. Στο Ναυτοδικείο Αθηνών η ποινή που του επιβάλλεται είναι ισόβια, για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως.
Αποφυλακίζεται με χάρη του Προέδρου της Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Καραμανλή, το 1990.

 

Ο Χρήστος Ρούσσος έμεινε στη ιστορία ως ο «Άγγελος», στην ομώνυμη ταινία του Γιώργου Κατακουζηνού το 1982, με πρωταγωνιστή τον πρωτοεμφανιζόμενο Μιχάλη Μανιάτη.

 

 

papaxronis

 

 

ΥΠΟΘΕΣΗ: ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΠΑΠΑΧΡΟΝΗΣ

Τον Δεκέμβριο 1982 στο Μικτό Κακουργιοδικείο Δράμας αποκαλύπτεται μετά το «δράκο του Σέιχ Σου», ο «δράκος της Δράμας». Ο Κυριάκος Παπαχρόνης είναι ένας έφεδρος αξιωματικός στο Στρατό Ξηράς, 22 ετών, με καταγωγή από την Ξάνθη. Παράλληλα είναι και ένας απαράμιλλος γόης. Όσες γυναίκες συναναστράφηκαν μαζί του έχουν να λένε για τη γοητεία του. Κανείς δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι κάτω από την φανταχτερή στολή ενός αξιωματικού, θα κρυβόταν ένα απάνθρωπο τέρας.

 

Από τις αρχές του 1981, που άρχισε την εγκληματική του δράση στο δάσος της Δράμας, πλησίαζε τις καλλονές με τέτοιο τρόπο ώστε να γοητεύονται μαζί του. Η ετυμηγορία του δικαστηρίου είναι καταπέλτης εναντίον του: πέντε ανθρωποκτονίες εκ προθέσεως, τρεις απόπειρες ανθρωποκτονίας, δυο βιασμοί και πέντε απόπειρες βιασμών. Η απόφαση είναι πέντε φορές ισόβια. Αποφυλακίζεται τον Δεκέμβριο 2004, και ξαναγύρισε στη Λάρισα, όπου γνώρισε και τη μνηστή του από τον καιρό που ήταν έγκλειστος στις φυλακές της πόλης.

 

frantzis

 

 

 

ΥΠΟΘΕΣΗ: ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΦΡΑΝΤΖΗΣ

Στις 26 Ιουνίου 1987, και ενώ η Ελλάδα ζει για τα καλά στον πυρετό της κατάκτησης του Ευρωμπάσκετ που έγινε στη χώρα μας, από την Εθνική Ομάδα, μια αποκρουστική φωτογραφία στο πρωτοσέλιδο του «Έθνους» δείχνει ένα γυναικείο σώμα διαμελισμένο. Για πρώτη φορά, και δυστυχώς όχι τελευταία, μια σορός κομματιασμένη στο νεκροτομείο. Ο Παναγιώτης Φραντζής, 27 χρόνων, είναι φοιτητής της ΑΣΟΕΕ και παντρεμένος από τον Νοέμβριο 1986 με τη 18χρονη Ζωή Γαρμάνη.

 

Μόλις έχουν γυρίσει από τη νυχτερινή τους έξοδο στο σπίτι τους, τα ξημερώματα 25 Ιουνίου 1987 στα Κάτω Πατήσια, παρά τις αντιρρήσεις της Ζωής. Λόγο στο λόγο ο Παναγιώτης την πιάνει από το λαιμό και τη στραγγαλίζει, χωρίς οίκτο. Στη συνέχεια μεταφέρει τη σορό της στο μπάνιο, ώσπου βάζει σε εφαρμογή το μακάβριο σχέδιό του. Με ένα κρητικό μαχαίρι την τεμαχίζει σε 16 κομμάτια και την αποκεφαλίζει. Το πρωί, και αφού έχει τελειώσει το απεχθές έγκλημά του, βάζει το άψυχο κορμί της σε σακούλες απορριμμάτων και τις τοποθετεί στους κάδους.

