Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Η σιωπή του θεού και η δύναμη της τέχνης.

**** 1/2 – Πάτερσον
Paterson. Γαλλία/Γερμανία/ΗΠΑ, 2016. Σκηνοθεσία-σενάριο: Τζιμ Τζάρμους. Ηθοποιοί: Άνταμ Ντράιβερ, Γκολσιφτέ Φαράχανι, Ρίσβαν Μάντζι, Νέλη. 118′

 

paterson

Η ποίηση και ένα ιδιότυπο χιούμορ χαρακτηρίζουν τις καλύτερες ταινίες του ανεξάρτητου Αμερικανού σκηνοθέτη Τζιμ Τζάρμους, ιδιαίτερα εκείνες της πρώτης περιόδου του («Stranger Than Paradise», «Down By Law», «Permanent Vacation»). Αυτά είναι και τα βασικά στοιχεία της νέας του, εξαιρετικής ταινίας, «Πάτερσον», που πρωτοείδαμε στο διαγωνιστικό τμήμα του περσινού Φεστιβάλ των Κανών. Η πόλη του Πάτερσον στο Νιου Τζέρσι (από τη οποία πήρε το όνομά του και ο πρωταγωνιστής της ταινίας), στην οποία παλιά είχε αναπτυχθεί η βιομηχανία του μεταξιού, και που σήμερα θεωρείται η δεύτερη σε σειρά μεγαλύτερη πόλη της Αμερικής με τους πιο πολλούς μουσουλμάνους μετανάστες, είναι γνωστή και σαν η πόλη στην οποία έζησαν τόσο ο Άλαν Γκίνσμπεργκ όσο και ο μεγάλος Αμερικανός ποιητής Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμς. Ποιητής που, όπως και η πόλη, παίζουν σημαντικό ρόλο στην ταινία.

Γιατί ο πρωταγωνιστής του, ο Πέτερσον (έξοχος στο ρόλο ο Άνταμ Ντράιβερ), εκτός από οδηγός λεωφορείου είναι και ποιητής που θαυμάζει τον Γουίλιαμς και που τα ποιήματα που γράφει έχουν κάτι από την απλή, γήινη ομορφιά των ποιημάτων του μεγάλου αυτού ποιητή. Ο Τζάρμους ακολουθεί, με ξεχωριστή επιμονή, τον πρωταγωνιστή του στις καθημερινές του απασχολήσεις: από το ξύπνημά του και την με τα πόδια πορεία του προς την αφετηρία των λεωφορείων, τη διαδρομή του στην πόλη, την επιστροφή στο σπίτι, τις συζητήσεις με την όμορφη, ευρηματική σε μαγειρική και έτοιμη να συμμετάσχει στην κοινωνική ζωή της πόλης, γυναίκα του, καθώς και τις διάφορες άλλες σχέσεις του (εκείνες με ένα συμπαθητικό σκυλί/σύντροφο που, κάποια στιγμή, σε αντίδραση, σπρώχνει τον πάσσαλο με το γραμματοκιβώτιο, την τυχαία συνάντηση με ένα μικρό κοριτσάκι που γράφει ποιήματα σαν κι αυτόν, ή την ξαφνική συνάντηση με ένα Γιαπωνέζο τουρίστα που ξαφνικά εμφανίζεται στο παγκάκι που κάθεται ο Πάτερσον για να του αποκαλύψει πως θαυμάζει τον Γουίλιαμς και που του αναβιώνει τον πόθο για να επιστρέψει στην ποίηση).

Πολύπλοκες σχέσεις, απολαυστικά στιγμιότυπα, αναπάντεχα επεισόδια, ασήμαντες φαινομενικά κουβέντες, που, αν στο χαρτί μπορεί να μοιάζουν μονότονες, στην πραγματικότητα έχουν τη δική τους έλξη και γοητεία. Με ένα απλό, σωστά και με ξεχωριστή έμπνευση, ελεγμένο στιλ, με ωραίους, με βουτηγμένους στο ιδιότυπο χιούμορ του σκηνοθέτη διαλόγους, ο Τζάρμους έφτιαξε μια πανέμορφη, δοσμένη με λυρισμό και ποίηση, ταινία, μιαν από τις καλύτερες των τελευταίων δεκαετιών, που αξίζει να τονίσω, δεν σε αφήνει να καταλάβεις πως πέρασαν οι δυο ώρες της διάρκειάς της.

