Toυ Νίνου  Φένεκ Μικελίδη

Ένα ταξί και μια κάμερα, όπλα ενάντια στην καταπίεση.

**** – Ταξί στην Τεχεράνη

Taxi. Ιράν, 2015. Σκηνοθεσία-σενάριο: Τζαφάρ Πανάχι. Ηθοποιοί: Τζαφάρ Πανάχι. 82΄

Η αριστουργηματική ταινία «Ταξί» (Χρυσή Άρκτος καλύτερης ταινίας του φεστιβάλ Βερολίνου και βραβείο της Διεθνούς Κριτικής-FIPRESCI), του Ιρανού σκηνοθέτη Τζαφάρ Πανάχι, που είχε φυλακιστεί για την κριτική του καθεστώτος στις ταινίες του (πρόσφατα αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση αν και ακόμη του απαγορεύεται να ταξιδέψει στο εξωτερικό), εκτυλίσσεται σε ένα ταξί, με τον ίδιο τον Πανάχι να το οδηγεί και να συζητά με τους διάφορους πελάτες που χρησιμοποιούν το όχημά του.

Στην τρίτη αυτή ταινία, γυρισμένη μετά την απαγόρευση του Πανάχι από το καθεστώς (οι άλλες δυο ήταν το «Αυτή δεν είναι ταινία», 2011 και «Closed Curtain», 2013), ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί τον κλειστό, περιορισμένο χώρο του ταξί, για να καταγράψει, με την κάμερά του, με εκπληκτική ηρεμία και υπομονή, σκηνές από την καθημερινή ζωή των πελατών, σχολιάζοντας ταυτόχρονα, τόσο τη ψηφιακή τεχνολογία όσο και την κοινωνική/πολιτική κατάσταση (τη θανατική ποινή, τη βία, τη λογοκρισία, το ελεγχόμενο ποινικό σύστημα, τις ισλαμικές παραδόσεις, τον σεξισμό και την κατάσταση της γυναίκας).

Στην ταινία, είδος μικρόκοσμου της ιρανικής κοινωνίας, πελάτες από διάφορες πλευρές της σύγχρονης ιρανικής κοινωνίας, με μερικούς από αυτούς να αναγνωρίζουν στο πρόσωπο του ταξιτζή τον σκηνοθέτη, ο Πανάχι παρουσιάζει, μέσα από τα σχόλια των ανθρώπων που χρησιμοποιούν το ταξί του, μια εικόνα, συχνά διανθισμένη με χιούμορ, των ανθρώπων και των προβλημάτων τους, είτε πρόκειται για τον μυστηριώδη, πολύξερο τύπο που θέλει να εκτελούνται προς παραδειγματισμό οι κλέφτες και ο οποίος έρχεται σε σύγκρουση με μια συνεπιβάτη δασκάλα, είτε για τις δυο ηλικιωμένες γυναίκες που, για κάποιο απίθανο λόγο, μεταφέρουν μερικά χρυσόψαρα για να τα τοποθετήσουν σε μια λίμνη, είτε για τον ιδιόρρυθμο τύπο που πουλάει πειρατικά dvd και ανακατεύει και τον Πανάχι (που, στην πραγματικότητα, ήταν κάποτε πελάτης του) στις δοσοληψίες του.

Αξίζει ακόμη να αναφέρω το επεισόδιο με τη μικρή ανιψιά του Πανάχι, η οποία προσπαθεί να γυρίσει μια μικρού μήκους σχολική ταινία, έχοντας πάρει από την καθηγήτριά της υποδείξεις για το τι μπορεί και τι δεν μπορεί να γυρίσει – σχόλιο πάνω στη λογοκρισία την οποία τόσο έχει υποστεί τα τελευταία χρόνια ο Πανάχι και από την οποία δεν φαίνεται ακόμη να έχει απαλλαγεί. Με την ταινία να καταλήγει στο εκπληκτικό φινάλε, με την κάμερα αφημένη να συνεχίζει τυχαία (;) το γύρισμα – σχόλιο πάνω στη δύναμη της κάμερας (και του δημιουργού) να αντιστέκεται στην καταπίεση (αλλά και να την καταγγέλλει) απ’ όπου κι αν αυτή προέρχεται.

