73ο Φεστιβάλ Βενετίας

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

«Σήμερα η ταινία αυτή είναι ακόμη πιο επίκαιρη από ποτέ», ανέφερε ο ηθοποιός Άντριου Γκάρφιλντ («Σπίντερμαν 2», «99 σπίτια»), μιλώντας για την ταινία «Hacksaw Ridge» του Μελ Γκίμπσον, στη συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε την προβολή της ταινίας, στο πλαίσιο του 73ου Φεστιβάλ της Βενετίας.

«Με τους τοπικούς πολέμους και τη χρήση βίας που κυριαρχούν σήμερα στον πλανήτη μας, η ανάγκη για ειρήνη είναι πιο επιτακτική από ποτέ», πρόσθεσε ο διάσημος ηθοποιός. Με τον ίδιο το σκηνοθέτη του, Μελ Γκίμπσον, να τονίζει την απέχθειά του για τον πόλεμο και την ελπίδα του πως «χρειάζεται να κάνουμε περισσότερα ως αντενέργεια στις αυτοκτονίες ανάμεσα στους στρατιώτες μας που επιστρέφουν από το μέτωπο. Ελπίζω αυτή η ταινία να μεταδώσει αυτό το μήνυμα».

 

Το ειρηνιστικό μήνυμα του πασιφιστή ήρωα της ταινίας, στο οποίο αναφέρθηκαν τόσο ο Γκίμπσον όσο και ο Γκάρφιλντ, είναι το πιστεύω του πρωταγωνιστή, βασισμένο σε ένα αληθινό πρόσωπο, ένα στρατιωτικό γιατρό, στην περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που, παρότι, σύμφωνα με τα θρησκευτικά του πιστεύω, αρνιόταν να κρατά όπλο, κατάφερε να σώσει 75 συντρόφους του στις μάχες με τους Γιαπωνέζους, γεγονός για το οποίο τιμήθηκε με το Μετάλλιο της Τιμής.

 

Part DV DV2231381 1 1 0

 

Ο Γκίμπσον αναπλάθει την ιστορία, με ένα στιλ παραπλήσιο με εκείνο στην ταινία «Η διάσωση του στρατιώτη Ράιαν» αλλά και στο «Full Metal Jacket» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, με τον Γκάρσφιλντ να δίνει μια δυνατή ερμηνεία.

 

Η μυθοπλασία συγκρούεται με την (σκληρή συχνά) πραγματικότητα στην ταινία «Ένας επιφανής πολίτης» των Αργεντινών Γκαστόν Ντιπρά και Μαριάνο Κον, ο σουρεαλισμός και ο τρόμος συνδυάζονται με το σεξ και την επιστημονική φαντασία στην ταινία «Η άγρια περιοχή» του Μεξικανού Άματ Εσκαλάντε, η απώλεια αλλά και ο στοχασμός πάνω στην τέχνη στο ντοκιμαντέρ «One More Time With Feeling» του Άντριου Ντόμινικ και μια άλλη, πέρα για πέρα ρεαλιστική, ματιά πάνω στην Άγρια Δύση στο γουέστερν «Brimstone» του Μάρτιν Κουλχόφεν, ήταν τα θέματα των υπόλοιπιων ταινιών, που προβλήθηκαν στη διάρκεια του διημέρου, στο πλαίσιο της 73ης Μόστρας του Κινηματογράφου.

 

the untamed

 

Στην ταινία των Ντιπρά και Κον, ο ήρωας, ένας Αργεντινός νομπελίστας συγγραφέας που ζει στην Ισπανία, αποφασίζει να επισκεφθεί τη γενέτειρά του, μια μικρή πόλη στην Αργεντινή, ύστερα από απουσία 40 χρόνων. Επίσκεψη στην πόλη που τον ενέπνευσε για τα βιβλία του και που θα τον φέρει σε επαφή με φίλους και μια παλιά του αγάπη, μόνο που η αρχική θερμή υποδοχή και οι τιμητικές εκδηλώσεις που του γίνονται σταδιακά θα μετατραπούν σε μια εφιαλτική εμπειρία, με ζηλόφθονους και εθνικιστές κατοίκους να τον αντιμετωπίζουν εχθρικά κι όπου ο ήρωας ανακαλύπτει πως η μυθοπλασία συχνά συγκρούεται, και πολύ άσκημα, με την πραγματικότητα.

 

Με μια απλή προσέγγιση, με άφθονο χιούμορ, ιδιαίτερα στο πρώτο μέρος (από τις πιο απολαυστικές σκηνές αναφέρω την ομιλία του συγγραφέα στη Στοκχόλμη για την αποδοχή του Νόμπελ, όπου κυριολεκτικά βρίζει αυτούς που τον τίμησαν, αποφεύγοντας να δεχτεί τα συγχαρητήρια του βασιλιά), με ειρωνεία και οξυδέρκεια στην καταγραφή των καταστάσεων, και μια πολύ καλή ερμηνεία από τον πρωταγωνιστή του, Όσκαρ Μαρτίνεζ, οι Ντιπρά και Κον έφτιαξαν μιαν από τις πιο ενδιαφέρουσες (μαζί με τον «Φραντζ» του Οζόν), μέχρι στιγμής, ταινίες της φετινής Μόστρας.