**** 1/2 – Σιωπή
Silence. ΗΠΑ,2016. Σκηνοθεσία: Μάρτιν Σκορσέζε. Σενάριο: Τζέι Κοκς, Μάρτιν Σκορσέζε. Ηθοποιοί: Άντριου Γκάρφιλντ, Άνταμ Ντράιβερ, Τατανόμπου Ασάνο, Λιάμ Νίσον, Κιάραν Χάιντς, Γιοσούκε Κουμποζούκα, Ισέι Ογκάντα. 161′

 

silence 2

Η δοκιμασία της πίστης και η σιωπή του θεού είναι τα βασικά θέματα της επικής αυτής, συγκλονιστικής ταινίας του Μάρτιν Σκορσέζε, της πιο προσωπικής, ίσως, ταινίας του. Μια δοκιμασία που βάζει τον ήρωα της ταινίας, βασισμένης στο γνωστό (μεταφρασμένο και στα ελληνικά) ομότιτλο, γραμμένο το 1966, μυθιστόρημα του Καθολικού, Ιάπωνα συγγραφέα, Σουσάκο Έντο, αντιμέτωπο με τη φεουδαρχική Ιαπωνία, που χρησιμοποιεί τα πιο φρικτά και βάρβαρα βασανιστήρια για να τον αναγκάσει να υποκύψει και να απαρνηθεί την πίστη του.

Η ιστορία ξεκινά με δυο Ιησουίτες Πορτογάλους ιεραπόστολους, τον πατέρα Ροντρίγκες (Άντριου Γκάρφιλντ) και τον πατέρα Γκαρούπε (Άνταμ Ντράιβερ, ο αντι-ήρωας της ταινίας του Τζάρμους) να αποφασίζουν να ταξιδέψουν στην Ιαπωνία του 17ου αιώνα, εποχή που ο καθολικισμός ήταν υπό διωγμό, για να ανακαλύψουν αν η διάδοση πως ο μέντοράς τους, ο πατήρ Φερέιρα (Λίαμ Νίσον), που είχε πάει στην Ιαπωνία για να μεταδώσει τη καθολική πίστη, είχε αποστατήσει και ασπαστεί την ιαπωνική πίστη.

Ενδιάμεσα, μέσα από διάφορα φλας-μπακ, βλέπουμε τον Φερέιρα, σε εικόνες που μοιάζουν να βγήκαν από το «Ταξίδι στο σκότος» του Τζόζεφ Κόνραντ, να αναγκάζεται από τον Ιάπωνα ιεροεξεταστή να παρακολουθεί τα φρικτά, απάνθρωπα βασανιστήρια (κάψιμο του σώματος με καυτό νερό από πηγές, αργός, βασανιστικός θάνατος, με τους χριστιανούς κρεμασμένους ανάποδα, με το κεφάλι σε μια σκοτεινή τρύπα και το αίμα να στάζει αργά από ένα σκίσιμο στο λαιμό, αργό πνίξιμο από την παλίρροια, ενώ είναι δεμένοι σε σταυρούς τοποθετημένους στην άκρη της θάλασσας, αποκεφαλισμούς), βασανιστήρια που θυμίζουν εκείνα στα οποία υποβάλλουν σήμερα τα θύματα τους οι φανατικοί του ISIS, και στα οποία υπόκεινταν οι Ιάπωνες καθολικοί χριστιανοί, σε μια περίοδο άγριου διωγμού, ώστε να αναγκαστούν να απαρνηθούν τη θρησκεία τους, πατώντας συμβολικά σε μια πλάκα με το πρόσωπο του Ιησού.

