Της Ζωής Τόλη

Στο «Από Μηχανής θέατρο» παρακολουθήσαμε το «Πάρτυ Γενεθλίων», το εμβληματικό πολιτικοκοινωνικό έργο του δραματουργού Χάρολντ Πίντερ, σε διασκευή και σκηνοθεσία Δημοσθένη Παπαδόπουλου, μ’ ένα δυνατό θίασο, και αποζημιωθήκαμε πλήρως, γιατί απολαύσαμε μια άρτια και ευχάριστη θεατρική δουλειά.

Η καλοδουλεμένη αυτή παράσταση μας παρέσυρε στο βαθύ και εσωτερικό της τοπίο με κυρίαρχα στοιχεία την αλληγορία, τον τρόμο, την υπαινικτικότητα και το ανεξήγητο.

 

Το έργο ο Πίντερ το έγραψε νέος, 27 ετών, και το 1958 όταν πρωτοπαίχτηκε αποδοκιμάστηκε ολοκληρωτικά. Το «Πάρτυ Γενεθλίων» είναι εν μέρει μια αντίδραση στις θεατρικές τάσεις της περιόδου, επιδεικνύοντας πολλά χαρακτηριστικά του θεάτρου του παραλόγου.

 

Η υπόθεση είναι ότι σε μια παρακμασμένη παραθαλάσσια πανσιόν κρύβεται σχεδόν ένα χρόνο ο Στάνλεϊ, ένας νεαρός, μάλλον πρώην πιανίστας, ο οποίος δείχνει να απολαμβάνει τις υπηρεσίες των ιδιοκτητών Πιτ και Μεγκ. Ξαφνικά δύο άνδρες καταφθάνουν στην πανσιόν, μετατρέπουν τη φαινομενική ισορροπία σε χάος, παγιδεύουν τον Στάνλεϊ μέσα σ’ ένα πλέγμα καταιγιστικών ερωτήσεων και στο τέλος με ψυχρή βία τον απάγουν. Το κίνητρο δίδεται όταν του οργανώνουν ένα πάρτι γενεθλίων με πρωτοβουλία της Μεγκ. Ένα υποτιθέμενο αθώο πάρτι εξελίσσεται σε καφκικό εφιάλτη, καθώς το κλίμα φορτίζεται με απειλές και το μυστήριο για την Ενοχή του Στάνλεϊ αυξάνεται.

 

Τον Στάνλεϊ υποδύεται ο πολύ καλός Άκης Βλουτής, ο οποίος ειδικά στις δύο τελευταίες σκηνές είναι εξαιρετικός, απογειώνει το χαρακτήρα, γιατί πετυχαίνει με τα κενά λόγου και τις σιωπές να στηρίξει δραματουργικά το θεατρικό εγχείρημα, προσδίδοντας την απαραίτητη ένταση και τραγικότητα. Επίσης με υποκριτική ικανότητα και ειλικρίνεια υπηρετεί τον ασφυκτικό κλοιό που δημιουργείται μέσα από το δαιμονικό παιχνίδι της τυφλόμυγας -ίσως το δυνατότερο στοιχείο του μύθου-, αναπτύσσει συναισθήματα οργής και μανίας και καταρρέει έχοντας απολέσει τη δύναμη του ανθρώπινου μυαλού και τη συνειδησιακή του διαύγεια. Τα τελευταία αποτελούν και κομμάτι του πυρήνα του πιντερικού σκεπτικού και ενδιαφέροντος.

 

Η απαγωγή του Στάνλεϊ μπορεί να αποτελεί αλληγορία για επανένταξη του ατόμου στον κοινωνικό ιστό ή να συμβολίζει τη θνητότητα που καταγγελτικά μας οδηγεί στο αμετάκλητο του θανάτου. Ο θεατής βέβαια μπορεί να βρει πολλές άλλες εκδοχές ερμηνείας, αφού τα πιντερικά έργα προσφέρονται αφειδώς γι’ αυτό το σκοπό. Η αντίδραση του Στάνλεϊ στους βασανιστές του κατοχυρώνει την κοσμοθεωρία του Πίντερ που δεν είναι άλλη από την απεριόριστη αγάπη για την ελευθερία και αυτοδιάθεση του ατόμου.