 

sunset song

 

*** ½ – Ένα τραγούδι για το ηλιοβασίλεμα

Sunset Song. Βρετανία, 2015. Σκηνοθεσία-σενάριο: Τέρενς Ντέιβις. Ηθοποιοί: Ατζίνες Ντέιν, Πίτερ Μάλαν, Τζακ Γκρίνλες, Ντανιέλα Ναρντίνι, Κέβιν Γκάθρι. 135΄

Την ενηλικίωση μαζί με ένα δυνατό έρωτα, με φόντο την αγροτική Σκοτία, στις αρχές του αιώνα, με βάση το κλασικό μυθιστόρημα του Λούιθς Γκράσικ Γκίμπον (γραμμένο το 1932), υμνεί στο επικολυρικό αυτό (γυρισμένο σε φιλμ των 65 mm. καθώς και με υψηλής μορφής ψηφιακή κάμερα) φιλμ του ο Τέρενς Ντέιβις («Η βαθιά γαλάζια θάλασσα», «Distant Voices Still Lives», «The Long Day Closes», «Of Time and the City»).

 

Από τα πρώτα πλάνα, με την κάμερα να προχωρεί μέσα από τα χωράφια της σκοτσέζικης επαρχίας και να μας αποκαλύπτει την ηρωίδα Κρις (μια όμορφη ερμηνεία από το πρώην μοντέλο Ατζίνες Ντέιν), μια αθώα, τολμηρή και ανεξάρτητη, όπως σταδιακά θα μάθουμε, νεαρή γυναίκα, κρυμμένη μέσα στα στάχυα, ο θεατής ελκύεται από τη μαγεία των εικαστικά λαμπρών εικόνων του Ντέιβις και την ιστορία της σχέσης μιας νεαρής κοπέλας με τη φύση και τον κόσμο γύρω της τόσο στην περίοδο της ενηλικίωσής της όσο και στο δράμα που ακολουθεί με την έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Στη φάρμα όπου ζει η Κρις, θα γνωρίσουμε τα υπόλοιπα πρόσωπα της οικογένειάς της, τον καταπιεστικό και βίαιο (ιδιαίτερα με το γιο του) πατέρα της, Τζον Γκάθρι (ένας επιβλητικός Πίτερ Μάλαν), τον αδερφό της Γουίλ (Τζακ Γκρίνλες) και τη μητέρα της, Τζιν (Ντανιέλα Ναρντίνι) καθώς και τον νεαρό αγρότη (Κέβιν Γκάθρι σε μια από τις καλύτερες ερμηνείες της ταινίας) που θα ερωτευθεί και θα παντρευτεί.

 

Ο Ντέιβις καταφέρνει, όπως και σε άλλες ταινίες του, να μεταδώσει με τον καλύτερο τρόπο, συχνά ελλειπτικό και με μια κάμερα που κινείται με άνεση το πέρασμα του χρόνου (η εξαίρετη φωτογραφία είναι του Μάικλ ΜακΝτόνα), από τις άλλοτε ήρεμες και άλλοτε τρικυμιώδεις (ιδιαίτερα όταν παρουσιάζεται ο πατέρας), αγροτικές μέρες στη φάρμα της οικογένειας, με τις ταλαιπωρίες και τα βάσανα μιας δύσκολης αγροτικής ζωής ως εκείνες του ξεσπάσματος του πολέμου και του αντίκτυπού του στη σκοτσέζικη αγροτική κοινωνία. Μπορεί το τελευταίο μέρος, με τις σκηνές του πολέμου, να μην έχει τη δύναμη των υπόλοιπων σκηνών, συνολικά όμως πρόκειται για μια πέρα για πέρα όμορφη, δοσμένη με λυρισμό και ποίηση, τελικά συναρπαστική, με ένα δικό της τρόπο, ταινία.