Ο ίδιος ιεροεξεταστής (ένας εξαιρετικός Ισέι Ογκάντα) θα αναγκάσει τον Ροντρίγκεζ να παρακολουθήσει παρόμοια βασανιστήρια, στην προσπάθειά του να τον πείσει να απαρνηθεί τη θρησκεία του. Οι επικλήσεις του Ροντρίγκεζ στο θεό, αναζητώντας απαντήσεις στα ερωτήματά του, θα αντιμετωπιστούν με απόλυτη σιωπή. Μια σιωπή που παίρνει μιαν άλλη διάσταση όταν ο Κιτσιζίρο (άλλη εξαιρετική ερμηνεία από τον Τατανόμπου Ασάνο) ο αποστάτης χριστιανός Ιάπωνας οδηγός των δυο ιεραποστόλων στην Ιαπωνία (η πρώτη του εμφάνιση, μεθυσμένου, αφημένου στη γωνία ενός άθλιου πανδοχείου, μου θύμισε τον Τοσίρο Μιφούνε στους «7 σαμουράι» του Κουροσάβα), ο Ιούδας της ταινίας, όπως ακριβώς και ο Ιούδας στον «Τελευταίο πειρασμό», την άλλη ταινία του Σκορσέζε που καταπιάνεται με το θέμα της πίστης, είναι ο μοχλός που, κάθε φορά όταν αυτός μετανοεί και απαρνείται στη συνέχεια για πολλοστή φορά το Χριστό, σπρώχνει τον Ροντρίγκεζ στα άκρα, αναγκάζοντάς τον να αντιμετωπίσει του εφιάλτες και τις φαντασιώσεις του.

Φαντασιώσεις που τον κάνουν να πιστεύει πως οι δοκιμασίες του είναι ακριβώς παρόμοιες με εκείνες του Χριστού (όταν περιφέρεται δεμένος σε άλογο στους δρόμους, με τους Ιάπωνες να τον λιθοβολούν, όπως ο Χριστός, ενώ, σε μια στιγμή που κοιτάζει το πρόσωπό του στο νερό, εκείνο μετατρέπεται στο ίδιο πρόσωπο με την εικόνα του Χριστού που κουβαλούσε στο μυαλό του από τα εφηβικά του χρόνια), μεγαλώνοντας έτσι το μαρτύριό του αλλά και τις αμφιβολίες του – η μόνη παρουσία του θεού είναι ίσως στη σκηνή εκείνη που η κάμερα, στο πρώτο μέρος της ταινίας, παρακολουθεί από πολύ ψηλά, τους δυο ιεραπόστολους με τον γηραιό μέντορά τους, να προχωρούν σε ένα άδειο, απέραντο χώρο, πριν ξεκινήσουν για το βασανιστικό τους ταξίδι. Με αποτέλεσμα, τόσο για τον Ροντρίγκεζ, όσο και για τον Σκορσέζε, η σιωπή του θεού (ή του ίδιου του Ροντρίγκεζ, που πιστεύει πως συνομιλεί με το θεό) να αποκτά ένα ξεχωριστό βάρος, με τον Ροντρίγκεζ να αναγκάζεται τελικά, στην εξαιρετική, καθοριστική στην εξέλιξη της ιστορίας, συζήτηση ανάμεσα σ´ αυτόν και τον Φερέιρα, να αντιμετωπίσει τις θρησκευτικές και πολιτιστικές του πεποιθήσεις και να δώσει, στον ορισμό της πίστης και της προδοσίας, μιαν άλλη, μεγαλύτερη, πιο σύγχρονη, και πιο ανθρώπινη έννοια.

