Της Αλεξάνδρας Αλεξανδρίδου*

Την Τετάρτη ο Ειδικός Απεσταλμένος του ΟΗΕ για τη Συρία Steffan de Mistura ανακοίνωσε το πάγωμα των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων για τρεις εβδομάδες, ως αποτέλεσμα των επιθέσεων του καθεστώτος Άσσαντ εναντίον των αντικαθεστωτικών ομάδων στην πόλη του Aleppo, η οποία έχει ξαναπεράσει υπό τον έλεγχο του καθεστώτος, λόγω και των αεροπορικών επιθέσεων που εξαπολύει η Ρωσία στο πλευρό του Άσσαντ.
Οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις είχαν προγραμματιστεί να ξεκινήσουν υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών στη Γενεύη στις 25 Ιανουαρίου, πράγμα που ποτέ δεν έγινε καθώς υπήρχαν διχογνωμίες ως προς το ποιοι θα έπρεπε να κληθούν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Από τη μία, οι αντιστασιακές φατρίες ζητούσαν από τον Άσσαντ να σταματήσει τις πολιορκίες, τους βομβαρδισμούς εναντίον πολιτών, τη χρήση χημικών όπλων και να ελευθερώσει αιχμαλώτους, προκειμένου να συζητήσουν μαζί του, ενώ Ρωσία, Σαουδική Αραβία και Τουρκία διαφωνούσαν ως προς το ποιες ομάδες αντικαθεστωτικών θα έπρεπε να λάβουν μέρος στις διαπραγματεύσεις, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την αντίρρηση της Τουρκίας στην παρουσία ομάδων Κούρδων.

 

Καθοριστικό ρόλο στην προσέγγιση των αντιμαχόμενων πλευρών έπαιξε ο Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών John Kerry, ο οποίος προσπάθησε να διασφαλίσει την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη παρουσία αντικαθεστωτικών φατριών στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.

Η πορεία των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων είχε δρομολογηθεί ήδη από το Νοέμβριο του 2015 στη Βιέννη, όπου οι εγγυήτριες της ειρήνης στη Συρία δυνάμεις, μεταξύ των οποίων οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Τουρκία, το Ιράν και η Σαουδική Αραβία, είχαν προτείνει τη σταδιακή απομάκρυνση του Άσσαντ από την εξουσία και την αλλαγή καθεστώτος μέσα σε διάστημα 18 μηνών, την παύση των εχθροπραξιών, τη διεξαγωγή εκλογών και την ψήφιση νέου συντάγματος.

 

Ο Άσσαντ φυσικά κατέστησε σαφές ότι από τη μεριά του δεν τίθετο θέμα αποχώρησης του από την εξουσία, ενώ συνέχιζε τις βιαιοπραγίες. Από την άλλη μεριά, οι αντιστασιακές ομάδες εμφανίζονταν τόσο διαιρεμένες και χωρίς ένα συνεκτικό εναλλακτικό πρόγραμμα έναντι του Άσσαντ, ενώ η πρόσφατη αντιπαράθεση που γεννήθηκε μεταξύ Ιράν και Σαουδικής Αραβίας φανέρωσε τις βλέψεις των δύο χωρών να ισχυροποιήσουν τα δικά τους συμφέροντα στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, παρά να συνεισφέρουν στη σταθεροποίηση της κατάστασης στη Συρία.

Αλλά και από πλευράς ΗΠΑ και Ρωσίας, η προώθηση των διαπραγματεύσεων αποσκοπεί περισσότερο στην επαναπροσέγγιση μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων μετά τη ρήξη που είχε επέλθει μεταξύ τους σχετικά με την Ουκρανία, παρά στην ειλικρινή επιθυμία τους για οριστικό τερματισμό του πολέμου. Παρόλο που οι δύο χώρες υποστηρίζουν διαφορετικά στρατόπεδα στη συριακή εμφύλια σύγκρουση, οι ΗΠΑ ποτέ δε θεωρούσαν ότι έχουν ζωτικά ίδια συμφέροντα στη Συρία, για αυτό το λόγο άλλωστε δεν εμπλέκονταν μέχρι τώρα.