 

Gallos

 

*** ½ – Το μυστικό του δικαστή

L’hermine. Γαλλία, 2015. Σκηνοθεσία-σενάριο: Κριστιάν Βενσάν. Ηθοποιοί: Φαμπρίς Λουκινί, Σίντς Μπαμπέτ Κνούντσεν, Εύα Λαλιέ. 98΄

Στην εξαιρετική ερμηνεία του ηθοποιού Φαμπρίς Λουκινί (βραβείο ερμηνείας στο φεστιβάλ Βενετίας) στο ρόλο ενός προέδρου του κακουργιοδικείου καθώς και στο σενάριό της, στηρίζεται η επιτυχία της γαλλικής ταινίας «Το μυστικό του δικαστή» του Κριστιάν Βενσάν («Υψηλή μαγειρική»). Πρόκειται στιγμές από τη ζωή ενός πρόεδρου του δικαστηρίου στη διάρκεια βασικά μιας δίκης.

Με ένα απλό, πρωτότυπο σενάριο (επίσης βραβευμένο στη Βενετία), με απλούς, σφιχτοδεμένους διαλόγους, ο Βενσάν καταγράφει τη σχέση του δικαστή του με τους διάφορους ενόρκους (ιδιαίτερα μια γυναίκα γιατρό, που τον είχε εγχειρήσει και με την οποία φλερτάρει), ενώ, παράλληλα, παρακολουθούμε στιγμιότυπα από τη δική που αναφέρεται σε έναν πατέρα ο οποίος κατηγορείται ότι σκότωσε το 7 μηνών παιδί του.

Το ενδιαφέρον δεν εστιάζεται τόσο στην ετυμηγορία των ενόρκων όσο στις διάφορες σκηνές τους, τις καθημερινές συζητήσεις τους για άσχετα με τη δίκη θέματα, τις συναντήσεις τους με το δικαστή, όσο και στη ρομαντική, δοσμένη με λεπτότητα, σχέση που αρχίζει να αναπτύσσεται ανάμεσα στον δικαστή και τη γυναίκα ένορκο (με μια εξαιρετική στο ρόλο Σιντς Μπαμπέτ Κνούντσεν). Με λεπτότητα, με χιούμορ, με ρυθμό που κυλάει άνετα, ο Βενσάν έφτιαξε μια ευχάριστη, με σωστή καθοδήγηση των ηθοποιών, ταινία.

 

moor

 

*** Πού να κάνετε την επόμενη εισβολή

Where to Invade Next. ΗΠΑ, 2016. Σκηνοθεσία-σενάριο: Μάικλ Μουρ.

Στο ντοκιμαντέρ του, «Πού να εισβάλουμε μετά», ο γνωστός μας, βραβευμένος με Όσκαρ ντοκιμαντερίστας Μάικλ Μουρ («Φάρεναϊτ 9-11», «Καπιταλισμός μια ιστορία έρωτα»), προτείνει στο Πεντάγωνο (σε μια απολαυστική σκηνή στην αρχή της ταινίας) να αναλάβει μόνος του να… εισβάλει σε άλλες χώρες, με βάση τρεις κανόνες: Να μη σκοτώσει κανένα, να μην κλέψει το πετρέλαιο και να φέρει πίσω στην Αμερική κάτι το χρήσιμο για τους συμπατριώτες του, που πιθανόν να τους βοηθήσει να λύσουν τα κοινωνικά και πολιτικά τους προβλήματα.

Οι χώρες στις οποίες εισβάλλει περιορίζονται στην Ευρώπη: Την Ιταλία, για τους κανονισμούς σχετικά με τις διακοπές και τα δικαιώματα των εργαζομένων (ύστερα από επίσκεψή του σε εργοστάσια κατασκευής μοτοσακό και ενδυμάτων) σε αντίθεση με την Αμερική όπου οι εργαζόμενοι δικαιούνται το διακοπές δυο μόνο εβδομάδων, τη Γαλλία, για τα σχολικά γεύματα (μια επίσκεψη σε επαρχιακό σχολείο του δίνει την ευκαιρία να γευτεί και να απολαύσει το μαθητικό φαγητό), τη Φιλανδία, για το δωρεάν εκπαιδευτικό της σύστημα (όπου δεν ανατίθεται εργασία στο σπίτι και όπου σε ότι αφορά τα πανεπιστήμια, όλοι φοιτούν δωρεάν, ακόμη και Αμερικανοί φοιτητές, που πηγαίνουν εκεί επειδή πολλά μαθήματα διδάσκονται στην αγγλική), την Ισλανδία, για την ισότητα του φύλου και τη Γερμανία, για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει το χιτλερικό/φασιστικό παρελθόν της (ευκαιρία για τον Μουρ να μας μιλήσει για την, ποτέ μέχρι σήμερα αναγνωρισμένη, εξόντωση των Ινδιάνων).

