Κινήσεις από τις τράπεζες για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια προτείνει στην εξαμηνιαία έκθεσή της, που δημοσιεύθηκε σήμερα, η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ).

«Ο πιστωτικός κίνδυνος και η περαιτέρω επιδείνωση της ποιότητας χαρτοφυλακίου δανείων αποτελεί τη σημαντικότερη πηγή αστάθειας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και τον κύριο ανασταλτικό παράγοντα παροχής δανείων στην πραγματική οικονομία» επισημαίνεται από την ΤτΕ.

 

Στην έκθεση τονίζεται ότι οι δυσμενείς μακροοικονομικές συνθήκες οδήγησαν σε ονομαστικές περικοπές μισθών, στην αύξηση της ανεργίας, στην αύξηση του ποσοστού των εργαζομένων σε θέσεις μερικής απασχόλησης και σε πιο ευέλικτες μορφές εργασίας. Οι εξελίξεις, καθώς και η αύξηση των φορολογικών υποχρεώσεων, σε συνδυασμό με την επιβολή ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων (capital controls), συνέβαλαν στη σημαντική μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος και είχαν αποτέλεσμα την αποδυνάμωση της ικανότητας αποπληρωμής των δανειακών υποχρεώσεων των νοικοκυριών και επιχειρήσεων.

 

Η διατήρηση της οικονομικής ύφεσης το 2015 –αν και σημαντικά πιο ήπια από τις εκτιμήσεις που είχαν γίνει–, όπως αναφέρεται στην έκθεση, καθώς και η δυσκολία των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων να αποπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους οδήγησαν στη συνεχιζόμενη αύξηση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (non-performing exposures), με αποτέλεσμα το σωρευμένο υπόλοιπό τους να διατηρείται σε υψηλά επίπεδα μέχρι και σήμερα, αν και ο ρυθμός σχηματισμού νέων καθυστερήσεων έχει μειωθεί σημαντικά.

 

Η κάλυψη των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων από προβλέψεις βελτιώθηκε και διαμορφώθηκε στο 50,1% το 2015, έναντι 48,8% το εννεάμηνο του 2015 και 44,0% το 2014, και είναι σε υψηλότερο επίπεδο σε σύγκριση με το μέσο όρο των ευρωπαϊκών ομίλων μεσαίου μεγέθους, ο οποίος ανέρχεται στο 46,1% το εννεάμηνο του 2015. Δεδομένου, όπως επισημαίνει η έκθεση, ότι τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα αποτελούν περισσότερο από το 44% του συνολικού δανειακού χαρτοφυλακίου, με ανάλογα ποσοστά για δάνεια προς νοικοκυριά και επιχειρήσεις, κάθε άλλο παρά εφησυχασμό προκαλούν, ενώ απαιτείται ένα ολοκληρωμένο σχέδιο, που να καθορίζει συγκεκριμένα εργαλεία για τη διαχείριση των πρόωρων ληξιπρόθεσμων οφειλών.

 

Από την ανάλυση των κατανομών των υπολοίπων των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων αποτελεί ανησυχητική ένδειξη το γεγονός ότι τα 2/3 του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων που εμπίπτουν στην κατηγορία καθυστέρησης μεγαλύτερης των 90 ημερών (χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι καταγγελμένες απαιτήσεις) έχουν καθυστέρηση μεγαλύτερη του ενός έτους, με το ποσοστό για τα στεγαστικά να διαμορφώνεται στο 70%, ενώ για τα καταναλωτικά στο 76% τα οποία έχουν καθυστέρηση μεγαλύτερη του εξαμήνου.

 

Ειδικά για τις εταιρείες, τονίζεται ότι αν οι τράπεζες δεν προβούν σε αναδιαρθρώσεις των χαρτοφυλακίων τους (π.χ. περιορισμός του κόστους εξυπηρέτησης των δανείων μέσω της αναχρηματοδότησης υφιστάμενων δανείων με ευνοϊκότερο για τις εταιρίες επιτόκιο, ανταλλαγή εταιρικού χρέους με μετοχικό κεφάλαιο), τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα αναμένεται να αυξηθούν και κατά τη διάρκεια του 2016 γιατί όπως επισημαίνεται ακόμη και στην περίπτωση ομαλοποίησης των μακροοικονομικών συνθηκών, έχει παρατηρηθεί ιστορικά χρονική υστέρηση μεταξύ της θετικής αναστροφής του μακροοικονομικού περιβάλλοντος, και της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.

 

Τέλος, απαιτείται η διαμόρφωση ενός αυστηρότερου πλαισίου πιστοδοτικών κριτηρίων πράγμα που συντελεί στη συνετότερη χορήγηση δανείων σε βιώσιμες επιχειρήσεις.