Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Ο εμποράκος της Τεχεράνης συναντά τον γκάνγκστερ της Βοστόνης.

**** Ο εμποράκος

Forushande/The Salesman. Ιράν, 2016. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ασγκάρ Φαρχάντι. Ηθοποιοί: Σαχάμπ Χοσεϊνί, Ταρανέχ Αλιντούστι, Μπαμπάκ Καρίμι. 125’

 

Με την ταινία του «Ο εμποράκος» (βραβεία καλύτερου σεναρίου και ανδρικής ερμηνείας στις Κάνες) ο διάσημος Ιρανός σκηνοθέτης Ασκάρ Φαρχάντι, δημιουργός και άλλων σημαντικών βραβευμένων ταινιών («Ένας χωρισμός», Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας, «Το παρελθόν», βραβείο γυναικείας ερμηνείας στις Κάνες) επιστρέφει στα γνωστά του θέματα: προσωπικά και άλλα προβλήματα που απασχολούν το άτομο (στη συγκεκριμένη περίπτωση η εκδίκηση και τα επακόλουθά της) και που τον φέρνουν αντιμέτωπο όχι μόνο με την κοινωνία στην οποία ζει αλλά και με τον ίδιο εαυτό του.

 

Με ένα νεορεαλιστικό (συχνά νατουραλιστικό) στιλ που κυριαρχεί σε ολόκληρο το έργο του, ο Φαρχάντι παρακολουθεί έναν ηθοποιό και τη γυναίκα του που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν το ξαφνικά ετοιμόρροπο διαμέρισμά τους (ενώ ετοιμάζουν το θεατρικό ανέβασμα του «Θανάτου του εμποράκου» του Άρθουρ Μίλερ) και μετακομίζουν στο διαμέρισμα που τους προσφέρει ένας συνάδελφος, διαμέρισμα το οποίο μόλις έχει εγκαταλείψει μια μυστηριώδης γυναίκα.

 

Η απρόσμενη επίθεση και ο βιασμός της γυναίκας του από έναν άγνωστο, που φαίνεται να έχει κάποια σχέση με τη μυστηριώδη πρώην ένοικο, μετατρέπει τον μέχρι τότε λογικό σύζυγο σε άνθρωπο εκδικητικό που αρχίζει με μανία να ψάχνει τον δράστη.

 

Πέρα από την απλή, διεξοδική και σε βάθος, ρεαλιστική, σχεδόν ντοκιμαντεριστική, καταγραφή των καθημερινών ασχολιών του ζευγαριού (το ξαφνικό ρήγμα στην πολυκατοικία όπου ζουν και η μετακόμιση τους σε ένα άλλο διαμέρισμα στο οποίο πριν έμενε, όπως θα ανακαλύψουν αργότερα, μια πόρνη, οι πρόβες για το ανέβασμα του έργου του Άρθουρ Μίλερ, «Ο θάνατος του εμποράκου» και στη συνέχεια το ανέβασμά του), ο Φαρχάντι ακολουθεί αρχικά μια ήρεμη αφήγηση, τοποθετώντας τα πρόσωπα και τα γεγονότα σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον, με τη γυναίκα, ύστερα από την τραυματική εμπειρία της να φοβάται πως το επεισόδιο θα την εκθέσει και θα την ντροπιάσει, με αποτέλεσμα να αποφεύγει να αποκαλύψει στον σύζυγο τι ακριβώς συνέβη, ζητώντας του να μην το αναφέρει σε κανένα στο θέατρο, ούτε να καταφύγει στην αστυνομία.

 

Στη συνέχεια στρέφεται στο στιλ του θρίλερ για να καλύψει την έρευνα του πρωταγωνιστή του (ένας εξαιρετικός Σαχάμπ Χοσεϊνί), στη μεσοαστική κοινωνία της Τεχεράνης που δεν απέχει και πολύ από εκείνη της Νέας Υόρκης της εποχής του «Θανάτου του εμποράκου» του Μίλερ, έρευνα που θα τον οδηγήσει σε μια απρόσμενη αποκάλυψη και θα δείξει την αληθινή εσωτερική δύναμη της γυναίκας του.

 

Η έρευνα βέβαια δεν είναι παρά η δικαιολογία για τον σκηνοθέτη να αναδείξει τα διάφορα κοινωνικά, πολιτικά, θρησκευτικά αλλά και προσωπικά προβλήματα των προσώπων του, μαζί και εκείνα της γυναίκας (θέμα που συναντάμε και στις άλλες ταινίες του) σε μια ανδροκρατούμενη, καταπιεστική κοινωνία, και να καταγράψει τα συναισθήματα και τη συχνά οδυνηρή πορεία του ζευγαριού που αγωνίζεται μέσα από το θέατρο για ένα είδος λύτρωσης.

