Του Γιάννη Παγουλάτου

Τρία κτίρια, με ξεχωριστά χαρακτηριστικά το καθένα, στέκουν απέναντι από τον σταθμό του ηλεκτρικού στο Μοναστηράκι: ένα αρχαίο οικοδόμημα με κίονες, μια εκκλησία και ένα τζαμί.

Τα τρία αυτά κτίρια αντιπροσωπεύουν το αρχαίο ελληνορωμαϊκό, το βυζαντινό και το οθωμανικό παρελθόν της Αθήνας αντίστοιχα. Τοποθετημένα το ένα κοντά στο άλλο, μοιάζουν να διηγούνται, με την παρουσία τους και μόνο, ολόκληρη την ιστορία της πόλης.

 

 

 

Βιβλιοθήκη του Αδριανού: το αρχαίο ελληνορωμαϊκό παρελθόν
Από το 117 μ.Χ ως το 138 μ.Χ την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κυβέρνησε ο Αδριανός. Επρόκειτο για έναν αυτοκράτορα ο οποίος αγαπούσε τις τέχνες και τα γράμματα ενώ παράλληλα απέκτησε την φήμη του φιλέλληνα. Ο Αδριανός έδειξε ιδιαίτερη εύνοια στην πόλη της Αθήνας, την οποία διακόσμησε με πολλά καινούργια και όμορφα οικοδομήματα. Το πιο φημισμένο από αυτά ήταν η μεγάλη βιβλιοθήκη που χτίστηκε το 132 μ.Χ. Τα ερείπιά της στο Μοναστηράκι αποτελούν σήμερα μια χειροπιαστή ανάμνηση από το αρχαίο ελληνορωμαϊκό παρελθόν της Αθήνας.

Η βιβλιοθήκη του Αδριανού ήταν ένα μεγάλο ορθογώνιο κτίριο διαστάσεων 122m x 82m. Διέθετε μεγάλη εσωτερική αυλή, γύρω από την οποία υπήρχε περιστύλιο από 100 κίονες ύψους 6,10m. Η είσοδος της βιβλιοθήκης ήταν φτιαγμένη εξολοκλήρου από μάρμαρο. Στο κτίριο υπήρχαν επίσης αναγνωστήρια και αίθουσες διαλέξεων οι οποίες μπορούσαν να φιλοξενήσουν έναν σχετικά μικρό αριθμό ακροατών.

Ενδιαφέρουσα και λεπτομερής είναι η περιγραφή της βιβλιοθήκης που δίνει ο Παυσανίας. Ο Έλληνας περιηγητής έτυχε να δει από κοντά το οικοδόμημα λίγο μετά την ολοκλήρωση της κατασκευής του. Από τη μαρτυρία του προκύπτει ότι οι αρχιτέκτονες δεν ήθελαν να αναγείρουν απλώς ένα κτίριο όπου οι Αθηναίοι θα μπορούσαν να βρίσκουν βιβλία και να διαβάζουν με την ησυχία τους. Απώτερος σκοπός ήταν η δημιουργία ενός καλαίσθητου χώρου που θα συνδύαζε την γνώση με την αναψυχή, το διάβασμα με την ξεκούραση. Σύμφωνα λοιπόν με τον Παυσανία στην εσωτερική αυλή της βιβλιοθήκης υπήρχε κήπος με τεχνητή λίμνη ή σιντριβάνι. Στους τοίχους του κτιρίου υπήρχαν κόγχες για αγάλματα ενώ τα δωμάτιά του ήταν πλούσια διακοσμημένα με ζωγραφικές παραστάσεις και επιχρυσώσεις.

Η βιβλιοθήκη του Αδριανού καταστράφηκε μαζί με ολόκληρη την Αθήνα το 267 μ.Χ από τους Έρουλους, έναν αρχαίο γερμανικό λαό. Τον 2ο αιώνα μ.Χ εγκατέλειψαν την κοιτίδα τους στην Νότια Σουηδία και τη βόρεια Δανία, αναζητώντας νέους τόπους εγκατάστασης. Στο πέρασμά τους λεηλατούσαν τα πάντα. Τον 3ο αιώνα μ.Χ οι Έρουλοι εισέβαλαν στην κεντρική και νότια Ευρώπη και τελικά, το 267 μ.Χ έφτασαν έξω από την Αθήνα. Παρά την ηρωική άμυνα των κατοίκων της η πόλη κατελήφθη από τους επιδρομείς οι οποίοι την κατέστρεψαν ολοκληρωτικά. Η βιβλιοθήκη του Αδριανού έπαψε να λειτουργεί. Το κτίριο επισκευάστηκε μερικώς το 408-410 μ.Χ από τον έπαρχο της Αθήνας Ερκούλιο, ενώ κατά την διάρκεια του ίδιου αιώνα στη θέση του κήπου και της τεχνητής λίμνης οικοδομήθηκε μια χριστιανική εκκλησία. Τα κτίσματα αυτά καταστράφηκαν τον 6ο αιώνα μ.Χ, από νέα επιδρομή, αυτή τη φορά των Σλάβων.

Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα και της Τουρκοκρατίας τα ερείπια της βιβλιοθήκης του Αδριανού υπέστησαν επιπλέον φθορές και αλλοιώσεις. Σε μια από αυτές τις καταστροφές θα γίνει λόγος παρακάτω. Μετά την επανάσταση του 1821 και την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, στον χώρο της βιβλιοθήκης λειτούργησε δημοτική αγορά. Ο κόσμος έβλεπε τους κίονες και ό,τι είχε απομείνει από τους τοίχους, καταλάβαινε την σχέση τους με την αρχαιότητα και τον Αδριανό, αλλά δεν ήταν σε θέση να ξέρει την ακριβή τους ταυτότητα. Εκείνη την περίοδο το ερειπωμένο κτίριο της βιβλιοθήκης ονομαζόταν χαρακτηριστικά «Τετράγωνο του Αδριανού» ενώ από τα μέσα του 19ου αιώνα η Αρχαιολογική Εταιρία έλαβε μέτρα για την φύλαξή του. Το 1884 η δημοτική αγορά καταστράφηκε από πυρκαγιά. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε μια καλή ευκαιρία για ανασκαφές στον χώρο της βιβλιοθήκης, οι οποίες ξεκίνησαν την επόμενη χρονιά. Την διεξαγωγή τους επέβλεψε ο Έλληνας αρχαιολόγος και φιλόλογος Στέφανος Κουμανούδης, καθηγητής της λατινικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έτσι, κατά τις ανασκαφές του 1885-1886, κατέστη τελικά δυνατή η ασφαλής ταυτοποίηση της βιβλιοθήκης του Αδριανού.

 

 

 

Παναγία Παντάνασσα: το βυζαντινό και μεσαιωνικό παρελθόν
Το βυζαντινό και μεσαιωνικό παρελθόν της Αθήνας αντιπροσωπεύεται στο Μοναστηράκι από την εκκλησία της Παναγίας της Παντάνασσας ή αλλιώς ναό κοιμήσεως της Θεοτόκου. Η ονομασία ‘Παντάνασσα’ σημαίνει ‘Βασίλισσα (άνασσα στα αρχαία ελληνικά) των πάντων’.

 

Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει συμφωνία των ειδικών σχετικά με την χρονολογία ανέγερσης του ναού. Υπολογίζεται πάντως ότι χτίστηκε κάπου μεταξύ 7ου και 12ου αιώνα μ.Χ, με πιο πιθανό τον 9ο αιώνα. Στα χρόνια της Φραγκοκρατίας, η Παναγία η Παντάνασσα ήταν ιδιόκτητος ρωμαιοκαθολικός ναός και ανήκε σε κάποιον Λατίνο ευγενή, τον Νικόλαο Μπονεφάτση. Αργότερα αποτέλεσε το Καθολικό, δηλαδή τον κεντρικό ναό, ενός ορθόδοξου γυναικείου μοναστηριού, το οποίο καταλάμβανε ολόκληρο τον χώρο της σημερινής πλατείας. Λόγω της μεγάλης του έκτασης οι κάτοικοι εκείνη την εποχή το ονόμαζαν «Μέγα Μοναστήρι».