 

Λίγη ώρα αργότερα ένας συλλέκτης γραμματοσήμων βρίσκει τις σακούλες και ειδοποιεί την αστυνομία. Το κεφάλι της Ζωής θα βρεθεί και αυτό λίγη ώρα μετά, κυριολεκτικά κακοποιημένο και μη αναγνωρίσιμο, από την ιατροδικαστική υπηρεσία. Μια απόδειξη από την αγορά του κρεοπωλείου όμως ξετυλίγει το νήμα της υπόθεσης, με τον κρεοπώλη να τον θυμάται. Ο ίδιος παραδίδεται στις αστυνομικές αρχές αργά το ίδιο βράδυ. Στο δικαστήριο η απολογία του είναι κυνική, και σοκάρει τους δικαστές. Η απόφαση: ισόβια κάθειρξη για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως και περιύβριση νεκρού. Αποφυλακίζεται το 2005, αφού καταφέρνει να αποφοιτήσει από την ΑΣΟΕΕ, εκμεταλλευόμενος σχετικό νόμο. Έκτοτε η τύχη του αγνοείται.

 

doyris

 

ΥΠΟΘΕΣΗ: ΜΑΝΩΛΗΣ ΔΟΥΡΗΣ

Η Ερμιόνη είναι ένα μικρό χωριό της Αργολίδας. Έγινε πασίγνωστη στο πανελλήνιο, στις 31 Δεκεμβρίου 1993. Ο 40χρονος Μανώλης Δουρής, πατέρας 6 παιδιών, καταγγέλλει στην αστυνομία, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, την εξαφάνιση του 6χρονου γιου του Νίκου. Λίγες ώρες αργότερα ο ίδιος θα βρει το άψυχο κορμί του παιδιού του, βασανισμένο και κακοποιημένο.

 

Στην κηδεία του παιδιού του, ορκίζεται να βρει το δολοφόνο. Γρήγορα όμως σπάει και ομολογεί ατάραχος στους αστυνομικούς το ασύλληπτο σε μυαλό έγκλημά του. Η καθολική άρνηση σε όλα τα σωφρονιστικά καταστήματα της χώρας, κατά την προφυλάκισή του, από τους συγκρατούμενούς του να τον δεχτούν, δεν έχει προηγούμενο στα δικαστικά χρονικά για τέτοιου είδους εγκληματία.

 

Στη δίκη του το 1994 καταδικάζεται σε ισόβια, για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, και σε πολυετή κάθειρξη για βιασμό και ασέλγεια. Βασανίζεται αγρίως και βάναυσα από τους συγκρατούμενούς του, με αποτέλεσμα η αστυνομία να τον περιφέρει συνεχώς σε όλες τις φυλακές της χώρας. Ο άγραφος νόμος της φυλακής για τους πατροκτόνους και τους βιαστές των παιδιών είναι αμείλικτος. Στις 24 Φεβρουαρίου 1996 βρίσκεται απαγχονισμένος, με το καλώδιο της τηλεόρασης, στο κελί του στις φυλακές της Τρίπολης. Κατά τους περισσότερους, τους ωθούν στην αυτοκτονί  οι άλλοι κρατούμενοι, για παραδειγματική τιμωρία.

 

satanistes

 

ΥΠΟΘΕΣΗ: ΣΑΤΑΝΙΣΤΕΣ ΠΑΛΛΗΝΗΣ

Την ίδια μέρα με τη φρικιαστική υπόθεση του Μανώλη Δουρή στις 31 Δεκεμβρίου 1993, αποκαλύπτεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα η υπόθεση τριών νεαρών παιδιών, που κάνουν θυσίες ανθρώπων προς τον Σατανά. Οι Μανώλης Δημητροκάλης, ετών 19, ναύτης, Ασημάκης Κατσούλας, 21 ετών, στρατιώτης, και Δήμητρα Μαργέτη, ετών 17, μαθήτρια, κάτοικοι Παλλήνης, συλλαμβάνονται από τις αστυνομικές και στρατιωτικές αρχές της χώρας για ανθρωποθυσίες προς τον Εωσφόρο. Κατά την προανακριτική διαδικασία ομολογούν τα φρικιαστικά εγκλήματά τους.

 

Στις 27 Αυγούστου 1992 παραπλανούν, δήθεν θέλοντας τη φιλία της, και παρασύρουν τη 14χρονη μαθήτρια Δώρα Συροπούλου στην περιοχή Σέσι στο Κορωπί. Αφού τη γδύνουν, την αναγκάζουν να γονατίσει με ένα κερί και τη χτυπούν με ένα ξύλο στο κεφάλι. Η Δώρα έχει ακόμα τις αισθήσεις της και ο Δημητροκάλης με τον Κατσούλα τη στραγγαλίζουν. Με την ίδια μέθοδο τη Μεγάλη Τετάρτη 14 Απριλίου 1993 στήνουν καρτέρι και στην 30χρονη καμαριέρα Γαρυφαλλιά Γιούργα.

