Η Αθήνα από κάτω

 

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Το προσφυγικό, η οικονομική κρίση, το κλείσιμο επιχειρήσεων και μαγαζιών, η ανεργία, η φτώχεια, και γενικότερα διάφορα άλλα επίκαιρα προβλήματα απασχόλησαν τους περισσότερους Έλληνες σκηνοθέτες των ντοκιμαντέρ που είδαμε στο φετινό 18ο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης. Οι άνεργοι και οι άστεγοι, που δημιούργησε η πρόσφατη κρίση, είναι οι πρωταγωνιστές της ταινίας του Τάκη Μπαρδάκου, «Η Αθήνα από κάτω» («το ντοκιμαντέρ των νεόπτωχων», όπως το αποκαλεί ο σκηνοθέτης).

Ο Μπαρδάκος (με τον ίδιο στην κάμερα) συνομιλεί με ανθρώπους από διάφορες κοινωνικές τάξεις –με επίκεντρο μια υπό διάλυση μικροαστική τάξη– που εξιστορούν τα προβλήματά τους, άνθρωποι που έχασαν τη δουλειά τους, το αυτοκίνητό τους, το σπίτι τους, ακόμη και την οικογένειά τους, συχνά κυνηγημένοι από την εφορία για χρέη που δεν μπορούν να πληρώσουν, για να καταλήξουν είτε στριμωγμένοι σε υπόγεια είτε άστεγοι που κοιμούνται σε παγκάκια, και να ζουν από συσσίτια και διάφορες φιλανθρωπικές οργανώσεις.

 

Από τις ιστορίες ξεχωρίζει εκείνη της γυναίκας που ζει με τον άντρα της σ’ ένα υπόγειο, όπου ζωγραφίζει ουρανούς και όμορφα τοπία για να της θυμίζουν την έξω ζωή που δεν μπορεί πια να απολαύσει, ή εκείνη ενός άστεγου που εξιστορεί το δράμα του στις διάφορες πλατείες όπου κοιμάται, με εφιάλτες μήπως του κλέψουν ξανά τα παπούτσια και την κουβέρτα του, ή ακόμη εκείνη του άστεγου που αφηγείται την ιστορία τής περίπου 30 ανθρώπων ομάδας που δημιούργησαν και βάζουν ό,τι λιγοστά χρήματα έχουν για να στήσουν συσσίτια σε διάφορες πλατείες όχι μόνο για τον εαυτό τους, αλλά και για άλλους άστεγους που τυχόν εμφανίζονται (Ελληνες, μετανάστες, άσπροι, μαύροι, Ασιάτες, όπως μας λέει σε μια στιγμή). Ιστορίες σπαραχτικές, που ο Μπαρδάκος καταγράφει με αμεσότητα, χωρίς να επεμβαίνει ή να σχολιάζει, εστιάζοντας την κάμερά του στα πρόσωπα των νεόπτωχών του (πολλοί από τους οποίους ντρέπονται να κυκλοφορήσουν και να αντικρίσουν τους φίλους τους, προτιμώντας να παραμένουν κλεισμένοι στα σπίτια τους), αφήνοντάς τους να μας μιλήσουν για το καθημερινό δράμα τους σε μια πόλη, όπου κάποτε είχαν φτιάξει τη ζωή και τα όνειρά τους και που σήμερα τους έχει μετατρέψει σε παρίες.

 

1outopita

Επόμενος σταθμός: Ουτοπία

 

Με το κλείσιμο του εργοστασίου ΒΙΟ.ΜΕ στη Θεσσαλονίκη και την απόφαση των εργατών του να αναλάβουν την αυτοδιαχείρισή του καταπιάνεται το πολύ καλό ντοκιμαντέρ «Επόμενος σταθμός: Ουτοπία» του Απόστολου Καρακάση. Αμέσως μετά το κλείσιμο του εργοστασίου μερικοί από τους εργάτες αποφασίζουν να το καταλάβουν και να το λειτουργήσουν μόνοι τους. Όπως ανακαλύπτουμε στις σκηνές που ακολουθούν, τα προβλήματα είναι βέβαια πολλά, τόσο από την πλευρά της διεύθυνσης και του κράτους όσο και από του ίδιους του εργάτες, με μερικούς να αποχωρούν και άλλοι να φεύγουν στο εξωτερικό, ενώ εξακολουθεί να υπάρχει ο κίνδυνος μιας αστυνομικής επέμβασης, Οι εργάτες, όμως, με τη βοήθεια ακτιβιστών από διάφορα μέρη του κόσμου αλλά και δημοσιογράφων από ελληνικά και ξένα μέσα πληροφόρησης, καταφέρνουν τελικά να υλοποιήσουν το ουτοπιστικό τους όνειρο, αν και, όπως μας πληροφορούν, ακόμη και σήμερα, παρά τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, η ριζοσπαστική αυτή αυτοδιαχειριστική τους ενέργεια δεν έχει γίνει επίσημα αποδεκτή. (Αξίζει να σημειώσω πως η ταινία πρόκειται βγει στις αίθουσες την επόμενη Πέμπτη.)