 

Με τον καιρό όμως άρχισε να παρακμάζει, με αποτέλεσμα να καταστεί μετόχι της Μονής Καισαριανής. Στα τέλη του 17ου αιώνα η εκκλησία της Παντάνασσας ήταν πλέον ένας απλός ενοριακός ναός. Έτσι ο κόσμος άρχισε να την αποκαλεί «Μοναστηράκι». Ο χαρακτηρισμός ήταν σε χρήση το αργότερο από τις αρχές του 19ου αιώνα και σήμερα αποτελεί την ονομασία ολόκληρης της γύρω περιοχής. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821 ο ναός υπέστη μεγάλες φθορές. Αργότερα ανακαινίστηκε δύο φορές: πρώτα το 1890 και έπειτα, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Ιωάννη Κολλινιάτη, το 1911. Οι ανακαινίσεις έσωσαν την εκκλησία από την κατάρρευση, αλλοιώνοντας όμως ως ένα βαθμό την αρχική της μορφή. Ο σεισμοί του 1981 και του 1999 στην Αθήνα προκάλεσαν μεγάλες ζημιές στην Παντάνασσα, γεγονός το οποίο ανάγκασε την Αρχαιολογική Υπηρεσία να προχωρήσει το 2002 σε εργασίες στερέωσης και αποκατάστασης του οικοδομήματος.

Η εκκλησία της Παντάνασσας είναι τρίκλιτη βασιλική ενώ παρουσιάζει αρκετές ιδιορρυθμίες. Το πρώτο πράγμα που μπορεί κάποιος να παρατηρήσει βλέποντάς τον ναό είναι ότι κατά το 1/3 βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Αυτό οφείλεται στους σεισμούς και τις μεγάλες γεωλογικές μεταβολές που έχει υποστεί η περιοχή αλλά και στα διάφορα έργα που έγιναν εκεί κατά την σύγχρονη εποχή. Οι λίθοι από τους οποίους έχει χτιστεί το οικοδόμημα δεν είναι ομοιόμορφοι ενώ σε κάθε μια από τις τέσσερις γωνίες του βρίσκεται εντοιχισμένο ένα αρχαίο ελληνικό κιονόκρανο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στο εσωτερικό της εκκλησίας της Παντάνασσας υπάρχουν αγιογραφίες του μεγάλου Έλληνα λογοτέχνη και ζωγράφου Φώτη Κόντογλου, ενώ εκεί υπηρέτησε ως διάκος ο Άγιος Νεκτάριος της Αίγινας, το 1881-1885.

 

 

 

Τζαμί του Τζισταράκη: το οθωμανικό παρελθόν
Ένα παλιό τζαμί που δεσπόζει στην πλατεία Μοναστηρακίου είναι ο συνδετικός κρίκος του σήμερα με το οθωμανικό παρελθόν της Αθήνας. Η τουρκική επιγραφή που βρίσκεται στο επάνω τμήμα της εισόδου του μας δίνει πληροφορίες για το πότε και από ποιον χτίστηκε. Το τζαμί ιδρύθηκε το 1759 από τον Μουσταφά Αγά Τζισταράκη ή Τζισδαράκη, ο οποίος εκείνη την περίοδο ήταν βοεβόδας της Αθήνας. Ο σλαβικός αυτός τίτλος χρησιμοποιείτο για τους διοικητές των ευρωπαϊκών επαρχιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το τέμενος έμεινε γνωστό ως «τζαμί του Τζισταράκη», «τζαμί του κάτω παζαριού» ή «τζαμί του κάτω σιντριβανιού». Η τελευταία ονομασία οφείλεται στο ότι εκεί κοντά βρισκόταν ένα σιντριβάνι, τροφοδοτούμενο από τον Ηριδανό ποταμό.

Το «Ανθίμου Χρονικόν» είναι ένα παλιό χρονογραφικό έργο το οποίο περιγράφει την ιστορία της Αθήνας μέχρι το 1800. Εκεί αναφέρεται και κάποιο αρκετά περίεργο περιστατικό σχετικά με το τζαμί του Τζισταράκη. Ο βοεβόδας της Αθήνας θέλησε να παρασκευάσει ασβέστη εκλεκτής ποιότητας για το τζαμί που έχτιζε. Έτσι έδωσε διαταγή να ανατιναχθεί με πυρίτιδα ένας από τους κίονες της παρακείμενης βιβλιοθήκης του Αδριανού, πράγμα το οποίο και έγινε. Τα συντρίμμια της αρχαίας κολώνας έδωσαν αρκετό ασβεστοκονίαμα για όλο το τζαμί. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή ο Τζισταράκης δεν γκρέμισε κάποιον κίονα της βιβλιοθήκης αλλά έναν από τους περίφημους στύλους του Ολυμπίου Διός. Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει.

