Η δημιουργός του θρυλικού βερολινέζικου Fofi’s Estiatorion

Του Βασίλη Κ. Καλαμαρά

Η σύζυγος, η σύντροφος, ο άνθρωπος της ζωής του, το υπομονετικό στήριγμα στα εύκολα και κυρίως στα δύσκολα του ζωγράφου Αλέξη Ακριθάκη (1939-1994) «έσβησε» χθες το μεσημέρι μ’ ένα χαμόγελο, το οποίο κρατούσε από τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 -πολύ κοντά στο πάθος της αφέλειας χωρίς την προσδοκία της ιδιοτέλειας. 

Τότε όλα αναλώνονταν σαν καλές προθέσεις με αβέβαια αποτελέσματα, γιατί πρυτάνευε η γοητεία του στιγμιαίου ηλεκτρισμού και μαγνητισμού. Όταν οι νέοι ξεχύνονταν στους δρόμους υπέρ των λαϊκών διεκδικήσεων, για το αίτημα να εγκαθιδρυθεί το όνειρο στην εξουσία, για να διαδηλώσουν εναντίον του πολέμου του Βιετνάμ. Όλη αυτή η κίνηση του πλήθους -με τα μακριά μαλλιά και τα χίπικα ρούχα- συνοδευόταν από ψυχεδελική μουσική βγαλμένη από τα σπλάχνα της ανθρώπινης προϊστορίας, ενώ οι παντός είδους ουσίες μεταμόρφωναν σώματα και ψυχές σε πολύχρωμους οφθαλμούς ενοράσεων, μέσω των οποίων άνοιγε η πύλη της ουράνιας αρμονίας.

 

Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα που δεν πάλιωσε, αλλά παραμένει και σήμερα ανοιχτή ως αίνιγμα-απάντηση στα αναπάντητα ερωτήματα της εποχής μας, εμφανίζεται το αδύνατο αιθέριο σώμα της Φώφης Ακριθάκη να περπατά στους δρόμους του τότε Δυτικού Βερολίνου. Το Τείχος ακόμη χώριζε μία πόλη, έναν λαό, μια πολιτιστική κληρονομιά στο όνομα ενός συγκεντρωτικού σοβιετικού τύπου κομμουνισμού.

 

971523 10151580367992866 1882519980 n

ContentSegment 16711876W1000 H0 R0 P0 S1 V1JpgΤο Fofi’s Estiatorion, το εστιατόριο-στέκι στη Φαζάνεν Στράσε στο κέντρο του τότε Δυτικού Βερολίνου, ήταν δική της ιδέα, η οποία τελετουργικά υλοποιήθηκε από τον Αλέξη Ακριθάκη. Τα πατώματα, οι τοίχοι, οι οροφές, οι πόρτες, τα καθίσματα, τα τραπέζια σήμαιναν ως αυτόνομα έργα τέχνης και ταυτόχρονα λειτουργούσαν ως χρηστικά αντικείμενα. Το φαγητό και το ποτό κυρίως ήταν οχήματα για να συναντηθούν οι τέχνες και οι άνθρωποι που τις εξέφραζαν. Το μπαρ-εστιατόριο, το οποίο λειτούργησε από το 1976 έως το 1996, είχε στηθεί με τέτοιον τρόπο, ώστε να φέρνει κοντά τους αναγνωρίσιμους και τους αφανείς της τέχνης, της λογοτεχνίας, του κινηματογράφου, του θεάτρου, της μόδας, της μουσικής και γιατί όχι και της πολιτικής.

Πίνακες του Φράνσις Μπέικον, εμπνευσμένοι από την «Ορέστεια» του Αισχύλου, κρέμονταν με το βάρος της υπογραφής του στους τοίχους του ελληνικού εστιατορίου, ενώ το εξώφυλλο ενός μενού είχε το ποπ ίχνος του Άντι Γουόρχολ. Ο θεατράνθρωπος Χάινερ Μίλερ φιλοτεχνούσε σχέδια και τα αφιέρωνε στη «Χώρα των Ελλήνων». Ο Γιάννης Κουνέλης έσβηνε τα κεράκια των γενεθλίων του, όπως και η φίλη του, η Γερμανίδα ζωγράφος Ρεμπέκα Χορν. Ο Τζον Λε Καρέ ανέφερε το θρυλικό χώρο της γευσιγνωσίας σε βιβλίο του, κάποιο τραπέζι του το μοιράστηκαν ως συνδαιτυμόνες ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο με τον Μπράιαν ντε Πάλμα.

 

1A9DB2620641B147AABFAF990199ACDF

Ο πρόδρομος αυτού του άτυπου καλλιτεχνικού θεσμού ήταν το εστιατόριο «Αχ Βαχ», το οποίο το έστησαν οι Αυστριακοί Όσβαλντ Βίνερ και Μίχελ Βιούρτλε, σε συνεργασία με τη Φώφη και την εικαστική υπογραφή και πάλι του Αλέξη Ακριθάκη. Σ’ αυτό σημείο να μην ξεχάσουμε να αναφέρουμε ότι το Fofi’s αποτέλεσε αποκλειστικά ελληνική υπόθεση, αφού στάθηκε πολύτιμη η επικουρία στο στήσιμό του των Κώστα Κασσάμπαλη και Βασίλη Κουράφαλου.