 

*** Ο νόμος της νύχτας

Live By Night. ΗΠΑ, 2016. Σκηνοθεσία-σενάριο: Μπεν Άφλεκ. Ηθοποιοί: Μπεν Άφλεκ, Έλ Φάνινγκ, Μπρένταν Γκλίσον, Σιένα Μίλερ, Ζόε Σαλντάνα, Κρις Κούπερ. 128΄

 

gkangkster

 

Όταν πριν από τρία χρόνια διάβαζα το βιβλίο «Live By Night» του Ντένις Λεχέιν, που μόλις είχε κυκλοφορήσει στη Νέα Υόρκη, μια επικών διαστάσεων περιπέτεια της περιόδου της ποτοαπαγόρευσης, με τους συμπαθητικούς αντι-ήρωες γκάνγκστερ, τα speakeasy, τα νυχτερινά κλαμπ με την παράνομη διακίνηση του αλκοόλ, το ξεκαθάρισμα λογαριασμών, τις συγκρούσεις ανάμεσα στις συμμορίες και τους διεφθαρμένους μπάτσους, σκεφτόμουν πως εδώ είχαμε μια ιστορία κατάλληλη για κινηματογράφηση από τον Μάρτιν Σκορσέζε, που είχε ήδη δώσει ένα εξαίρετο δείγμα γραφής μιας κάπως αντίστοιχης περιπέτειας, με τις «Συμμορίες της Νέας Υόρκης».

 

Δεν μου προκάλεσε έκπληξη όταν τελικά αποκαλύφθηκε πως τη μεταφορά του βιβλίου στη μεγάλη οθόνη ανάλαβε ο σκηνοθέτης/ηθοποιός Μπεν Άφλεκ, που με ταινίες όπως το πολύ καλό αν και υποτιμημένο φιλμ-νουάρ «Χωρίς ίχνη» (Gone Baby Gone) είχε δείξει πως μπορεί άνετα να δοκιμαστεί στο χώρο του αστυνομικού νουάρ.

 

Βρισκόμαστε στη Βοστόνη της δεκαετίας του ΄20, με τον αντι-ήρωα της ταινίας, Τζο Γκάφλιν (πολύ καλός στο ρόλο ο ίδιος ο Άφλεκ), βετεράνο του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, γιο αστυνομικού διευθυντή (μια σύντομη αλλά εξαιρετική παρουσία από τον Μπρένταν Γκλίσον), να έχει στραφεί στο έγκλημα (όταν μια στιγμή τον αποκαλούν γκάνγκστερ αυτός επιμένει πως είναι απλώς «παράνομος» που συνεργάζεται με γκάνγκστερ), να ξεκινάει από απλώς πιστολάς και να καταλήξει στη Φλόριντα όπου χτίζει μια αυτοκρατορία παράνομης διακίνησης αλκοόλ.

 

Καθοριστικό ρόλο στην πορεία του θα παίξουν δυο γυναίκες: αρχικά η φιλενάδα (Σιένα Μίλερ) του πρώην αρχηγού του, με την οποία έχει κρυφή σχέση και που κάποια στιγμή θα τον προδώσει, και η κόρη (Ζόε Σαλντάνα) του σερίφη (Κρις Κούπερ), που θα τον κάνει να αλλάξει ζωή.

 

Όπως συχνά συμβαίνει με τη διασκευή μυθιστορημάτων, το αποτέλεσμα δεν είναι πάντα το αναμενόμενο, όταν μάλιστα σ’ αυτά έχεις να κάνεις με πολλούς χαρακτήρες και αμέτρητες καταστάσεις. Παρόμοια προβλήματα παρουσίασαν και οι 400 περίπου σελίδες του (εξαιρετικού πρέπει να πω) βιβλίου του Λεχέιν, με τις πολλές λεπτομέρειες και τα διάφορα πρόσωπα. Με αποτέλεσμα η διασκευή του Άφλεκ να είναι κάπως αποσπασματική, με το θεατή (και τον αναγνώστη του βιβλίου) να θέλει περισσότερες λεπτομέρειες για αρκετά από τα πρόσωπα και τις σχέσεις τους: είτε τη σχέση του Τζο τον πατέρα του, είτε με τις δυο γυναίκες, ιδιαίτερα μάλιστα όταν η ιστορία καλύπτει μια μεγάλη χρονική περίοδο (αρχίζει το 1926 και τελειώνει μερικά χρόνια μετά το τέλος της ποτοαπαγόρευσης).

 

Ο Άφλεκ πάντως ξέρει να στήνει ωραίες σκηνές, να δημιουργεί το σωστό ρυθμό και να εκμεταλλεύεται σωστά την ωμότητα που υπάρχει στο βιβλίο για να καταγράψει με πειστικότητα την όλη ατμόσφαιρα της τότε περιόδου (που τονίζει ιδιαίτερα η φωτογραφία του Ρόμπερτ Ρίτσαρντσον). Με πετυχημένες αναφορές σε κλασικές ταινίες του είδους, αλλά και μια ματιά μοντέρνα, με τον Τζο να μοιάζει τελικά με ένα απλό, καθημερινό Αμερικανό (το γνωστό/άγνωστο Joe Doe), έμμεσο, πικρό σχόλιο πάνω στη σύγχρονη Αμερική, που έφτασε στο σημείο να μην απέχει και πολύ από εκείνη που περιγράφει στο βιβλίο του ο Λεχέιν.

 

{source}
<iframe width=»640″ height=»360″ src=»https://www.youtube.com/embed/CtFZcAuH-qI» frameborder=»0″ allowfullscreen></iframe>
{/source}