Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, ο πολύ αγαπητός φίλος, «έφυγε» ξαφνικά, ενώ γύριζε τη νέα του ταινία. Όπως περίπου, πριν από τρία ακριβώς χρόνια έφυγε στα γυρίσματα και ο φίλος του Θόδωρος Αγγελόπουλος. Την τελευταία τουλάχιστο δεκαετία, ο Νίκος τέλειωνε τη μια ταινία για να αρχίσει την επόμενη.

Μια ταινία σχεδόν κάθε χρόνο. Ενας παθιασμένος με το σινεμά δημιουργός. Εργασιομανής, ένας άνθρωπος με την κινηματογραφική μηχανή στο χέρι. Γι’ αυτόν ο κινηματογράφος ήταν η ζωή του. Οι εικόνες του τον στοίχειωναν. Γι’ αυτό και αγαπούσε ιδιαίτερα, όπως δεν σταματούσε να μου το θυμίζει, τον Αλέν Ρενέ. Σκηνοθέτη που ο κινηματογράφος του ήταν πάνω απ’ όλα εικόνες.

 

Για τον Νίκο, όπως και για τον Ρενέ, το στόρι ήταν απλώς η αφορμή. Όπως και στον Γκοντάρ (που αναφέρει και στο βιβλίο του «Από το καλάθι των αχρήστων»), για τον Νίκο «τα σενάρια γράφονται αποκλειστικά για τους παραγωγούς και τους ηθοποιούς». Όλα γι’ αυτόν ήταν εικόνας και ήχος. Εικόνες σε κίνηση, από την πρώτη ως την τελευταία του ταινία. Πάντοτε όμως με μια ματιά χιουμοριστική, συχνά ανατρεπτική.
Αλλοτε με άνεση και σουρεαλιστική ποίηση («Τα χρώματα της ίριδος», «Οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδος»), άλλοτε με εξαιρετική ισορροπία ανάμεσα στην πραγματικότητα και το όνειρο («Ονειρεύομαι τους φίλους μου», «Η γυναίκα που έβλεπε τα όνειρα»), άλλοτε με αγάπη για τη μουσική και τους ανθρώπους της («Αυτή η νύχτα μένει»), άλλοτε με μια όμορφη, νοσταλγική, κάπου-κάπου και με σασπένς, περιδιάβαση στην Αθήνα («Κουράστηκα να σκοτώνω τους αγαπητικούς σου», «Πεθαίνοντας στην Αθήνα», «Τα οπωροφόρα της Αθήνας»), και πάντα με αγάπη για τον κινηματογράφο, ιδιαίτερα εκείνο της νουβέλ βαγκ και του τρομερού παιδιού της, του Γκοντάρ («Βαριετέ», «Beautiful People», «Η λιμουζίνα», «Η κόρη του Ρέμπραντ»).

so

Θυμάμαι, όταν μέλος της Διεθνούς Κριτικής, Επιτροπής του Πανοράματος Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, που τον τίμησε με το Ειδικό Βραβείο για την προσφορά του στον ελληνικό κινηματογράφο, ο Νίκος στενοχωρήθηκε που ο τότε πρόεδρος της επιτροπής, ο διάσημος Σουηδός ηθοποιός Μαξ φον Σίντοβ, δεν βράβευσε την ταινία του Αλεν Ρενέ, «Pas sur la bouche», και προτίμησε μιαν άλλη, που τον τράβηξε βασικά με το θέμα της και όχι με τη μορφή της.

Απόλυτος με όλα και όλους. Με τις ταινίες που αγαπούσε και με εκείνες που μισούσε. Όπως και με τα φεστιβάλ – σ’ αυτό της Θεσσαλονίκης είχε πάψει να πηγαίνει, προτιμώντας την πιο φιλική, ανεπίσημη ατμόσφαιρα των φεστιβάλ της Αθήνας. Όπως του άρεσε να λέει, με το «Μελόδραμα» πήγε στη Θεσσαλονίκη μόνο και μόνο γιατί τον παρακάλεσε ο φίλος του ο Μισέλ.

Ακόμη όμως και στο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, όπου πρόβαλε πολλές από τις τελευταίες ταινίες του, δεν υποχωρούσε στο θέμα του απόλυτου. Η προβολή γι’ αυτόν έπρεπε να είναι τέλεια. Ηθελε να ελέγξει την προβολή της κάθε ταινίας του από πριν.

Όπως για μια ταινία όπως το «Πεθαίνοντας στην Αθήνα», όπου, μετά από αρκετές δοκιμές, αποφάσισε να αλλάξουμε αίθουσα για μια που θα αναδείκνυε καλύτερα τη σινεμασκοπική μορφή της ταινίας. Πέρα όμως από την τελειομανία του εκείνο που ξεχώριζε στον Νίκο ήταν το χιούμορ του, που δεν περιοριζόταν στις ταινίες του. Ένα χιούμορ ιδιόμορφο, συχνά δηκτικό, με τάση ανατρεπτική, ένα χιούμορ που σίγουρα θα μας λείψει. Οι ταινίες του όμως θα είναι πάντα μαζί μας. Γιατί έχουν την ομορφιά, τη ζωντάνια, την ανάσα και την ευφορία εκείνη που την έχει ανάγκη ο κινηματογράφος μας.