Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

*** Ο γιος του Σαούλ

Son of Saul/Saul via. Ουγγαρία, 2015. Σκηνοθεσία: Λάζλο Νέμες. Σενάριο: Λάζλο Νέμες, Κλάρα Ρόγιερ. Ηθοποιοί: Γκέζα Ρέριγκ, Λεβέντες Μολνάρ, Ουρς Ρετς. 107′

 

Μια άλλη, πολύ πιο φρικτή εικόνα του Ολοκαυτώματος, μέσα από την «καθημερινή» ζωή στα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης, και συγκεκριμένα εκείνο του Άουσβιτς, μας παρουσιάζει η βραβευμένη στο φεστιβαλ Κανών (Μέγα βραβείο της κριτικής επιτροπής και βραβείο FIPRESCI) ταινία «Ο γιος του Σαούλ» του πρωτοεμφανιζόμενου (πρώην βοηθού του Μπέλα Ταρ) Ούγγρου σκηνοθέτη Λάζλο Νέμες. Αντίθετα με τις απευθείας σκηνές φρίκης και τρόμου που μας εχουν δώσει μέχρι σήμερα αμέτρητες άλλες ταινίες (βλ. “Λίστα του Σίντλερ”), ο Νέμες επέλεξε να υποβάλει αυτή την ανείπωτη φρίκη μέσα από τους διάφορους ήχους (τις αποσπασματικές, πολύγλωσσες ομιλίες, τις ψυχρές διαταγές των ναζί, τις απελπιστικές κραυγές των θυμάτων που οδηγούνταν στα κρεματόρια, τους διάφορους παράξενους κρότους, τους πυροβολισμούς, κ.α.).

Η ταινία του παρακολουθεί, στις καθημερινές του “ασχολίες”, τον Σαούλ, έναν ουγγρικής καταγωγης Εβραίο, που έχει αναβαθμιστεί σε sonderkommando, δηλαδή έναν από τους φυλακισμένους που βοηθάει τους ναζί στην εξόντωση των συμπατριωτών του. Στα 107 λεπτά της ταινίας, η κάμερα του Νέμες, σε συνεχή κίνηση και από κοντά, ακολουθεί τον βασανισμένο αυτό αντι-ήρωα, άλλοτε από μπροστά, σε γκρο πλάνα του προσώπου του, κι άλλοτε από πίσω, με την κάμερα να εστιάζεται σε γκρο πλάνα του σβέρκου του, ενώ γύρω του, στο βάθος, σε δεύτερα πάντα πλάνα, γίνεται ο μεγάλος χαμός (άνθρωποι αναγκάζονται να ξεγυμνώνονται, και στη συνέχεια να οδηγούνται γυμνοί στους θαλάμους αερίων, παιδιά και γυναίκες να στριγγλιζουν, ναζί να δίνουν απάνθρωπες διαταγές, κλπ.) κι άλλοτε με τον Σαούλ να σέρνει τα πτώματα στους φούρνους, να σκουπίζει το έδαφος ή να μαζεύει τα διάφορα αντικείμενα αξίας από τα ρούχα των θυμάτων, που χρησιμοποιεί τόσο ο ίδιος όσο και οι άλλοι sonderkommando, για να “αγοράσουν” χάρες ή προνόμοια. Μια δουλειά παροδική στην πραγματικότητα μέχρι και που ο ίδιος, κάποια στιγμή, θα οδηγηθεί στα κρεματόρια.

Η παρουσία ενός μικρού παιδιού, που ο Σαούλ πιστεύει για γιο του, θα δώσει ένα είδος διεξόδου στη φριχτή, βασανιστική καθημερινή “ενασχόληση” του Σαούλ. Φτάσει η στιγμή που πρέπει να παραδόσει το πτώμα του παιδιού στους φούρνους, ο Σαούλ το κλέβει και το κρύβει, προσπαθώντας να βρει ένα ραββίνο για να το θάψει όπως αρμόζει σε ένα νεκρό. Μοναδική πράξη που γι’ αυτόν θα δώσει ένα νόημα στη ζωή του.