Παράλληλα με τις σκηνές στην Ευρώπη, ο Μουρ αντιπαραθέτει σκηνές επικαίρων από την Αμερική, για να δείξει τη βία και την ωμότητα, ενάντια στους Αφροαμερικανούς αλλά και σχετικά με την εξολόθρευση των αυτόχθονων Αμερικανών.

Μπορεί ορισμένες εικόνες από τις ευρωπαϊκές χώρες να φαντάζουν πολύ ρόδινες, σε μια εποχή που τα δικαιώματα των εργαζομένων καταπατούνται ακατάπαυστα με τις ευλογίες των ιθυνόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ο ίδιος ο Μουρ, για να το δικαιολογήσει, λέει σε κάποια στιγμή, πως προτίμησε να μαζέψει από τις χώρες αυτές τα λουλούδια και όχι τα αγκάθια), συνολικά όμως η ταινία του παραμένει, στο γνωστό ακτιβιστικό στιλ του σκηνοθέτης της, ένα αρκετά συναρπαστικό, διανθισμένο με μπόλικο χιούμορ, ταξίδι.

 

1 aspro

 

*** Μικρή Άρκτος

Ελλάδα, 2015. Σκηνοθεσία: Ελισάβετ Χρονοπούλου. Ηθοποιοί: Γιάννης Κοκιασμένος, Σοφία Γεωργοβασίλη, Διώνη Κουρτάκη

Με το αναίσθητο σώμα μιας γυναίκας (δολοφονία;) που μεταφέρεται από νοσοκομειακό κι έναν άντρα δεμένο με χειροπέδες να οδηγείται από αστυνομικούς, ξεκινά η όμορφη αυτή, χαμηλών τόνων, γυρισμένη σε μαυρόασπρο φιλμ (που δημιουργεί και τη σωστή ατμόσφαιρα), ταινία «Μικρή άρκτος» της Ελισάβετ Χρονοπούλου. Ο άντρας αρχίζει σε αφήγηση off, με την κάμερα σε διαρκή κίνηση, να παρακολουθεί (κι εμείς μαζί του) τα δρώμενα από την πλευρά του (τον ίδιο δεν τον βλέπουμε ποτέ, εκτός από τα χέρια, τα πόδια, και κάποια στιγμή το πέος του, στην τουαλέτα).

Η σχέση του με τη νέα γυναίκα αρχίζει κάπως παράξενα (όταν στο ξενοδοχείο, από το οποίο τους βλέπουμε στην αρχή της ταινίας, αυτός την ακούει, από το διπλανό διαμέρισμα όπου βρίσκεται, να συμμετέχει σε μια ιδιαίτερα βίαιη σεξουαλική πράξη). Θα την παρακολουθήσει βγαίνοντας από το ξενοδοχείο και χάρη στη γνωριμία τους, ύστερα από ένα τυχαίο γεγονός, θα την ερωτευθεί και αρχίσει μια σχέση μαζί της, ώσπου, κάποια στιγμή, τα πράγματα θα πάρουν μια άλλη, δραματική εξέλιξη.

Η Χρονοπούλου εκμεταλλεύεται το εύρημα με την υποκειμενική κάμερα, που είχε με τόση δεξιοτεχνία χρησιμοποιήσει το 1947 ο Ρόμπερτ Μοντγκόμερι στο κλασικό φιλμ νουάρ The Lady in the Lake, για να εστιάσει στο πρόσωπο της γυναίκας και στις αντιδράσεις της, μέσα πάντα από το αντρικό βλέμμα. Εκείνο που πολύ σωστά αποφεύγει είναι να καταγράψει τη ψυχολογία της γυναίκας μια και όλα όσα βλέπει ο φακός (μαζί του κι εμείς) είναι όσα βλέπει και όσα συμπεραίνει ο άντρας -μαζί και ο ηδονοβλεπτικός (τι άλλο μπορεί μα είναι;) ο ίδιος ο κινηματογράφος. Το πιο ενδιαφέρον, ακόμη, είναι πως το βλέμμα του άντρα το βλέπουμε μέσα από το βλέμμα της γυναίκας, μια και την ταινία σκηνοθέτησε γυναίκα!

