Της Μαρίνας Κουρμπέλα (marinakourbela@gmail.com)

Η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης του κτηριακού δυναμικού της Ευρώπης είναι καίριας σημασίας για την επίτευξη το 2020 των στόχων μείωσης των εκπομπών και ενεργειακής απόδοσης στην Ε.Ε., τονίζει η Επιτροπή.

Θα συμβάλει, επίσης, στην επίτευξη των μακροπρόθεσμων στόχων που καθορίζονται στο πλαίσιο πολιτικής για το κλίμα και την ενέργεια την περίοδο από το 2020 έως το 2030 και στο χάρτη πορείας για μια οικονομία με χαμηλές ανθρακούχες εκπομπές για το 2050. Σημειώνεται, πως για να επιτευχθεί ο στόχος για το 2050, πρέπει από κοινού ο τομέας της κατοικίας και ο τριτογενής τομέας να μειώσουν τις εκπομπές CO2 κατά 88% έως 91% (σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990).

 

Σήμερα, σχεδόν το 40% της τελικής ενεργειακής κατανάλωσης και το 36% των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου προέρχονται από κατοικίες, γραφεία, καταστήματα και άλλα κτήρια.

Η οδηγία για την ενεργειακή απόδοση των κτηρίων είναι η κύρια νομοθετική πράξη σε επίπεδο Ε.Ε. για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των κτηρίων. Με βάση την προηγούμενη οδηγία 2002/91/ΕΚ, τα κράτη-μέλη έπρεπε να καθορίσουν ελάχιστες απαιτήσεις ενεργειακής απόδοσης για τα νέα και τα υπάρχοντα κτήρια.

 

Ωστόσο, ο καθορισμός των απαιτήσεων αυτών διέφερε ανά την Ε.Ε. Πολλά κράτη-μέλη δεν αξιολόγησαν τις δυνατότητες εξοικονόμησης ενέργειας με σύγκριση του κόστους ώστε να προσδιορίσουν τα βέλτιστα επίπεδα των διαφόρων απαιτήσεων ενεργειακής απόδοσης. Καθώς δεν υπολογίστηκαν βέλτιστα από πλευράς κόστους επίπεδα, δεν κατέστησαν σαφώς γνωστές οι δυνατότητες οικονομικά αποδοτικής εξοικονόμησης ενέργειας.

 

Επιπλέον, ήταν δύσκολο να γίνουν διασυνοριακές συγκρίσεις του τρόπου με τον οποίο τα κράτη-μέλη σημείωσαν πρόοδο. Αυτό οφείλεται στις διαφορετικές εθνικές και περιφερειακές προσεγγίσεις και στη χρήση διαφορετικών παραμέτρων.

 

dikastriai

 

Μηχανισμός συγκριτικής αξιολόγησης μεθόδων

Οι νομοθέτες της Ε.Ε. αποφάσισαν να δημιουργήσουν με βάση την οδηγία έναν μηχανισμό συγκριτικής αξιολόγησης για τον υπολογισμό του βέλτιστου από πλευράς κόστους επιπέδου των απαιτήσεων ενεργειακής απόδοσης των νέων και των υπαρχόντων κτηρίων, τόσο των κτηρίων κατοικίας (μονοκατοικιών και διαμερισμάτων) όσο και άλλου είδους (γραφείων, εκπαιδευτηρίων, νοσοκομείων κ.λπ.).

 

Αυτός ο μηχανισμός συγκριτικής αξιολόγησης δείχνει πότε τα κράτη-μέλη καθορίζουν απαιτήσεις απόδοσης κατώτερες των βέλτιστων από πλευράς κόστους επιπέδων, γεγονός που σημαίνει ότι υπάρχουν αναξιοποίητες δυνατότητες εξοικονόμησης ενέργειας οικονομικά αποδοτικής στο εθνικό κτηριακό δυναμικό.

 

Ο μηχανισμός συγκριτικής αξιολόγησης βασίζεται σε μεθοδολογικό πλαίσιο που επιτρέπει τη σύγκριση των μέτρων ενεργειακής απόδοσης, των μέτρων για τη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και διαφόρων συνδυασμών αυτών των μέτρων. Η μέθοδος βασίζεται στην απόδοση και το κόστος της πρωτογενούς ενέργειας και συνεκτιμά την υπολογιζόμενη διάρκεια ζωής των κτηρίων.

 

Το πλαίσιο αυτό επιτρέπει στην Επιτροπή να μετρήσει την πρόοδο που σημειώνουν τα κράτη-μέλη στην επίτευξη βέλτιστων από πλευράς κόστους επιπέδων των ελάχιστων απαιτήσεων απόδοσης.