 

Η Γαρυφαλλιά, μητέρα 2 παιδιών, εργαζόταν στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία», και ετοιμαζόταν να γυρίσει εκείνο το βράδυ, μετά τη δουλειά, στο σπίτι της στα Γλυκά Νερά. Προσποιούμενοι τους αστυνομικούς, ο Δημητροκάλης και ο Κατσούλας την επιβιβάζουν σε ένα αυτοκίνητο και πηγαίνουν στον τόπο που έχουν επιλέξει εξαρχής. Στην περιοχή Σέσι στο Κορωπί. Αφού της κάνουν τα ίδια βασανιστήρια με τη Συροπούλου, οι δύο νεαροί βάζουν μπρός το ασύλληπτο σχέδιό τους. Αφού στραγγαλίζουν και τη Γαρυφαλλιά, περιλούζουν με βενζίνη το άψυχο κορμί της και καίνε το σώμα της.

 

Η δίκη τους, που ξεκίνησε στις 8 Ιουνίου 1995, στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας, άφησε άφωνη την ελληνική γνώμη και μονοπώλησε το τεράστιο ενδιαφέρον καθημερινά στους σταθμούς και στις εφημερίδες. Οι ποινές που τους επιβλήθηκαν ήταν ισόβια για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, κάψιμο και περιύβριση νεκρού, ασέλγεια στους Μανώλη Δημητροκάλη, Ασημάκη Κατσούλα, και 17 χρόνια κάθειρξη για απλή συνέργεια στη Δήμητρα Μαργέτη. Η τελευταία αποφυλακίζεται στις 23 Νοεμβρίου 2001. Ο Μάνος Δημητροκάλης αποφυλακίζεται στις 11 Μαρτίου 2014. Ο αρχηγός των σατανιστών Ασημάκης Κατσούλας θα είχε αποφυλακιστεί και αυτός, αν δεν είχε απασχολήσει και πάλι τις Αρχές με τηλεφωνική παρενόχληση ανηλίκων το 2010.

 

sexidis

 

ΥΠΟΘΕΣΗ: ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΣΕΧΙΔΗΣ

To καλοκαίρι του 1996 και συγκεκριμένα στις 9 Aυγούστου ολόκληρη η Ελλάδα συνταράσσεται από τον 24χρονο φοιτητή της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κομοτηνής Θεόφιλο Σεχίδη, ο οποίος στη Θάσο για δυο ολόκληρες ημέρες, στις 19 και 20 του προηγούμενου Μαΐου, ξεκληρίζει την οικογένειά του: τον 55χρονο πατέρα του Δημήτρη, τη 48χρονη μητέρα του Μαρία, την 27χρονη αδελφή του Ερμιόνη, την 75χρονη γιαγιά του Ερμιόνη Καλαμάρα και τον 58χρονο θείο του, αδελφό του πατέρα του, Βασίλη Σεχίδη.

 

Ένα από τα πιο αποτρόπαια και φρικιαστικότερα εγκλήματα που έχουν γίνει ποτέ στα αστυνομικά χρονικά. Τους τεμαχίζει, τους τοποθετεί σε σακούλες σκουπιδιών και με το αυτοκίνητό του πετάει τα ακρωτηριασμένα πτώματά τους σε χωματερή στην Καβάλα μεταξύ Νέας Καρβάλης και Κεραμωτής. Μόνο το πτώμα του θείου του θα βρεθεί τελικά από τις αστυνομικές αρχές. «Σκότωσα τα θύματά μου αμυνόμενος. Υπήρξε οικογενειακή συνωμοσία. Μου έκαναν ψυχολογικό πόλεμο επειδή ήξερα ότι ήμουν άλλης μάνας παιδί και δεν μου έλεγαν την αλήθεια» είχε πει στην Αστυνομία, και συνέχισε:

 