 

1siopilosmartiras

Σιωπηλός Μάρτυρας

 

Στην παλιά φυλακή των Τρικάλων, που έκλεισε το 2003, στρέφεται ο σκηνοθέτης Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος («Ο μανάβης», «Ηθοποιοί: Ημερολόγια σπουδής») στο συναρπαστικό ντοκιμαντέρ του «Σιωπηλός μάρτυρας», για να μας μιλήσει, μέσα από τη φωνή των πρώην (ποινικών και πολιτικών) κρατουμένων, του διευθυντή των φυλακών, μιας εκπαιδευτικού που εργαζόταν εκεί και μιας ιστορικού όχι μόνο για τη φυλακή αλλά και για την καταστροφή της ιστορικής μνήμης. Μέσα από τις αναμνήσεις εφτά συνολικά προσώπων και την περιδιάβαση της κάμερας μέσα από τα εγκαταλειμμένα, συχνά μισογκρεμισμένα δωμάτια και τις πτέρυγες των κελιών των κρατουμένων, αναβιώνει η ζωή στις φυλακές, που σήμερα έχουν μετατραπεί σε μουσείο. Ενδιάμεσα, μαθαίνουμε πως το 2013, αποκαλύφθηκε πως πίσω οι τοίχοι των φυλακών έκρυβαν ένα μυστικό: ένα από τα μεγαλύτερα οθωμανικά λουτρά της Ελλάδας, κτισμένο το 16ο αιώνα. Η αποκάλυψη αυτή, που έγινε πολύ γρήγορα και η μετατροπή των φυλακών σε μουσείο δεν άφησε χρόνο να διασωθεί κάτι από τι φυλακή ως μνήμη, όπως αναφέρεται στην ταινία και όπως τόνισε χαρακτηριστικά στη συνέντευξη τύπου ο σκηνοθέτης, με αποτέλεσμα οι περισσότερες εικόνες που βλέπουμε στην ταινία να είναι από ένα κτήριο που έχει εξαφανιστεί!

 

Η καταγραφή της μνήμης κυριαρχεί και στη συγκλονιστική κυπριακή ταινία «Υστερα μένει η θάλασσα» των Χρήστου Γεωργίου («Μικρό έγκλημα», «Κάτω από τ’ άστρα») και Γιώργου Κούμουρου («Η Σεληνοφεγγής Νυξ στον Αλ. Παπαδιαμάντη»). Πρόκειται για την ιστορία της Γιαλούσας, ενός χωριού στην άκρη της Κύπρου, ξεκινώντας από την ήσυχη, ειρηνική ζωή των κατοίκων το 1960, περνώντας από την εισβολή του 1974 και τον εγκλωβισμό τους και φτάνοντας ως τις μέρες μας. Δέκα διάφορων ηλικιών πρόσωπα από το χωριό μιλούν για τη ζωή και τις φρικτές συχνά εμπειρίες τους τους στην περίοδο αυτή, με την κάμερα να δίνει έμφαση στα πρόσωπά τους αλλά και να μας παρουσιάζει εικόνες του υπό τουρκική κατοχή χωριού σήμερα, ενώ οι σκηνές της τουρκικής εισβολής και των επακόλουθών της δίνονται μέσα από ζωγραφιές παιδιών παρά από τα συνηθισμένα επίκαιρα, με αποτέλεσμα η όλη τραγωδία να γίνεται ακόμη πιο συγκλονιστική! Από τις πιο σπαρακτικές, ταυτόχρονα συγκλονιστικές, σκηνές αναφέρω δυο: εκείνη με μια μεσήλικη γυναίκα να αρνείται να επισκεφτεί σήμερα το χωριό και το σπίτι της, όπου, όπως αναφέρει, η τουρκική οικογένεια που έχει εγκατασταθεί εκεί είναι πρόθυμη να της προσφέρει και καφέ, όπως έγινε σε άλλα σπίτια («πώς μπορεί να μου κάνει και να μου προσφέρει καφέ στο σπίτι μου;», διερωτάται) κι εκείνη μιας άλλης γυναίκας που κλήθηκε να παραλάβει για να θάψει το σκελετό του δολοφονημένου άντρα της (ενός από τους αγνοούμενους που η ταυτοποίησή του έγινε χάρη στο DNA) και που οι υπεύθυνοι της ταυτοποίησης είχαν αποκαταστήσει κομμάτι-κομμάτι.