 

Βλέπουμε ένα χαρακτήρα να αντιστέκεται στην εξουσία ή να αρνείται πεισματικά την υποταγή -ενώ στην αρχή του έργου έδινε την εικόνα του παραιτημένου-, παρότι ο περίγυρος Μεγκ, Λούλου και Πιτ αγνοούν ή παριστάνουν ότι αγνοούν την οριακή διαμορφωμένη κατάσταση.

 

Η φανταστική και άκρως ενδιαφέρουσα σκηνικά Μίνα Αδαμάκη ενσαρκώνει τη Μεγκ, μια νοικοκυρά δέσμια σ’ έναν προβληματικό γάμο, ανεκτική, αφελή, κολλημένη σ’ ένα νοσηρό ένδοξο παρελθόν, η οποία γεμίζει όλη τη σκηνή με το ταμπεραμέντο, τη γλύκα, τη χάρη και τη φιλαρέσκειά της. Ερμηνεύει συναρπαστικά μια γυναίκα-σίφουνα με τον ιδιαίτερο βηματισμό της, τη ναζιάρικη φωνή και το έκπληκτο ύφος της. Ζει και αναπνέει για τον Στάνλεϊ, στον οποίο έχει μεγάλη αδυναμία γι’ αυτό και τον αποκαλεί «παιδί». Αυτή η ιδιότυπη σχέση έχει μητρικά και ερωτικά στοιχεία και τη βοηθά να καλύψει τα προσωπικά της κενά. Η Μίνα Αδαμάκη στο δραματικό αυτό ρόλο αποδεικνύει το μεγάλο ταλέντο της θεατρίνας με την ευρεία γκάμα στην ερμηνεία.

 

Ο Αλέξης Μούκανος-Γκόλντμεργκ  και ο Γιώργος Κοψιδάς-Μακ Καν παίζουν τους δύο ξένους και συμβολίζουν ο πρώτος το μυαλό και ο δεύτερος το σώμα που εκτελεί. Η σκηνική τους παρουσία έντονη και νευραλγική, η γλώσσα κυνική, πυροδοτούν τη δράση προσφέροντας στη δομή του έργου εξαιρετική πυκνότητα.

 

Ο Φώτης Αρμένης παίζει τον Πιτ, έναν άβουλο βαρετό μικροαστό, ο οποίος όμως αντιδρά λέγοντας στον Στάνλεϊ: «Μην αφήσεις να σε κουμαντάρουν», όταν οι άλλοι σιωπούν.

Η Δήμητρα Κόκκορη ενσαρκώνει τη Λούλου. μια νεαρή όμορφη γειτόνισσα της Μεγκ και του Πιτ, η οποία, ταυτισμένη με το ρόλο, γεμίζει τη σκηνή με θετική ενέργεια, φρεσκάδα και φωτεινότητα. Αυθεντική, άνετη και ταλαντούχα, η νεαρή ηθοποιός με ισχυρή σκηνική παρουσία συνεισφέρει με το υποκριτικό της εκτόπισμα στο δραματικό πυρήνα του θεατρικού και δείχνει πως έχει μέλλον η πορεία της στο χώρο.

 

Το ότι οι ήρωες συχνά παύουν να μιλούν μένοντας στη σιωπή είναι ενδεικτικό στο έργο του Πίντερ και δείχνει πως ο λόγος δεν είναι μόνο αυτό που εκφωνείται αλλά αυτό που δεν τολμά να λεχθεί, δηλαδή το άφατο και το οριακό. Αυτό φαίνεται ειδικά όταν ο Στάνλεϊ είναι καθισμένος στο αναπηρικό καρότσι. Η δράση επομένως δεν καταστέλλεται, αντίθετα επαναπροσδιορίζεται. Τα έργα του συγγραφέα εξάλλου διακρίνονται για τη χρήση σιωπής, την αυξανόμενη ένταση και τη συγκρατημένη και αινιγματική μικρή σε έκταση συζήτηση.

 

Σκηνικά – κουστούμια και φωτισμοί ικανοποιητικά. Η σκηνοθεσία του Δημοσθένη Παπαδόπουλου ατμοσφαιρική, στέρεη, δημιουργική, απέδωσε το κείμενο του δραματουργού Πίντερ με άριστο τρόπο.

Αξίζει να τη δει κάποιος αυτή την παράσταση με τις συναρπαστικές ερμηνείες.