«Λίγες ημέρες πριν γίνει το κακό, τρεις-τέσσερις μέρες νομίζω, βρισκόμουν στην Κομοτηνή, όταν ξαφνικά, χωρίς να τους περιμένω, έρχονται ο πατέρας μου με το θείο μου. Ερχονται δήθεν για να πάρουν το αυτοκίνητο του πατέρα μου που το είχα εγώ. Ξαφνιάστηκα. Είχα να δω το θείο μου έναν-ενάμιση χρόνο. Μου είπαν πως μόλις φτάσουν στη Θάσο, την ίδια κιόλας ημέρα να τους πάρω τηλέφωνο να μιλήσουμε. Μου είπαν, μετά την τηλεφωνική επικοινωνία, πως έπρεπε να πάω αμέσως στη Θάσο για να μιλήσουμε. Ετσι, την επόμενη, 18 Μαΐου, πήγα στη Θάσο, στον Λιμένα. Οταν ξημέρωσε, κάποια στιγμή ο θείος μού λέει ότι θέλει να πάμε μια βόλτα πάνω στο αρχαίο θέατρο».

 

 

 

«Προσπάθησε να με χτυπήσει με ένα μαχαίρι. Τον έσπρωξα και έπεσε σε γκρεμό, από ύψος δέκα μέτρων. Κατέβηκα κάτω και τον είδα να ψυχορραγεί. Και για να μη βασανίζεται άλλο, του έκοψα με το μαχαίρι το κεφάλι. Ο πατέρας μου είχε ένα μαχαίρι, φοβήθηκα. Μόλις γύρισε για να πάει στην τουαλέτα, τον πυροβόλησα κι έπεσε νεκρός. Μετά, του έκοψα την καρωτίδα με ένα μαχαίρι. Κρατούσε και η μητέρα μου μαχαίρι. Της άρπαξα το χέρι και της έκοψα το λαιμό. Με τον ίδιο τρόπο σκότωσα στη συνέχεια και την αδελφή μου Ερμιόνη».

 

Πέρασε τη νύχτα στο σπίτι, με τα πτώματα των συγγενών του. Αφαίρεσε προσεκτικά ορισμένα μέρη από τον εγκέφαλο και τα τοποθέτησε στο ψυγείο. «Για μεταγενέστερη μελέτη», όπως είπε αργότερα στους αστυνομικούς, αφήνoντάς τους κυριολεκτικά άφωνους. Το πρωί, η ανυποψίαστη γιαγιά επισκέφθηκε το σπίτι τους. «Αρπαξε ένα μαχαίρι να με χτυπήσει. Τι να έκανα κι εγώ; Τη σκότωσα και αυτή» είπε.

typos

 

 

Δικάστηκε στις 20 Ιουνίου 1997 στο Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο Δράμας, με αυτεπαγγέλτως διορισθέντα συνήγορο υπεράσπισης, δεδομένου ότι ο κατηγορούμενος δεν θέλησε να διορίσει ο ίδιος συνήγορο. Δήλωσε ότι δεν μετανιώνει για τίποτε και επικαλέστηκε πάλι το παραληρηματικό γεγονός ότι δεν του αποκάλυπταν ποια ήταν η πραγματική μητέρα του. Η υπεράσπιση αδυνατούσε να τον υπερασπιστεί, καθώς αρνήθηκε κάθε συνεργασία μαζί της.

 

Το δικαστήριο κήρυξε τον Θεόφιλο Σεχίδη ομόφωνα ένοχο για τις κατηγορίες της ανθρωποκτονίας από πρόθεση κατά συρροή, της περιύβρισης νεκρού, της παράνομης οπλοφορίας, οπλοχρησίας και οπλοκατοχής και του επέβαλε πέντε φορές ισόβια κάθειρξη. Ο Θεόφιλος άσκησε αμέσως έφεση, την οποία ένα έτος αργότερα, στις 2 Ιουνίου 1998, απέσυρε, επειδή την είχε ασκήσει, όπως ανέφερε, έπειτα από πίεση του δικηγόρου του. Η υπόθεση Σεχίδη κλείνει οριστικά και αμετάκλητα.
Ο Θεόφιλος Σεχίδης, σήμερα στα 44 χρόνια του, παραμένει φυλακισμένος και νοσηλευμένος στο Ψυχιατρείο Κρατουμένων των Φυλακών Κορυδαλλού χωρίς πλέον κανένας συγγενής ή γνωστός να ενδιαφέρεται καθόλου για αυτόν πια.