 

Bernal

 

** ½ -Στις φλόγες του έρωτα

El Ardor. Αργεντινή/Μεξικό/Βραζιλία/Γαλλία/ΗΠΑ/Ισπανία, 2014. Σκηνοθεσία-σενάριο: Πάμπλο Φέντρικ. Ηθοποιοί: Γκάελ Γκαρσία Μπερνάλ, Άλις Μπράγκα, Κλαούντιο Τολκαχίρ, Χούλιαν Ντέλο. 101΄

Τη μορφή του γούεστερν, με αναφορές σε σκηνοθέτες όπως οι Σαμ Πέκινπα Σέρτζιο Λεόνε και Σέρτζιο Κορμπούτσι, αλλά και Ακίρα Κουροσάβα, χρησιμοποιεί ο Πάμπλο Φρέντρικ για να αφηγηθεί την ιστορία ενός μυστηριώδη ξένου (Γκαρσία Μπερνάλ), στο τροπικό δάσος της Αργεντινής, που αναλαμβάνει να υπερασπιστεί ένα φτωχό αγρότη και την κόρη του (Μπράγκα) από μια συμμορία μισθοφόρων που προσπαθούν να τους αναγκάσουν να πουλήσουν τη γη τους.

Η ιστορία της ταινίας, με επίκεντρο την εγκληματική δράση μισθοφόρων, πληρωμένων από διεθνή συμφέροντα που ήθελαν να διώξουν τους αγρότες από το τροπικό δάσος της Αργεντινής για δική τους εκμετάλλευση, ξεκίνησε το 2008, όταν ο σκηνοθέτης συνάντησε στις Κάνες, στη διάρκεια της Εβδομάδα της Κριτικής (όπου βραβεύτηκε η ταινία του La sangre brota), τον ηθοποιό Γκάλε Γκαρσία Μπερνάλ, που τον έπεισε να αναλάβει το ρόλο του μυστηριώδη άντρα. Είναι βέβαια περίεργο το πώς ένας ηθοποιός, σωματικά όπως ο Μπερνάλ, μπορούσε να ερμηνεύσει έναν ήρωα (σούπερ-0ήρωα θα έλεγα μια και βρισκόμαστε στο χώρο του ηρωικού γουέστερν) τραχύ και δυνατό περισσότερο στο στιλ ενός Τζον Γουέιν ή Κλιντ Ιστγουντ. Κι όμως, τελικά, η διαφορά αυτή καταλήγει υπέρ της ταινίας, με τον Μπερνάλ να δίνει μια άλλη διάσταση στον αντισυμβατικό του ήρωα, προστάτη των αδύναμων αλλά και της ζουγκλας, όπως ακριβώς η τίγρης που είναι και το μοτίβ της ταινίας.

Υπάρχουν, σίγουρα κάποιες αδυναμίες στο κάπως σχηματικό σενάριο (κάποιες, μάλιστα, υπερ-ηρωικές σκηνές θα μπορούσαν να παραλειφθούν), ο Φρέντικ όμως κατορθώνει να στήσει με δύναμη και ζωντάνια τις σκηνές και, πέρα από το θέμα του αγώνα των φτωχών και καταφρονημένων ενάντια στα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, ο σκηνοθέτης μας δίνει και μια όμορφη εικόνα του έρωτα που αναπτύσσεται ανάμεσα στον άντρα και την κόρη του αγρότη καθώς της σχέσης του ανθρώπου με τη φύση, με τη ζούγκλα του Αμαζονίου να παίζει έναν από τους βασικούς ρόλους στην ταινία – σ’ αυτό αξίζει ιδιαίτερος έπαινος στην ατμοσφαιρική φωτογραφία του Χούλιαν Απεζτενγκούια.

 

{source}
<iframe width=»560″ height=»315″ src=»https://www.youtube.com/embed/Ic_taZz3jKA» frameborder=»0″ allowfullscreen></iframe>
{/source}