Παράλληλα με την «γκραν γκινιόλ» χθεσινή συνεδρίαση του EuroWorking Group, που προσγείωσε ανώμαλα την κυβέρνηση, υπάρχει ένα θετικό μήνυμα από την ΕΚΤ που μπορεί να αλλάξει τις ισορροπίες.

Σύμφωνα με την ελβετική τράπεζα UBS, η ΕΚΤ αναμένεται να προχωρήσει στην αποκατάσταση της πρόσβασης των ελληνικών τραπεζών στη χρηματοδότησή της πολύ σύντομα. Tο δώρο του σούπερ Mario Draghi, η πολυπόθητη ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, θα δώσει  αέρα στους ελληνικούς τίτλους. Για να το δει αυτό η Ελλάδα, το μόνο που πρέπει να κάνει είναι να ικανοποιήσει τα κριτήρια που έχει θέσει η ΕΚΤ για τις χώρες που βρίσκονται σε πρόγραμμα, αλλά επίσης χρειάζεται να υπάρξει αξιολόγηση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους.

 Αν όλα πάνε καλά, η Ελλάδα θα μπει στο πρόγραμμα QE της ΕΚΤ στο τρίτο τρίμηνο του 2016 ή στις αρχές του τετάρτου τριμήνου. Ωστόσο, όπως επισημαίνεται, η πολυπλοκότητα του θέματος και η σταδιακή διαδικασία της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους μπορεί να οδηγήσουν σε καθυστερήσεις.

 

Ο μάγος Draghi άλλαξε την Ευρώπη

Η πολιτική του  από το 2012, αρχικά με το πρόγραμμα OMT του 2012 και την περίφημη φράση «whatever it takes», και στη συνέχεια την νομισματική χαλάρωση έχει κάνει τεράστιο καλό στην αγορά και ειδικά σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ιρλανδία.

Οι άμεσες συνέπειες της πολιτικής Draghi ήταν η πτώση των αποδόσεων των ομολόγων, η οποία οδήγησε σε μείωση των ποσών που πληρώνουν οι κυβερνήσεις για τόκους. Αυτό είχε θετικές επιδράσεις στη ζήτηση και τα χαμηλότερα επιτόκια επέτρεψαν στη δημοσιονομική πολιτική να παίξει έναν πιο ενεργό ρόλο στη σταθεροποίηση της οικονομίας, με μεγάλα οφέλη στην ανάπτυξη. Επίσης βοήθησε κάποιες κυβερνήσεις να νοικοκυρέψουν τα δημοσιονομικά τους ταχύτερα.

Όπως τονίζει η UBS, αυτός ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους η ανάπτυξη της Ευρωζώνης ήταν καλύτερη από ό,τι αναμενόταν τους τελευταίους μήνες.
Συγκρίνοντας τις εκτιμήσεις για τα ποσά που αναμένεται να δαπανήσουν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις για τόκους το 2017 με τα επίπεδα του 2012 (όταν η ΕΚΤ, και ειδικά ο Draghi στις 26 Ιουλίου είπε το περίφημο «whatever it takes»), η UBS διαπιστώνει ότι οι δαπάνες για τόκους, ως ποσοστό του ΑΕΠ, έχουν μειωθεί σημαντικά.

Μάλιστα, όπως επισημαίνει, η Ιταλία, η Ιρλανδία και η Ελλάδα έχουν υπάρξει οι μεγάλοι κερδισμένοι από τις χαμηλότερες αποδόσεις των ομολόγων –αλλά και η Γερμανία.
Πιο αναλυτικά, η Ιταλία και η Ιρλανδία εξοικονόμησαν από το 2012 έως το 2017 (εκτιμήσεις) ποσό ίσο με το 1,4% του ΑΕΠ τους και η Ελλάδας 1,3% του ΑΕΠ. Στους κερδισμένους ακολουθεί η Γερμανία, που εξοικονόμησε 1%.

Έτσι, παρά την κριτική της Γερμανίας για τις επιπτώσεις που έχει η πολιτική των χαμηλών επιτοκίων της ΕΚΤ στους Γερμανούς αποταμιευτές, το γερμανικό Δημόσιο φαίνεται πως έχει επωφεληθεί σημαντικά από τις χαμηλότερες αποδόσεις των ομολόγων, επισημαίνει η UBS χαρακτηριστικά.

​Ωστόσο η UBS τονίζει ότι οι μακροπρόθεσμες συνέπειες από το «δώρο» που φέρνουν στα έσοδα οι χαμηλές αποδόσεις των ομολόγων, θα εξαρτηθούν από το πώς ξοδεύουν οι κυβερνήσεις τα χρήματα αυτά. Εάν επενδύουν σε υποδομές ή άλλους τομείς που ενισχύουν τη μακροπρόθεσμη προοπτική ανάπτυξη, αυτό θα βελτιώσει την ικανότητα της χώρας τους να διαχειριστεί το χρέος της στο μέλλον.

Όμως, εάν τα κέρδη αυτά χρησιμοποιούνται κυρίως για να χρηματοδοτηθεί η κρατική κατανάλωση ή «τρύπες» των προϋπολογισμών, μπορεί να δημιουργηθεί πρόσθετο οικονομικό βάρος, ειδικά εάν τα επιτόκια αυξηθούν ξανά.