Το 1963, ο Αλέξης Ακριθάκης παντρεύεται την παιδική του φίλη Γιάννα Κυριαζή, γάμος που μέσα σε έξι μήνες εξαϋλώθηκε. Η γνωριμία της Φώφης με τον όμορφο άντρα και καταπληκτικό ζωγράφο, για αυτούς που πιστεύουν στη μοίρα, ήταν γραμμένη στ’ άστρα, όταν γεννήθηκαν. Τον Απρίλιο του 1967 έχει ήδη γνωρίσει τη Φωτεινή Κουτσελίνη -όπως ήταν το πατρωνυμικό της-, και λίγο προτού αναχωρήσει, μέσα στο 1968, ο Αλέξης Ακριθάκης για το τότε Δυτικό Βερολίνο ως υπότροφος της Γερμανικής Υπηρεσίας Ακαδημαϊκών Ανταλλαγών, παντρεύεται το στήριγμα -όπως αποδείχθηκε- της ζωής του. Την επόμενη χρονιά αρχίζει η βερολινέζικη περίοδος της ζωής του, που θα φέρει εγγύτερα το ζεύγος, αφού θα γεννηθεί στις 3 Ιουλίου 1969 το μοναχοπαίδι τους, η Χλόη.

 

upl535fb61e11159

Με αφορμή την έκθεση «Το Βερολίνο της Φώφης Ακριθάκη» στο Μουσείο Άλεξ Μυλωνά-Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, η Φώφη Ακριθάκη είχε μιλήσει στην «Ελευθεροτυπία» (από άρθρο της Μαρίας Λυμπεροπούλου, Σάββατο 18 Μαΐου 2013). Θυμόταν και αποτιμούσε:

248257 10151581795482866 1302725270 n«Το εστιατόριο υπήρξε στέκι καλλιτεχνών, με πολύ καλή μίξη ανθρώπων. Δεν υπήρχε ομοιογένεια. Μίξεις που πολλές φορές κατέληγαν σε έρωτες. Θυμάμαι που είχε έρθει ένας πελάτης, με φώναξε έξω και μου είπε: ‘‘Φώφη, περίμενε’’. Τον βλέπω να ανοίγει το πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου του και να βγάζει μια κοπέλα που είχε φυγαδεύσει από το ανατολικό μπλοκ. Έπειταν μπήκαν στο μαγαζί και άνοιξαν σαμπάνιες.

Ερχόντουσαν ζωγράφοι, έβγαζαν τα καβαλέτα τους και ζωγράφιζαν. Αυτούς τους ανθρώπους αναζητούσα. Αν δεν είχαν χρήματα, τους κερνούσα. Η ατμόσφαιρα ήταν ευχάριστη, ο κόσμος περνούσε καλά και έφευγε με αναμνήσεις. Το εστιατόριο φιλοξενούσε διαφορετικές προσωπικότητες, επέτρεπε σε ξεχωριστά ταμπεραμέντα να συνυπάρξουν. Αποτελούσε ζυμωτήριο. Άλλωστε η ζωή φτιάχνει τόπους.

Το Βερολίνο ήταν ένα νησί μέσα στην Ανατολική Γερμανία του Ψυχρού Πολέμου. Αυτό που το κρατούσε ζωντανό ήταν οι άνθρωποί του».

Ο εκτοπισμός των Ελλήνων της Αιγύπτου από τον Νάσερ φέρνει την οικογένεια Κουτσελίνη στην Αθήνα. Η Φώφη Κουτσελίνη είναι δεκαοκτώ ετών και θέλει να γνωρίσει τον κόσμο της Ανατολής, εκεί όπου η βουδιστική σκέψη ή το ινδουιστικό πνεύμα ξεθεμελιώνουν τα προτάγματα του δυτικού πολιτισμού. Ταξιδεύει στο Πακιστάν, μία από τις χώρες που επινοήθηκαν από τους νεολαίους της αμφισβήτησης, ως τοπία ενδοσκόπησης προς ανακάλυψη της ενδοχώρας του εαυτού. Ο πατέρας έχει καταγωγή από το Πήλιο και η μητέρα της από την Κρήτη. Εργάζεται ως ιδιαιτέρα του Γουλανδρή και διαμένει επί πέντε συναπτά έτη στο Λονδίνο.

Αυτή είναι η μικρή ή μεγάλη προϊστορία της, προτού γνωρίσει τον άνθρωπο που τη σφράγισε και τον χάραξε: τον Αλέξη Ακριθάκη.

 

{source}
<iframe width=»560″ height=»315″ src=»https://www.youtube.com/embed/z9GQfFrt414″ frameborder=»0″ allowfullscreen></iframe>
{/source}