Με το στιλ αυτό που επέλεξε, αποφεύγοντας την απευθείας καταγραφή του Ολοκαυτώματος, και με μια εκπληκτική στην αφήγηση οικονομία, ο Νέμες καταγράφει με τρόπο τελικά πολύ πιο συγκλονιστικό από άλλες πιο “άμεσες” στην καταγραφή τους ταινίες, το (μελο)δράμα αυτό του Σαούλ. Οι μόνες επιφυλάξεις που έχω είναι πως κάπου στο μέσο της ταινίας, και παρά το αρκετά γρήγορο μοντάζ, οι καθημερινές ενασχολήσεις του Σαούλ δεν ανανεώνονται με το φόβο να προκαλέσουν κάποιο χάσμα στο ρυθμό, ενώ η πρόσθεση, στο τελευταίο μέρος, ενός επεισοδίου εξέγερσης και προσπάθειας δραπέτευσης της ομάδας των sonmderkommando του Αουσβιτς, μοιάζει εμβόλιμη και δεν ταιριάζει με το υπόλοιπο πνεύμα της ταινίας. Αντίθετα, στο υπόλοιπο πνεύμα της ταινίας, το εξαιρετικό φινάλε.

 

spectre

** Spectre

Βρετανία, 2015. Σκηνοθεσία: Σαμ Μέντες. Σενάριο: Τζον Λόγκαν, Νιλ Πέρβις. Ηθοποιοί: Ντάνιελ Κρεγκ, Κρίστοφ Γουόλτζ, Λέα Σεϊντού, Μόνικα Μπελούτσι, Ρέιφ Φάινς, Μπεν Γουίσο. 148΄

Μετά από τις τρεις πρώτες ταινίες με τον Ντάνιελ Κρεγκ στο ρόλο του Τζέιμς Μποντ (“Καζίνο Ρουαγιάλ”, 2006, και “Quantum of Solace”, 2008, “Skyfall”, 2012), όπου ο ήρωας του Φλέμινγκ γινόταν πιο ανθρώπινος και η ατμόσφαιρα των ταινιών αποκτούσε μια σκοτεινή πλευρά, ο Μποντ του “Spectre” επιστρέφει σ’ ένα πιο περιπετειώδη, παράτολμο, κυνικό, μαζί και γυναικά, (σούπερ)ήρωα. Οταν ο Μ παραμερίζεται για να δώσει τη θέση του σ’ ένα νεότερο, πιο “σύγχρονο” διευθυντή, που όπως υποστηρίζει, δεν πιστεύει στους σούπερ-πράκτορες αλλά στην απόλυτη παρακολούθηση που προσφέρει η νέα τεχνολογία, και με τον Μποντ σε διαθεσιμότητα, η βρετανική αντικατασκοπία κινδυνεύει να διαλυθεί. Ο Μποντ βέβαια δεν θα το επιτρέψει, και, αψηφώντας την απαγόρευση, αλλά με τη σιωπηρή έγκριση και συμβολή του Μ, αποφασίζει να ακολουθήσει ίχνη από μια παλιότερη υπόθεση, που θα τον οδηγήσουν στην περιβόητη Spectre και μια σειρά αποκαλύψεων που έβαζαν σε κίνδυνο τη βρετανική αντικατασκοπεία και όχι μόνο.

Η ταινία αρχίζει με μια εντυπωσιακή, βουτηγμένη σε πλούσια χρώματα σεκάνς στο Μεξικό, στη διάρκεια της “γιορτής των νεκρών” (σε αντίθεση με την προηγούμενη φωτογραφία του Ρότζερ Ντίκνς, από τους μεγάλους μετρ του είδους, τη φορά αυτή έχουμε μια με πιο έντονα χρώματα από τον Χόιτ βαν Χόιτεμαν), με τον Μποντ, φορώντας κοστούμι σκελετού, να κυνηγά έναν ύποπτο, να εμποδίζει μια δολοφονία και να γλιτώνει, ως σούπερ-ήρωας, από μια τεράστια έκρηξη. Σ’ αυτό το στιλ, τμήμα μιας γνωστής πια φόρμουλας, με τις σκηνές δράσης να ακολουθούνται από ένα μικρό διάλειμμα παύσης και να ακολουθείται και πάλι από μια σεκάνς ξέφρενης δράσης, και τανάπαλιν, στρέφεται τη φορά αυτή ο Σαμ Μέντες για να φτιάξει τη νέα του περιπέτεια.