Όπως και να έχει η κίνηση αυτή δεν του βγήκε σε καλό. Η οθωμανική νομοθεσία απαγόρευε την καταστροφή αρχαίων οικοδομημάτων που αποτελούσαν ιδιοκτησία του σουλτάνου. Μια ατυχής συγκυρία επιδείνωσε ακόμα περισσότερο τη θέση του Τζισταράκη. Λίγο καιρό μετά την καταστροφή του κίονα, ξέσπασε στην Αθήνα επιδημία πανώλης. Οι δεισιδαίμονες κάτοικοι εκείνης της εποχής πίστευαν ότι κάθε καταστροφή αρχαίων μνημείων, ως βέβηλη πράξη, έφερνε μεγάλες κατάρες στην πόλη. Έτσι συνέδεσαν το γκρέμισμα της κολώνας από τον Τζισταράκη με την πανώλη.

Ο πασάς του Ευρίπου, στην δικαιοδοσία του οποίο υπαγόταν διοικητικά η Αθήνα, έγινε έξω φρενών με αυτές τις εξελίξεις. Απελπισμένος ο βοεβόδας, θέλησε να εξευμενίσει τον ανώτερό του δωροδοκώντας τον με 8.000 γρόσια σε 16 πουγκιά. Οι προσπάθειές του όμως ήταν καταδικασμένες. Ο πασάς του Ευρίπου επέβαλε βαρύ πρόστιμο στον Τζισταράκη, τον καθαίρεσε και τον εκτόπισε από την Αθήνα.

 

Κατά την διάρκεια της επανάστασης του 1821, το τζαμί χρησιμοποιήθηκε ως τόπος συνεδριάσεων των τοπικών δημογερόντων. Η έλευση του βασιλιά Όθωνα, μετά την απελευθέρωση, άλλαξε για πάντα την φυσιογνωμία της Αθήνας. Οι Βαυαροί, προσκολλημένοι στον κλασικισμό του 19ου αιώνα, θέλησαν να αναδείξουν πάση θυσία τον αρχαιοελληνικό χαρακτήρα της πόλης και να σβήσουν οτιδήποτε θύμιζε το οθωμανικό παρελθόν της. Έτσι αποφάσισαν να κατεδαφίσουν όλα τα τζαμιά της Αθήνας, αλλά και κάποιες ορθόδοξες εκκλησίες. Το τζαμί του Τζισταράκη είναι ένα από τα δύο τζαμιά που άφησαν όρθια οι Βαυαροί. Το άλλο είναι το Φετιχιέ τζαμί, στον περίβολο της Ρωμαϊκής Αγοράς. Αξίζει να σημειωθεί ότι τον Μάρτιο του 1834, στο τέμενος του Τζισταράκη διοργανώθηκε χορός προς τιμήν του Όθωνα.

 

Το νεοσύστατο ελληνικό κράτος χρησιμοποίησε για διάφορους σκοπούς το τζαμί στο Μοναστηράκι: άλλοτε ως αποθήκη, άλλοτε ως φυλακή ενώ για ένα διάστημα στέγαζε τους κοιτώνες της στρατιωτικής μπάντας. Το 1915 το κτίριο αναστηλώθηκε και επισκευάστηκε από τον αρχιτέκτονα Αναστάσιο Ορλάνδο. Τρία χρόνια αργότερα ιδρύθηκε το Μουσείο Ελληνικών Χειροτεχνημάτων, το οποίο μέχρι το 1973 στεγαζόταν στο τζαμί του Τζισταράκη. Από το 1975 ο χώρος λειτουργεί ως παράρτημα του Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, και σήμερα φιλοξενεί μια πλούσια έκθεση νεοελληνικής κεραμικής. Το 1981 έγιναν εκ νέου επισκευές στο τζαμί, λόγω των ζημιών που προκλήθηκαν από τον σεισμό της ίδιας χρονιάς στην Αθήνα.

Η μόνη περίσταση κατά την οποία το τζαμί του Τζισταράκη χρησιμοποιήθηκε για θρησκευτικούς λόγους, μετά την απελευθέρωση από τους Οθωμανούς, ήταν το 1966. Εκείνη την χρονιά το τέμενος ανακαινίστηκε προκειμένου να προσευχηθεί εκεί ο Ιμπν Σαούντ, έκπτωτος βασιλιάς της Σαουδικής Αραβίας, που βρισκόταν εξόριστος στην Ελλάδα.