 

3 συρια

Από την άλλη, η Ρωσία έχοντας λάβει ξεκάθαρη θέση υπέρ του Άσσαντ, ακόμη και αν αυτό αποβαίνει εις βάρος της διεθνούς της εικόνας, θέλει να στείλει το μήνυμα στις χώρες τις περιοχής ότι στέκεται στο πλευρό των συμμάχων της με κάθε κόστος, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ που τους εγκαταλείπουν όταν αλλάζουν τα συμφέροντά τους, όπως για παράδειγμα συνέβη με την πτώση του Καντάφι στη Λιβύη.

Με τον τρόπο αυτό η Ρωσία αποσκοπεί στο να πάρει υπό την προστασία της κάποιες από τις μικρότερες δυνάμεις της Μέσης Ανατολής, που παραδοσιακά ήταν φίλα προσκείμενες προς τις ΗΠΑ. Παρ’ όλους τους ανταγωνισμούς ΗΠΑ-Ρωσίας στη Μέση Ανατολή, τα συμφέροντά τους στην περιοχή δεν είναι αντιδιαμετρικά αντίθετα, πράγμα που αφήνει το περιθώριο καλυτέρευσης των μεταξύ τους σχέσεων προωθώντας την ειρήνη στη Συρία.

 

Οι παραπάνω εξελίξεις και τα παιχνίδια συμφερόντων μεταξύ των τρίτων χωρών, όπως είναι φυσικό, οδήγησαν σε αδιέξοδο την πορεία των διαπραγματεύσεων υπό τον ΟΗΕ, οι οποίες ωστόσο δε θα πρέπει σε καμία περίπτωση να εγκαταλειφθούν ολοσχερώς. Κάτι τέτοιο θα έδινε την εντύπωση ότι δεν υπάρχει καμία εναλλακτική στη διαιώνιση του πολέμου, ενώ θα αποτελούσε ηθική νίκη για το Ισλαμικό Κράτος που θα έβλεπε τους εχθρούς του διαιρεμένους και ανίκανους να το αντιμετωπίσουν συλλογικά. Υπάρχουν όμως και ανθρωπιστικοί λόγοι για τους οποίους η συνέχιση των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων είναι επιβεβλημένη, ώστε με την παύση των εχθροπραξιών να μπορεί η ανθρωπιστική βοήθεια των Ηνωμένων Εθνών να φθάνει ανενόχλητη στις πληγείσες από τον πόλεμο περιοχές.

 

Επιπλέον, είναι γνωστό ότι οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις είναι μία μακροχρόνια διαδικασία, τα αποτελέσματα της οποίας φαίνονται σε βάθος χρόνου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίπτωση της Κύπρου, όπου οι ειρηνευτικές δυνάμεις του ΟΗΕ μετρούν πάνω από πενήντα χρόνια συνεχούς παρουσίας. Μόλις φέτος έχει αρχίσει να διαφαίνεται μία επαναπροσέγγιση της ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής πλευράς ως προς την επίλυση της μεταξύ τους έριδας, γεγονός που καταδεικνύει ότι η διαμεσολάβηση από πλευράς ΟΗΕ δε θα πρέπει να αποθαρρύνεται, όσο δύσκολη και αδιέξοδη και αν φαίνεται.

 

Αλλά και στην περίπτωση που ο Άσσαντ κατέβει από την εξουσία, ο ρόλος του ΟΗΕ θα είναι κομβικός για τη διατήρηση της ομαλότητας στο εσωτερικό της Συρίας, καθώς οι αντικαθεστωτικές φατρίες θα αντιμάχονται η μία την άλλη για την αναρρίχηση στην εξουσία. Ο ΟΗΕ έχει αποδείξει ότι μπορεί να διαχειριστεί κατάλληλα ανάλογες καταστάσεις, όπως συνέβη με τη Σομαλία, όπου κατάφερε σταδιακά να μειώσει τις βιαιοπραγίες μεταξύ των αντιμαχόμενων πολιτικών ομάδων.

 

Παρόλο λοιπόν που οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις στη Γενεύη φαίνονται καταδικασμένες να αποτύχουν, καθώς η μία αναβολή διαδέχεται την άλλη και καμία πλευρά δε φαίνεται σίγουρη για το τι θέλει να αποσπάσει από το διαπραγματευτικό παζάρι, σε καμία περίπτωση δε θα πρέπει να αντιμετωπιστούν ως αυτοσκοπός που δεν επετεύχθη, αλλά ως η αρχή στην επίπονη προσπάθεια τερματισμού ενός πολέμου που μετρά ήδη πέντε χρόνια.

* Διεθνολόγος