Του Παύλου Μεθενίτη

Οι εικόνες κάποιων μαχητικών αγροτών να ξυλοφορτώνουν με τις γκλίτσες τους, ή τις κατσούνες, όπως τις λένε στην Κρήτη, τα ΜΑΤ, με έβαλαν σε σκέψεις. Εκ πρώτης όψεως, δεν έχω πρόβλημα. Οι ροπαλοφόροι της Αστυνομίας, έχουν ως επάγγελμα να δέρνουν όποιον σηκώνει κεφάλι.
Οπότε, το να φάνε κι αυτοί κάποια στιγμή λίγο βρομόξυλο, σαν επιστροφή από την κοινωνία μέρους της βίας που οι ίδιοι έχουν αφειδώς προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο, δεν πειράζει, και είναι βέβαια μέσα στους επαγγελματικούς κινδύνους – εάν ρίχνεις ξύλο, θα φας κι εσύ, φυσικός νόμος. Χώρια που σκληραγωγούνται κιόλας.

Όλα αυτά εκ πρώτης όψεως. Εκ δευτέρας, προβληματίστηκα: και ποιοι είναι αυτοί που δέρνουν τους μπάτσους;

Μα, είναι οι αγρότες, θα μου απαντήσουν όλοι. Είναι αυτοί που παράγουν την τροφή, είναι αυτοί που μοχθούν με τον καύσωνα και το χιόνι, είναι αυτοί που ζουν κοντά στη γη, που έχουν ζυμωθεί με την τραχύτητα και τη σοφία της. Είναι αυτοί που πλήττονται από το σχέδιο νόμου που θέλει να επιβάλει ο Τσίπρας, είναι αυτοί που κρατούν την ύπαιθρο, την Ελλάδα ζωντανή.

 

Οκέι – οι αγρότες είναι όλα αυτά, σύμφωνοι. Όμως, αυτά τα καθίκια στη Μανωλάδα που πυροβολούσαν τους δούλους τους από το Μπαγκλαντές, όταν οι εξαθλιωμένοι εργάτες γης τόλμησαν να ζητήσουν τα μεροκάματά τους, τί ήταν; Όλοι αυτοί, και όχι μόνο οι μεγαλοτσιφλικάδες, που χρησιμοποιούν ξένους εργάτες, ανασφάλιστους, στα χωράφια τους δίνοντάς τους ένα ξεροκόμματο, όταν οι ίδιοι κάθονται και τεμπελιάζουν στις καφετέριες, τί είναι;

 

Όλοι αυτοί που ξερίζωσαν τις αιωνόβιες ελιές τους για να πάρουν, οι ξεφτιλισμένοι, οι εγκληματίες, την ευρωπαϊκή επιδότηση, για να τη φάνε με τις πουτάνες στα κωλάδικα, τί είναι;

 

Όλοι αυτοί που ουρλιάζουν για τις ασφαλιστικές εισφορές που καλούνται να πληρώσουν, που δαιμονίζονται όταν καλούνται να φορολογηθούν όπως όλοι οι Ελληνες πολίτες, όταν έχουν μασήσει εκατομμύρια από τις επιδοτήσεις χρόνια τώρα, αγοράζοντας τη μια μερσεντές και τη μια μπεμβέ μετά την άλλη, τί είναι;

 

Όλοι αυτοί που εδώ και δεκαετίες έχουν πνίξει τις καλλιέργειές τους στα φυτοφάρμακα, για να έχουν περισσότερη σοδειά, ώστε να κονομάνε περισσότερο, τί είναι; Όλοι αυτοί που δεν έχουν κόψει ούτε μία απόδειξη στη ζωή τους, όταν πουλάνε τα προϊόντα τους, και σε κοιτάνε και στραβά όταν τους τη ζητάς, τί είναι; Όλοι αυτοί που ανακατεύουν τα ροδάκινα με πέτρες, για να κονομήσουν περισσότερα από την απόσυρση των φρούτων, πριν τα ρίξουν στη χωματερή, τί είναι;

 

Όλοι αυτοί που έχουν στηρίξει με τις ψήφους τους λόχους ολόκληρους από αφέντες, από μαυρογιαλούρους της πολιτικής, με αντάλλαγμα διορισμούς, όλοι αυτοί που διαιωνίζουν εδώ και δεκαετίες, για να μην πω αιώνες, το σάπιο πελατειακό σύστημα της πολιτικής, τί είναι; Όλοι αυτοί που κάνουν τα αφεντικά στους δούλους τους, ενώ την ίδια στιγμή καθαρίζουν τα παπούτσια των κοτζαμπάσηδων του τόπου τους με τη γλώσσα, τί είναι;

 

Όλοι αυτοί που συντηρούν με τα αφορολόγητα, μαύρα λεφτά τους το επονείδιστο τράφικινγκ αλλοδαπών γυναικών στα πανάθλια κωλάδικα της επαρχίας, τί είναι; Όλοι αυτοί οι απατεώνες που μοσχοπουλούν βουλγάρικο μέλι, αιγυπτιακές φακές και σκοπιανά γιδοπρόβατα για ντόπια, τί είναι; Όλοι αυτοί που πλακώνουν τα αμνοερίφια, τις γελάδες και τα κοτόπουλα στα φάρμακα, για να έχουνε μεγαλύτερη παραγωγή κρέατος, γάλακτος και αβγών, τί είναι;

 

Όλοι αυτοί που έχουν εξαντλήσει τον υδροφόρο ορίζοντα σε τόσα σημεία της Ελλάδας, από το υπερβολικό πότισμα, τί είναι; Όλοι αυτοί που χύνουν το γάλα στα μπλόκα, τί είναι;

Άντε, για να το μαζεύουμε το πράγμα: βλέποντας αυτές τις σκηνές με τα τρακτέρια που εισβάλλουν στη πόλη, με τους αγροτόμαγκες που πετάνε ντομάτες και οργώνουν την Αττική Οδό, σκέφτομαι ότι δεν είμαι με κανέναν. Με κανέναν, ρε! Ούτε με τους μπάτσους, ούτε με τους αγρότες.