Η (τουριστική) εκμετάλλευση πόλεων και χωρών ανά την υφήλιο (Μεξικό, Τόκιο, Αυστρία, Λονδίνο), η χρήση των χώρω ν, τα ντεκόρ και τα κοστούμια, χρησιμοποιούνται με αρκετή φαντασία για να δώσουν ένα ρεαλισμό στα δρώμενα, σε αντίθεση με εκείνα που χρησιμοποιούν πολλές ταινίες του είδους και που μοιάζουν περισσότερο με βίντεο-γκέιμς. Στα διαλείμματα ανάμεσα στα κυνηγητά με αυτοκίνητα (με τον Γουίσο στο ρόλο του Q να προσφέρει στον 007 ένα νέου τύπου σούπερ-αυτοκίνητο), τα αεροπλάνα, τα ελικόπτερα. και άλλα σύγχρονα μέσα, ο Μποντ θα βρει χρόνο και για τα “κορίτσια του”, ξεκινώντας από τη χήρα Λουσία (η πανέμορφη Μόνικα Μπελούτσι σ’ ένα μικρό ρόλο γκεστ-σταρ) για να φτάσει στην αγκαλιά της Μαντλέν (μια πολύ καλή Λέα Σεϊντού), τη νεαρή που τον βοηθά να ανακαλύψει τη Spectre και που προσωρινά (μέχρι την επόμενη ταινία) θα ερωτευτεί. Η ταινία δεν αποκαλύπτει τίποτα περισσότερο για τον Μποντ απ’ όσα ξέραμε, απλά ακολουθεί, με εντυπωσιακά σκηνοθετημένη δράση και έξοχο ρυθμό, προσφέροντας τη στιγμιαία απόλαυση που περιμένει κανείς από το τόσο δημοφιλές franchιse.

 

tsokara

ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΕΙΣ

****1/2 – Το δέντρο με τα τσόκαρα

L’ albero degli zoccoli. Ιταλία, 1978. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ερμάνο Ολμι. Ηθοποιοί: Λουίτζι Ορνάγκι, Φραντσέσκα Μορίγκι, Ομάρ Μπρινιόλι, Αντόνιο Φεράρι. 186΄

Επανέκδοση της αριστουργηματικής, βραβευμένης με το Χρυσό Φοίνικα των Κανών (1978), τρίωρης διάρκειας ιταλικής ταινίας, που σκηνοθέτησε ο Ερμάνο Ολμι (“Η θέση”). Στην παράδοση του καλύτερου ιταλικού νεορεαλισμού, ο Ολμι παρακολουθεί, χρησιμοποιώντας μη επαγγελματίες ηθοποιούς και με ένα σχεδόν ντοκιμαντεριστικό στιλ (στου νου έρχεται “Η γη τρέμει” του Βισκόντι), τη ζωή των μελών τεσσάρων οικογενειών που εργάζονται σε ένα τεράστιο αγρόκτημα στην περιοχή της Λομβαρδίας, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα. Ανθρωποι φτωχοί που είναι αναγκασμένοι να πληρώνουν τα τρία τέταρτα της σοδειάς τους στον αφέντη του αγροκτήματος. Μέσα από σκηνές που καταγράφουν την καθημερινή ζωή (το όργωμα των αγρών, το φύτεμα λαχανικών, τις αρρώστιες, τα φλερτ, τους γάμους, τις γεννήσεις, τους καβγάδες, με τις γυναίκες να καθαρίζουν, να πλένουν, να πλέκουν, να μαγειρεύουν και να φροντίζουν τα παιδιά), ο Ολμι δίνει μια εικόνα της αγροτικής Ιταλίας σε μια συγκεκριμένη περίοδο, με τους φτωχούς, απομονωμένους στα κτήματα και θύματα συνεχούς εκμετάλλευσης, αγρότες να συνεχίζουν την ζωή τους χωρίς να παρακολουθούν ή να συμμετέχουν στις αλλαγές και τα κινήματα που ταράζουν και συγκλονίζουν την υπόλοιπη χώρα (που μας έδωσε στη δική του ταινία, στο συγκλονιστικό “1900” ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι). Μια όμορφη, δοσμένη με λυρισμό, ευαισθησία και ανθρωπιά ταινία, ωδή στους απλούς, φτωχούς αγρότες και τις υπομονετικές, σκληραγωγημένες, μη χειραφετημένες γυναίκες που τους παραστέκονταν.