Του Βασίλη Διαμαντάκη

Η υπόθεση του μακελάρη Νορβηγού ακροδεξιού εξτρεμιστή Άντερς Μπέρινγκ Μπρέιβικ, που στις 22 Ιουλίου του 2011 είχε σκοτώσει 77 νέους ανθρώπους, επανήλθε στο προσκήνιο.

Μπαίνοντας στο δικαστήριο που εκδικάζει την προσφυγή του κατά του κράτους, χαιρέτισε ναζιστικά. Στη συνέχεια κατήγγειλε ότι οι συνθήκες κράτησής του παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματά του.

Ο 37χρονος εξτρεμιστής καταδικάστηκε το 2012 σε κάθειρξη 21 ετών, η οποία ωστόσο μπορεί να παραταθεί εάν οι αρχές κρίνουν ότι παραμένει επικίνδυνος για την κοινωνία.

 

Ο ναζιστικός αυτός χαιρετισμός αποτελεί μια παραλλαγή του δικού του, τον οποίο είχε απευθύνει αρκετές φορές κατά τη δίκη του. Τότε έφερνε τη δεξιά του γροθιά στο στήθος και στη συνέχεια έτεινε το χέρι του.

Για λόγους ασφαλείας, η δίκη αυτή διάρκειας τεσσάρων ημερών πραγματοποιείται στη φυλακή Σκίεν, νοτιοδυτικά του Όσλο. Ο Μπρέιβικ, που έχει τεθεί υπό καθεστώς πολύ αυξημένων μέτρων ασφαλείας και απαγορεύεται να δέχεται επισκέψεις, έχει προσφύγει εναντίον του κράτους για απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση που αντίκειται στην ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα.

 

Δεν επιτρέπεται να έχει επαφή με άλλους κρατούμενους για λόγους ασφαλείας, συνομιλεί μόνο με τους φύλακες και με άλλους εργαζόμενους στο ίδρυμα.

 

«Υπάρχουν περιορισμοί στις επαφές του με τον έξω κόσμο και ασφαλώς είναι πολύ αυστηροί γιατί αυτό είναι αναγκαίο. Ωστόσο, δεν είναι εντελώς αποκλεισμένος από τους άλλους ανθρώπους», εξήγησε στο Γαλλικό Πρακτορείο ο Μάριους Έμπερλαντ, ο δικηγόρος που θα παραστεί στη δίκη εκπροσωπώντας το κράτος. Αντίστοιχα ο συνήγορος του Μπρέιβικ, ο Εϊστάιν Στόρβικ, είπε ότι «ο πελάτης μου υποβάλλεται σε μόνιμη απομόνωση εδώ και περίπου πέντε χρόνια και υφίσταται τις συνέπειες του γεγονότος αυτού».

 

Τα δύο πρώτα χρόνια τον Μπρέιβικ επισκεπτόταν μόνο η μητέρα του, η οποία όμως έχει πλέον πεθάνει. Ο Μπρέιβικ κατηγορεί επίσης το κράτος ότι δεν σέβεται τον ιδιωτικό βίο και την αλληλογραφία του, γιατί λογοκρίνει τα γράμματά του. Οι αρχές από την πλευρά τους υποστηρίζουν ότι ελέγχουν την αλληλογραφία του επειδή θέλουν να τον εμποδίσουν να οργανώσει ένα εξτρεμιστικό δίκτυο.