Στην αντεπίθεση περνούν οι δικαστικοί, με αφορμή τις αιχμές που διατυπώθηκαν για την επ’ αόριστον αναβολή της δίκης για το επονομαζόμενο σκάνδαλο της Ζίμενς.

Ο προϊστάμενος της Εισαγγελίας Εφετών, Ισίδωρος Ντογιάκος, σε ανακοίνωσή του αναφέρει τα εξής:

«Με αφορμή τον θόρυβο που δημιουργήθηκε μετά την αναβολή της δίκης στην υπόθεση της Siemens, ανακοινώνεται ότι στις 8-4-2015, δηλαδή πολύ πριν την έναρξη της δίκης στις 27 Νοεμβρίου του 2015, ο αρμόδιος εισαγγελέας με το υπ΄ αριθμόν πρωτ. 23002/8-4-2015 έγγραφό του προς τη Μεταφραστική Υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών, ζήτησε τη μετάφραση του υπ΄ αριθμόν 399/2015 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών από την ελληνική στη γερμανική γλώσσα.

 

Λόγω της καθυστέρησης στη μετάφραση ακόμη και μετά την έναρξη της δίκης, με αλλεπάλληλα έγγραφά του, τα οποία προς ενημέρωση και για την αναγκαία συνδρομή κοινοποιήθηκαν στα γραφεία των κ.κ. υπουργών Εξωτερικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (αριθμός πρωτ. 61406/4-11-015, 70277/11-12-2015, 29410/27-4-2016), ζήτησε επιμόνως την επίσπευση της μετάφρασης, η οποία ολοκληρώθηκε στις 13-5-16 και το βούλευμα υποβλήθηκε μεταφρασμένο στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών στις 16-5-2016.

 

Σε όλα τα στάδια ελέγχου της δικογραφίας και προσδιορισμού της υπόθεσης προς εκδίκαση, τηρήθηκαν επακριβώς οι ισχύουσες διατάξεις και η νομολογία του Αρείου Πάγου και άλλων Ανωτάτων Δικαστηρίων. Σκόπιμες διαρροές από αγνώστους, δήθεν πολιτικούς κύκλους, με αισχρά υπονοούμενα, δεν είναι σε θέση να συγκαλύψουν την αλήθεια».

 

Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕΔΕ) σε ανακοίνωσή της τονίζει:

«Η επιχειρούμενη, ευτυχώς από ελάχιστους πολιτικούς και μη, απαξίωση της Δικαιοσύνης και των λειτουργών της δημοσίως (μέσω των ΜΜΕ κ.λπ.) και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που να αμφισβητείται γενικώς και αορίστως η αμεροληψία και η αξιοπιστία της, αφενός μεν αποτελεί άκρα συκοφαντία κατά της ισότιμης και ισόκυρης με την εκτελεστική και νομοθετική εξουσία δικαστικής εξουσίας, αφ΄ ετέρου δε δημιουργεί στους πολίτες ανασφάλεια χωρίς τουλάχιστον μέχρι στιγμής να γνωρίζουμε τελικά αυτή η συμπεριφορά ποιον εξυπηρετεί.

 

Εμείς, οι Έλληνες δικαστές και εισαγγελείς, παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε κατά την άσκηση των καθηκόντων μας (κενές οργανικές θέσεις, έλλειψη αναλόγων κτιριακών εγκαταστάσεων, επαρκούς γραμματειακής υποστήριξης, μηχανογραφικής οργάνωσης, μεταφραστικού τμήματος, διερμηνέων, δικαστικής αστυνομίας κ.λπ.) θα συνεχίσουμε, όπως άλλωστε διαχρονικά πράττουμε, έχοντας βεβαίως υποχρέωση προς τούτο, να προσφέρουμε αόκνως τις υπηρεσίες μας στους πολίτες της χώρας μας με υψηλό αίσθημα ευθύνης και πάντοτε σύμφωνα με το Σύνταγμα, τους νόμους και προπαντός με τη συνείδησή μας».