 

{source}
<iframe width=»560″ height=»315″ src=»https://www.youtube.com/embed/kkuUOeP6ZFE» frameborder=»0″ allowfullscreen></iframe>
{/source}

 

*** 1/2 – Νυχτόβια πλάσματα
Nocturnal Animals. ΗΠΑ, 2016. Σκηνοθεσία-σενάριο: Τομ Φορντ. Ηθοποιοί: Τζέικ Τζίλενχαλ, Έμι Άνταμς, Μάικλ Σάνον, Άαρον Τέιλορ-Τζόνσον, Λόρα Λίνλεϊ, Μάικλ Σιν. 116′

 

night cretures

Ο έρωτας αλλά και η εκδίκηση, μέσα από μια ιστορία, που συνδυάζει την τέχνη με την πραγματικότητα, είναι στο επίκεντρο της συναρπαστικής αυτής, διανθισμένης με ένα υπόγειο (κάπου-κάπου μαύρο) χιούμορ, ταινίας, «Νυκτόβια πλάσματα» (Μέγα Βραβείο της επιτροπής στο φεστιβάλ Βενετίας), διασκευής του μπεστ-σέλερ «Τόνι και Σούζαν» του Όστιν Ράις, δεύτερης σκηνοθετικής δουλειάς (ύστερα από το «Ένας άνδρας, μόνος») του γνωστού σχεδιαστή μόδας, Τομ Φορντ.

Πρόκειται για μια ταινία ανάμεσα στο θρίλερ αγωνίας και το ψυχολογικό δράμα, που καλύπτει τρεις παράλληλες ιστορίες, που ο Φορντ ισορροπεί με αρκετή επιτυχία: η μια αναφέρεται στη σημερινή εποχή, με την Σούζαν (Έμι Άνταμς), διάσημη διευθύντρια γκαλερί στο Λος Αντζελες, να παραλαμβάνει, από τον πρώην σύζυγό της, Εντουαρντ (Τζέικ Τζίλενχαλ), ένα μυθιστόρημα ωμότητας και εκδίκησης, που της αφιερώνει, και που της ζητά να συναντηθούν αφού το διαβάσει, η δεύτερη (ένα φιλμ μέσα στο φιλμ), που αναφέρεται στο μυθιστόρημα, το οποίο αρχίζει να υλοποιείται στη φαντασία της Σούζαν, όταν αυτή αρχίζει να το διαβάζει, και στο οποίο πρωταγωνιστής είναι η ίδια και ο πρώην σύζυγος, και μια τρίτη ιστορία, που παρακολουθούμε μέσα από φλας-μπακ και η οποία αναφέρεται στη γνωριμία και την ερωτική σχέση ανάμεσα στη Σούζαν και τον Έντουαρντ πριν το χωρισμό τους.

Η ταινία ξεκινά με τεράστιες, υπέρβαρες, γυμνές γυναίκες (πραγματικά γκροτέσκες), είδος go-go girls, να χορεύουν με απαίσιες, αιματικές κινήσεις, στην παρουσίαση της νέας (το ίδιο γκροτέσκας) έκθεσης στην γκαλερί της Σούζαν, σχόλιο πάνω στη ψεύτικη κουλτούρα του σύγχρονου Λος Άντζελες αλλά και πάνω στην κατάσταση (ηθική και κοινωνική) της σύγχρονης αμερικανικής κοινωνίας).

Τα καλύτερα κομμάτια της ταινίας είναι σίγουρα αυτά της υλοποίησης του βίαιου μυθιστορήματος, όπου ένας άντρας (Τζίλενχαλ), η γυναίκα του (Άνταμς) και η έφηβη κόρης τους, πέφτουν θύματα μιας συμμορίας κακοποιών, μυθιστόρημα που το διάβασμά του προκαλεί έντονες αντιδράσεις αλλά και αλλαγές στη συμπεριφορά της Σούζαν, με τον Φορντ να παρουσιάζει παράλληλα και μια κριτική ματιά πάνω στη σύγχρονη αμερικανική κοινωνία. Στις αρετές της καλογυρισμένης αυτής ταινίας όλες οι ερμηνείες, με ξεχωριστή, αξίζει να κάνω αναφορά στον Μάικλ Σάνον, εξαιρετικού στο ρόλο ενός ασυνήθιστου, με χιούμορ αλλά και με μια ασυνήθιστα ανθρώπινη πλευρά, αστυνομικού που αναλαμβάνει την υπόθεση του ήρωα της ταινίας μέσα στην ταινία.