 

27670 One More Time With Feeling

 

Η θλίψη και η απώλεια, που συναντάμε σε πολλά από τα τραγούδια του Νικ Κέιβ, είναι στο επίκεντρο του ντοκιμαντέρ «One More Time With Feeling» (που είναι και ο τίτλος ενός τραγουδιού του), του Άντριου Ντόμινικ (σκηνοθέτη που μας έδωσε τις ταινίες «Η δολοφονία του Τζέσε Τζέιμς», «Killing Them Softly»). Πρόκειται για ένα όμορφο, συγκινητικό, γυρισμένο σε 3D και σε μαυρόασπρο φιλμ, ντοκιμαντέρ γύρω από την εγγραφή του νέου άλμπουμ «Skeleton Tree» του Nick Cave και των Bad Seeds. Ντοκιμαντέρ που δεν περιορίζεται στην εγγραφή του δίσκου, αλλά και μας δίνει μια εικόνα των σκέψεων και των προβλημάτων που απασχολούν τον τραγουδιστή. Μια ταινία που βλέπεται με ξεχωριστή απόλαυση και για την οποία θα μιλήσουμε αναλυτικότερα την Πέμπτη, που κυκλοφορεί στις αίθουσες.

 

Ο Μεξικανός Άματ Εσκαλάντε είχε προκαλέσει σκάνδαλο το 2013 στις Κάνες με την ταινία του «Heli» (που τελικά κέρδισε το βραβείο σκηνοθεσίας), χάρη στις τολμηρές, προκλητικές, ιδιαίτερα βίαιες σκηνές του. Μια παρόμοια ατμόσφαιρα κυριαρχεί και στη νέα του ταινία, «Η άγρια περιοχή», που συνδυάζει τον ερωτισμό με την επιστημονική φαντασία. Το στοιχείο της επιστημονικής φαντασίας περιορίζεται σε ένα τεράστιο, μυστηριώδες ον, με πλοκάμια, που εναποθέτει ένας μετεωρόλιθος σε ένα δάσος και το οποίο κρύβει σε ένα απόμερο σπίτι ένα ζευγάρι μεσήλικων μυστικιστών.

 

Ένα ον που προσφέρει άλλοτε τη σεξουαλική ηδονή κι άλλοτε τον πόνο σε γυναίκες και άντρες και με το οποίο εμπλέκονται τα κύρια πρόσωπα της ταινίας: μια παράξενη γυναίκα και η παντρεμένη με δυο παιδιά φίλη της, ο άντρας της δεύτερης, που αποκαλύπτεται στη συνέχεια να έχει ομοφυλοφιλική σχέση με τον γκέι αδερφό της γυναίκας του.

 

Με ένα στιλ παραπλήσιο με εκείνο του συμπατριώτη του, Κάρλος Ρεϊγκάδας, και με αναφορές σε Ευρωπαίους σκηνοθέτες (ανάμεσά τους και τον Πολωνό Αντρέι Ζουλάφκσι) ο Εσκαλάντε στήνει σκηνές εντυπωσιακές, ανατρεπτικές, βουτηγμένες συχνά σε μια σουρεαλιστική ατμόσφαιρα, σε μια ταινία που αναμιγνύει πολλά και ενδιαφέροντα θέματα, αν και είναι φορές που τα εγκαταλείπει για άλλα πιο ενδιαφέροντα. Πάντως, αυτή η «Άγρια περιοχή» του, παρά τις κάποιες επιφυλάξεις μας, παραμένει μια ελκυστική, γοητευτική ταινία.

 

Co6q8qFWEAAvcU0

 

Στις λιγοστές εκείνες ταινίες που στόχο έχουν την ανατροπή των μύθων του Φαρ Ουέστ ανήκει το γουέστερν «Brimstone» που γύρισε στην Αμερική ο Ολλανδός σκηνοθέτης Μάρτιν Κουλχόφεν. Μέσα από τέσσερα κεφάλαια, ο Κουλχόφεν αφηγείται το δράμα μιας νέας, μουγκής, παντρεμένης με παιδιά, γυναίκας, κατατρεγμένης από ένα σαδιστή, διαβολικό ιεροκήρυκα, στην Αμερική προς τα τέλη του 19ου αιώνα.

 

Εκείνο που ξεχωρίζει στην ταινία είναι ο ρεαλισμός –σχεδόν νατουραλισμός– με τον οποίο αναπλάθει ο σκηνοθέτης την εποχή. Εποχή των χωρίς νόμο συνόρων (οι μοναδικοί σερίφηδες υπηρετούσαν τα συμφέροντα επιχειρηματιών, στην περίπτωση αυτή του ιδιοκτήτη ενός σαλούν/μπορδέλου για τους ανθρακωρύχους της περιοχής), όπου το παραμικρό αδίκημα οδηγούσε μέχρι και την αγχόνη, εποχή χρήσης μιας ιδιαίτερα ωμής βίας, εποχή καταπίεσης (σχεδόν εξόντωσης) της γυναίκας, καθώς και εποχής θρησκευτικού φανατισμού, που εκφράζεται μέσα από την αποτρόπαια δράση του ανίερου αυτού ιεροκήρυκα.

 

Με πλάνα εικαστικά λαμπρά, βουτηγμένα σε μια μουντή ατμόσφαιρα, στημένα με ξεχωριστή αγάπη από τον κάμεραμαν Ρότζιερ Στόφερς, και με μια άνεση στο ρυθμό, ο Κουλχόφεν ανατρέπει σταδιακά τους διάφορους μύθους, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τη σύγκρουση καλού-κακού (στην ταινία δεν υπάρχουν μονομαχίες ή γρήγοροι πιστολάδες), με γυναίκες που σώζονται από ήρωες. Εκείνο που κυριαρχεί είναι η αναπόφευχτη φθορά και η απελπισία, με την ηρωίδα (μια πολύ καλή Ντακότα Φάνινγκ) να αγωνίζεται, με ό,τι μπορεί, να ξεφύγει από τη μοίρα που τη διώκει και να βρει τη λύτρωση.