 

1tofosapokato

Το μέσα φως

 

Στα ενδιαφέροντα πορτρέτα αξίζει να αναφέρω εκείνο του 86χρονου Γιώργη Μαρκάκη, οφθαλμίατρου και ιδρυτή του μουσείου «Λυχνοστάτης» στη Χερσόνησο Κρήτης, που παρουσιάζει στο όμορφο ντοκιμαντέρ του «Το μέσα φως» ο Σταύρος Ψυλλάκης («ΜΕΤΑΞΑ, ακούγοντας το χρόνο»). Μέσα από τις μνήμες του (και με ευπρόσδεκτα αποσπάσματα από απολαυστικές μαντινάδες που αναφέρει κάθε τόσο) και τη θυμοσοφία του («μάτια έχουμε αλλά δεν βλέπουμε» θα πει, πολύ σοφά, κάποια στιγμή) μαθαίνουμε για τον παππού του (τον πρώτο δάσκαλό του), την αγάπη του για τη φύση και τη λαογραφία της περιοχής (που προσπαθεί να κρατήσει ζωντανή μέσα από το μουσείο του). Μι όμορφη ταινία, ύμνος στη ζωή αλλά και στη φύση και την ομορφιά της.

 

1ludlow

LUDLOW, Οι Έλληνες στους πολέμους του άνθρακα

 

Σημαντική ήταν η προβολή του ντοκιμαντέρ «LUDLOW, Οι Έλληνες στους πολέμους του άνθρακα» του Λεωνίδα Βαρδαρού, που μας αποκαλύπτει την άγνωστη πτυχή του ρόλου 500 Ελλήνων στον «πόλεμο του άνθρακα» του Κολοράντο, μια από τις πιο βίαιες σελίδες του εργατικού κινήματος της Αμερικής («η πιο θανατηφόρα απεργία στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών», σύμφωνα με τον ιστορικό Τόμας Τζι Αντριους). Μέσα από αφηγήσεις των απογόνων τους στο Κολοράντο, φωτογραφίες, εφημερίδες, σπάνιο αρχειακό υλικό, ο Βαρδαρός αναπλάθει την ιστορία των 500 αυτών Ελλήνων που αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά του αντάρτικου στρατού που έφτιαξε το συνδικάτο των ανθρακωρύχων για να εκδικηθεί τη σφαγή του Λάντλοου το 1914 – σφαγή που στοίχισε τη ζωή στον ηγέτη των Ελλήνων, Λούι Τίκα, καθώς και 20 γυναικόπαιδα που κάηκαν ζωντανά μέσα σε μια σκηνή.

 

ΤΑ ΒΡΑΒΕΙΑ
ΒΡΑΒΕΙΑ FIPRESCI

 

Για ελληνική παραγωγή: στην ταινία Τα σημάδια του ουρανού σε σκηνοθεσία της Μάρως Αναστοπούλου (Ελλάδα)
Για ξένη παραγωγή: στην ταινία Αυτό που έκανε σε σκηνοθεσία του Γιόνας Πόερ Ράσμουσεν (Δανία)

 

Βραβείο της Διεθνούς Αμνηστίας: στο ντοκιμαντέρ Εδώ εξορία: Ημερολόγια από παιδιά πρόσφυγες σε σκηνοθεσία Μάνι Γ. Μπεντσελάχ (Λίβανος, Ελβετία, Μεγάλη Βρετανία)

Βραβείο της Βουλής των Ελλήνων: στην ταινία LUDLOW, Οι Έλληνες στους πολέμους του άνθρακα, σε σκηνοθεσία Λεωνίδα Βαρδαρού (Ελλάδα)