Η πρόοδος των κρατών-μελών στην εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας σχετικά με τα βέλτιστα από πλευράς κόστους επίπεδα των ελάχιστων απαιτήσεων ενεργειακής απόδοσης ελήφθη υπόψη στις προϋποθέσεις αξιολόγησης στο πλαίσιο των Ευρωπαϊκών Διαρθρωτικών και Επενδυτικών Ταμείων για την ενεργειακή απόδοση των υποδομών, των δημόσιων κτηρίων και των κατοικιών. Τα βέλτιστα από πλευράς κόστους κριτήρια αναφοράς χρησιμοποιούνται επίσης από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων για την αξιολόγηση της αναμενόμενης αποδοτικότητας των επενδύσεων στα έργα και προγράμματα ανακαίνισης και εκσυγχρονισμού κτηρίων.

 

euroscola2

 

 

Τι είναι η βελτιστοποίηση του κόστους

Το βέλτιστο από πλευράς κόστους επίπεδο ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 14 της οδηγίας. Είναι η ενεργειακή απόδοση (σε kWh/m2 πρωτογενούς ενέργειας) που έχει αποτέλεσμα το χαμηλότερο κόστος κατά την εκτιμώμενη διάρκεια ζωής ενός κτηρίου (30 έτη για τις κατοικίες και 20 έτη για άλλου είδους κτήρια). Οι υπολογισμοί του κόστους (σε καθαρή παρούσα αξία) περιλαμβάνουν τις επενδύσεις στην ενεργειακή απόδοση και τα μέτρα για την ανανεώσιμη ενέργεια, το κόστος συντήρησης και λειτουργίας, το κόστος της ενέργειας, τα κέρδη από την παραχθείσα ενέργεια και το κόστος διάθεσης (κόστος κατεδάφισης στο τέλος της διάρκειας ζωής ενός κτηρίου).

 

Το βέλτιστο από άποψη κόστους μεθοδολογικό πλαίσιο βασίζεται σε συμβατικό πλαίσιο ανάλυσης κόστους-οφέλους. Το βέλτιστο από άποψη κόστους μεθοδολογικό πλαίσιο πρέπει να νοείται ως εργαλείο που βοηθά τα κράτη-μέλη να καθορίσουν και να ελέγχουν τις ελάχιστες απαιτήσεις ενεργειακής απόδοσης των κτηρίων, λαμβάνοντας υπόψη τις εξελίξεις στην αγορά και την τεχνολογική πρόοδο. Καθορίζει αρχές για τη σύγκριση των μέτρων ενεργειακής απόδοσης, των μέτρων που ενσωματώνουν ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και των συνδυασμών αυτών των μέτρων.

 

Η χρήση του μεθοδολογικού πλαισίου βέλτιστου κόστους συμβάλλει στην καθιέρωση ελάχιστων απαιτήσεων απόδοσης για τα νέα και τα υπάρχοντα κτήρια και δομικά στοιχεία (π.χ. τοίχους, στέγες, παράθυρα κ.λπ.) σύμφωνα με τις τεχνικές και τις οικονομικές δυνατότητες εξοικονόμησης ενέργειας και τις εθνικές και περιφερειακές συνθήκες. Επιπλέον, επιτρέπει τον καθορισμό επιπέδων απόδοσης, αποδοτικών ως προς το κόστος για τα νοικοκυριά και τους επενδυτές.

 

Συνεπώς, τα κράτη-μέλη δεν θα καθορίσουν απαιτήσεις υπερβολικά ελαστικές ώστε να εμποδίζουν την επίτευξη εξοικονόμησης ενέργειας. Πέραν τούτου, οι συμμετέχοντες στην αγορά γνωρίζουν ποια είναι τα αποδοτικότερα από άποψη κόστους μέτρα και δέσμες ενεργειακής απόδοσης και ανανεώσιμης ενέργειας για τα νέα και τα υπάρχοντα κτήρια και για την αντικατάσταση μεμονωμένων δομικών στοιχείων. 

 

Υποβολή υπολογισμών βέλτιστου κόστους

Όλα τα κράτη-μέλη, πλην της Ελλάδας, έχουν υποβάλει υπολογισμούς βέλτιστου κόστους. Στις περισσότερες περιπτώσεις, εκπληρώθηκαν οι απαιτήσεις τόσο της οδηγίας για την ενεργειακή απόδοση των κτηρίων όσο και του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού σχετικά με το μεθοδολογικό πλαίσιο. Η Επιτροπή παρακολουθεί κατά περίπτωση τις υπόλοιπες περιπτώσεις.

 

Οπως αναφέρει, δε, οι υπολογισμοί του βέλτιστου κόστους έδειξαν ότι υπάρχουν ακόμη σημαντικές δυνατότητες για οικονομικά αποδοτική εξοικονόμηση ενέργειας η οποία μπορεί να επιτευχθεί εάν γεφυρωθεί η διαφορά μεταξύ των υφιστάμενων ελάχιστων απαιτήσεων και των βέλτιστων από πλευράς κόστους επιπέδων.

 

Πηγή: Blog:marina anastas.kourbela